Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγλαόδωρος

См. также в других словарях:

  • αγλαόδωρος — ἀγλαόδωρος, ον (Α) αυτός που δίνει λαμπρά δώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + δῶρον] …   Dictionary of Greek

  • ἀγλαόδωρος — bestowing splendid gifts masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαόδωρον — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem acc sg ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαοδώρου — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαόδωρε — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγλαόδωρ' — ἀγλαόδωρα , ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts neut nom/voc/acc pl ἀγλαόδωρε , ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»