-
1 αγλαοδώρου
-
2 ἀγλαοδώρου
См. также в других словарях:
ἀγλαοδώρου — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγλαοδώρου
2 ἀγλαοδώρου
ἀγλαοδώρου — ἀγλαόδωρος bestowing splendid gifts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)