Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀγκυλοχείλης

См. также в других словарях:

  • αγκυλοχείλης — ἀγκυλοχείλης, ὁ (Α) αυτός που έχει κυρτό, γαμψό ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + χεῖλος] …   Dictionary of Greek

  • ἀγκυλοχείλης — with hooked beak masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυλοχεῖλαι — ἀγκυλοχείλης with hooked beak masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυλοχείλην — ἀγκυλοχείλης with hooked beak masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγκυλοχείλου — ἀγκυλοχείλης with hooked beak masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλαγκυλοχείλης — μεγαλαγκυλοχείλης, ὁ (Μ) αυτός που έχει μεγάλα και κυρτά χείλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + ἀγκυλοχείλης (< ἀγκύλος + χεῖλος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»