-
1 αγεληδόν
-
2 ἀγεληδόν
-
3 ἀγεληδόν
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀγεληδόν
-
4 ἀγεληδόν
D0-0-0-0-2=2 2 Mc 3,18; 14,14in companies, by flocks -
5 ἀγεληδόν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγεληδόν
-
6 ἐκπλέω
Aπέπλευκα IG2.793a7
: [dialect] Ion. [full] ἐκπλώω, [tense] aor. - έπλωσα: [tense] pf.πέπλωκα Lyc.1084
:— sail out or away,τοῦ Πόντου Hdt.6.5
;ἔξω τοῦ Ἑλλησπόντου Id.5.103
;τῆσδ' ἐ. χθονός S.Ph. 1375
; ἐκ τῆσδε γῆς ib. 577 ;ἐ. ἐς ἀποικίην Hdt.6.22
; κατ' Εὐρώπης ζήτησιν, κατὰ ληΐην, Id.2.44, 152 ; ἐπί τινα against.., Th.1.37 ; of fish, swim out,ἀγεληδὸν ἐ. ἐς θάλασσαν Hdt.2.93
.2 metaph., ἐκπλεῖν τῶν φρενῶν go out of one's mind, lose one's senses, Id.3.155, Ael.Fr. 240.II rarely c. acc. loci, sail out past,τὸ ἔθνος τῶν Ἰχθυοφάγων Arr.Ind.29.7
, cf. Lyc.1084, A.R.2.645.2 c. acc. cogn.,ἐ. τὸν ὕστερον ἔκπλουν D.49.6
. -
7 ἠθροισμένως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἠθροισμένως
См. также в других словарях:
ἀγεληδόν — in herds indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγεληδόν — επίρρ. (Α ἀγεληδόν) [ἀγέλη] κατά αγέλες, ομαδικά, κοπαδιαστά … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek
αγέλη — Ομάδα ομοειδών ζώων που ζουν και μετακινούνται μαζί. Η διαβίωση σε α. οφείλεται στην ανάγκη ομαδικής άμυνας και στο ένστικτο της πολυγαμίας. Τα ζώα που ζουν στις α. λέγονται αγελαία. Με τον όρο α. εννοείται στον προσκοπισμό μία τάξη προσκόπων με… … Dictionary of Greek
βαθμηδόν — (AM βαθμηδόν) επίρρ. βαθμιαία, εξελικτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθμός + (επίρρ. κατάλ.) ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, σωρηδόν, ταυρηδόν)] … Dictionary of Greek
βουστροφηδόν — επίρρ. (Α) (για τον αρχαιότατο τρόπο γραφής από αριστερά προς τα δεξιά και από δεξιά προς αριστερά διαδοχικά) κατά τον τρόπο με τον οποίο στρέφονται τα βόδια στο όργωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούστροφος + (επιρρ. κατάλ.) ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, βαθμηδόν,… … Dictionary of Greek
διαμμοιρηδά — (Α) επίρρ. χωρίζοντας στη μέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + μοίρα + (επίθημα) ηδά που υπάρχει και στον τ. αγεληδά «κατά αγέλες» (πρβλ. και αγεληδόν), ο δε διπλασιασμός τού μ αναλογικά προς το άμμορος] … Dictionary of Greek
εθελοντηδόν — ἐθελοντηδόν (Α) εκούσια, αυτοπροαίρετα. [ΕΤΥΜΟΛ. < εθελοντής + ηδόν (πρβλ. αγεληδόν, εθνηδόν)] … Dictionary of Greek
εθνηδόν — ἐθνηδόν επίρρ. (Α) εξ ολοκλήρου, σύσσωμο το έθνος. [ΕΤΥΜΟΛ. έθνος + ηδόν* (πρβλ. αγεληδόν, αληδόν)] … Dictionary of Greek
ηθροισμένως — ἠθροισμένως (Α) επίρρ. (Υλώσσ. τού Ησύχ. για τη λ. αγεληδόν) κατ αγέλας, κοπαδιαστά, ομαδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηθροισμένος τού ρ. αθροίζομαι] … Dictionary of Greek
ԴԱՍԱԴԱՍ — ( ) NBH 1 0598 Chronological Sequence: Early classical ա.մ. ἁγεληδόν gregatim Դաս դաս. գունդագունդ. երամովին. ... *Դասադաս մարգարէք. Ագաթ.: *Յիւրաքանչիւր ապարանիցն դասադաս մտանէին. ՟Բ. Մակ. ՟Գ. 18 … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)