Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀγελ-ηδόν

См. также в других словарях:

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

  • κεφαληδόν — (Α) επίρρ. κατά κεφαλήν, κατ άτομο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επιρρμ. κατάλ. τρόπου ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, κλιμακ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κριηδόν — (Α) επίρρ. σαν κριάρι (ἅψαντες εἴτ ἐς τὴν θύραν κριηδὸν ἐμπέσοιμεν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, λεοντ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κτηνηδόν — (Α) επίρρ. σαν κτήνος, σαν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, λεοντ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • κυκληδόν — (Α) επίρρ. κυκλικά, με κύκλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, πρην ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • λυκηδόν — (Α) επίρρ. σαν λύκος, με τον τρόπο τού λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, λεοντ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • μανδακηδόν — (Α) επίρρ. κατά δέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανδάκης «δεμάτι» + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. αγελ ηδόν, σωρ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»