-
1 αγγελιαρχος
-
2 ἀγγελίαρχος
-
3 αγγελίαρχε
-
4 ἀγγελίαρχε
-
5 αγγελίαρχον
-
6 ἀγγελίαρχον
См. также в других словарях:
ἀγγελίαρχε — ἀγγελίαρχος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαρχον — ἀγγελίαρχος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)