-
81 ἀγγελιαφόρῳ
-
82 αγγελιαφόρων
-
83 ἀγγελιαφόρων
-
84 αγγελιών
-
85 ἀγγελιῶν
-
86 αγγελίαις
-
87 ἀγγελίαις
-
88 αγγελίηι
-
89 ἀγγελίηι
-
90 αγγελίην
-
91 ἀγγελίην
-
92 αγγελίης
-
93 ἀγγελίης
-
94 αγγελίησι
-
95 ἀγγελίῃσι
-
96 31
31 ἀγγελία{сущ., 1}весть, известие, сообщение, донесение, заповедь (1Ин. 3:11). LXX: 8052 (הָעוּמשְׁ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 31
-
97 Ἄδραστος
Ἄδραστος king of Argos and Sikyon, son of Talaos.1αἶνος ὃν Ἄδραστος ποτἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
“ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως.” P. 8.51 πρὶν γενέσθαι τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν (τουτέστι πρὶν τὰ Νέμεα τεθῆναι. Σ.) N. 8.51 ἱππίων ἀέθλων κορυφάν, ἅ τε Φοίβῳ θῆκεν Ἄδραστος ἐπ' Ἀσώπου ῥεέθροις (ἀνατίθησι γὰρ τὴν τῶν Πυθίων θέσιν ἐν Σικυῶνι Ἀδράστῳ, ποιητικὴν ἄγων ἄδειαν, Κλεισθένους αὐτὰ διαθέντος. Σ.) N. 9.9πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ N. 10.12
ἢ ὅτε καρτερᾶς Ἄδραστον ἐξ ἀλαλᾶς ἄμπεμψας ὀρφανὸν μυρίων ἑτάρων ἐς Ἄργος ἵππιον (sc. Θήβα.) I. 7.10 -
98 ἀρείων
1 better “ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστοσἥρως” P. 8.49παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101
ἀγαπατὰ δὲ τῶν ἀρειόνων ἐρώτων ἐπικρατεῖν δύνασθαι N. 8.5
τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν pr. I. 8.13 -
99 ἐνέχω
ἐνέχω pass.,1 be held fast met., be possessed of “ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ Ἄδραστος ἥρως” P. 8.49 -
100 νῦν
1 now, referring to present, immediate past, or immediate future.1 adv. of time.aνῦν πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.13
“ ὥσπερ τόδε δέρμα με νῦν περιπλανᾶται θηρός” (Stephanus: μίμνοι codd.) I. 6.47 combined with δέ and καί, εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἡρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.) O. 3.43νῦν δὲ πὰρ Αἰγιόχῳ κάλλιστον ὄλβον ἀμφέπων ναίει I. 4.58
“ νῦν δ' εὐρυλείμων πότνιά σοι Λιβύα δέξεται εὐκλέα νύμφαν soon P. 9.55 ἦ μάλα δὴ μετὰ καὶ νῦν afterwards as now P. 4.64μάκαρ δὲ καὶ νῦν, ὅτι P. 5.20
ἤτοι μεταίξαις σὲ καὶ νῦν N. 5.43
[ νῦν codd., νυν corr. Er. Schmid. N. 6.8]καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος I. 5.48
τὸ καὶ νῦν φέρει λόγον I. 8.61
b c. impv., exclam., simm., emphasising urgency.ἔπεχε νῦν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89
ὄτρυνον νῦν ἑταίρους O. 6.87
ἀλλὰ νῦν ἐπίνειμαι O. 9.5
μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτ O. 9.40
ἴσθι νῦν O. 11.11
ἐπακοοῖτε νῦν (Bergk: ἐπάκοοι νῦν codd.) O. 14.15 μελαντειχέα νῦν δόμον Φερσε-φόνας ἔλθ, Ἀχοῖ O. 14.20
γνῶθι νῦν τὰν Οἰδιπόδα σοφίαν P. 4.263
ἔλα νῦν μοι πεδόθεν I. 5.38
κλῦτε νῦν Pae. 6.58
ἰὴ ἰῆτε νῦν μέτρα παιηόνων ἰῆτε, νέοι Pae. 6.121
Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. μὴ νῦν νεκτα[ρ Παρθ. 2.. θνατῶν. νῦν ψᾶφον ἑλισσομέναν ὁπᾷ κῦμα κατακλύσσει ῥέον (the crux may conceal an impv.) O. 10.9ἰὴ, ἰὴ, νῦν ὁ παντελὴς Ἐνιαυτὸς ὧραί τ' ἐπῆλθον Pae. 1.5
c opposed to some other time, or hypothetical situation.νῦν ἐν καὶ τελευτᾷ O. 7.26
“ ὁ δὲ καμὼν προτέρᾳ πάθᾳ νῦν ἀρείονος ἐνέχεται ὄρνιχος ἀγγελίᾳ” P. 8.49 εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (bis) I. 6.44 combined with various particles,νῦν δ' ἐν αἱμακουρίαις ἀγλααῖσι μέμικται O. 1.90
τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν. νῦν δ' Ὀλυμπίᾳ στεφανωσάμενος O. 12.17
νῦν δ' ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τέλος O. 13.104
οἱ μὲν πάλαι νῦν δ I. 2.9
τόν ποτε Κιλίκιον θρέψεν πολυώνυμον ἄντρον· νῦν γε μὰν P. 1.17
ἦ κεν ἀμνάσειεν, οἵαις ἐν πολέμοισι μάχαις. νῦν γε μὰν P. 1.50
τότε γὰρ. νῦν γε μὲν ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος P. 4.50
ἔτλαν δὲ πένθος οὐ φατόν. ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος I. 7.37
ἀλλ' ἁμέρᾳ γὰρ ἐν μιᾷ. νῦν δ αὖ μετὰ χειμέριον ζόφον I. 4.18
, cf. Pae. 2.80 infra.ἐν Νεμέᾳ μὲν πρῶτον νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ I. 6.5
ἐν κρυοέσσᾳ συντυχίᾳ. νῦν δ' αὖτις ἀρχαίας ἐπέβασε Πότμος συγγενὴς εὐαμερίας I. 1.39
οὐρανῷ προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς. ἐν δὲ χρόνῳ for the present it is true... but.. P. 4.290νῦν μὲν αὐτῷ O. 8.65
2 c. art., pro subs., τῶν νῦν δὲ καὶ Θρασύβουλος πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (byz.: τῶν δὲ νῦν codd.) P. 6.43 τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2.. ξένον μή τιν κυριώτεροντῶν γε νῦν O. 1.105
παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν καὶ ἄρειον ὄπιθεν N. 7.101
pro adv.,τὸ νῦν τε καὶ τὸ λοιπὸν P. 5.117
3 fragg. ν]ῦν δ' αὖ γλυκυμάχανον[ (supp. von Arnim) Πα. 2.. νῦν[ Πα. 13. a. 12 ]ει καὶ νῦν τέρας δι[ Πα. 13. c. 9. νῦν δεδ[ Θρ. 2. 5.
См. также в других словарях:
ἀγγελία — ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc/acc dual ἀγγελίᾱ , ἀγγελία message fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίᾳ — ἀγγελίαι , ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγγελία — η 1. είδηση, πληροφορία, μαντάτο: Δέχτηκε ψύχραιμα την αγγελία της αποτυχίας του στις εξετάσεις. 2. διαφήμιση με τον τύπο: Το σπίτι το νοίκιασε γρήγορα με αγγελία στις εφημερίδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελία — Η μετάδοση μιας είδησης ή πληροφορίας. Ειδοποίηση με την οποία γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό κάποιο πράγμα ή γεγονός, όπως π.χ. ότι κάποιος θέλει να προσλάβει υπάλληλο ή να πουλήσει ένα οικόπεδο ή να βρει δουλειά είτε ότι διαθέτει κάποιο… … Dictionary of Greek
ἀγγελίας — ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem acc pl ἀγγελίᾱς , ἀγγελία message fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαι — ἀγγελία message fem nom/voc pl ἀγγελίᾱͅ , ἀγγελία message fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιάων — ἀγγελιά̱ων , ἀγγελία message fem gen pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελίαν — ἀγγελίᾱν , ἀγγελία message fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόροι — ἀγγελιᾱφόροι , ἀγγελιαφόρος messenger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόροις — ἀγγελιᾱφόροις , ἀγγελιαφόρος messenger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγγελιαφόρον — ἀγγελιᾱφόρον , ἀγγελιαφόρος messenger masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)