-
1 αγγελιαφόρων
-
2 ἀγγελιαφόρων
См. также в других словарях:
ἀγγελιαφόρων — ἀγγελιᾱφόρων , ἀγγελιαφόρος messenger masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κύων — ο, η (AM κύων, κυνός, ό, ή) 1. σκύλος («Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες ὑλακόμωροι», Ομ. Οδ.) 2. (ως υβριστική λέξη) θρασύς, αναιδής και αναίσχυντος σαν τον σκύλο («δᾱερ ἐμεῑο κυνός, κακομηχάνου ὀκρυοέσσης», Ομ. Ιλ.) 3. πιστός σαν τον σκύλο… … Dictionary of Greek
μαντατοφορίζω — (Μ) 1. στέλνω μήνυμα 2. μέσ. μαντατοφορίζομαι διεξάγω συνεννοήσεις μέσω αγγελιαφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μαντατοφορῶ, κατά τα ρήματα σε ίζω] … Dictionary of Greek
μαντατοφορεύω — και μανδατοφορεύω (Μ) [μαντατοφόρος] μέσ. μαντατοφορεύομαι ή μανδατοφορεύομαι έρχομαι σε συμφωνία, διεξάγω συνεννοήσεις μέσω αγγελιαφόρων ή μεσολαβητών … Dictionary of Greek
προσκοπισμός — Παιδαγωγική οργάνωση με εξωσχολικό χαρακτήρα, που γεννήθηκε στην Αγγλία και διαδόθηκε σε ολόκληρο τον κόσμο. Ιδρυτής της είναι ο Άγγλος στρατηγός Ρόμπερτ Μπάντεν Πάουελ, που κατά τον πόλεμο των Μπόερς οργάνωσε ένα σώμα παιδιών αγγελιαφόρων. Η… … Dictionary of Greek
πρωτομανδάτωρ — ωρος και ορος, ο, ΝΜ (στο Βυζ.) ο αρχηγός τών μανδατόρων, τών αυτοκρατορικών αγγελιαφόρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + μανδάτωρ «τίτλος υπαλλήλου τής βυζαντινής αυλής»] … Dictionary of Greek
σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… … Dictionary of Greek
καταδρομικό — Πολεμικό πλοίο με μεγάλη ταχύτητα και αυτονομία δράσης. Στους σύγχρονους τύπους, με πλήρες φορτίο, έχει εκτόπισμα από 7.000 έως περισσότερο από 22.000 τόνους (τα ρωσικά κ. της κλάσης Κίροφ, που θεωρούνται τα μεγαλύτερα, εκτοπίζουν 28.000 τόνους) … Dictionary of Greek