-
1 αγανακτικος
-
2 ἀγανακτικός
ἀγανακτικός, = ἀγανακτητικός, v. l. bei Plato, sonst 8p., wie Luc. Pisc. 4, s. Lob. Phryn. 520.
-
3 ἀγανακτικός
ἀγανακτητικός, ἀγανακτικός, verdrießlich, mürrisch, leicht zürnend, zu Unwillen geneigt -
4 ἀγανακτικός
A = ἀγανακτητικός (q.v.), Luc.Pisc.14. Adv.- κῶς M.Ant.11.13
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγανακτικός
-
5 αγανακτικώτερον
ἀγανακτητικόςapt to be vexed: adverbial compἀγανακτητικόςapt to be vexed: masc acc comp sgἀγανακτητικόςapt to be vexed: neut nom /voc /acc comp sgἀγανακτικόςadverbial compἀγανακτικόςmasc acc comp sgἀγανακτικόςneut nom /voc /acc comp sg -
6 ἀγανακτικώτερον
ἀγανακτητικόςapt to be vexed: adverbial compἀγανακτητικόςapt to be vexed: masc acc comp sgἀγανακτητικόςapt to be vexed: neut nom /voc /acc comp sgἀγανακτικόςadverbial compἀγανακτικόςmasc acc comp sgἀγανακτικόςneut nom /voc /acc comp sg -
7 αγανακτικόν
ἀγανακτητικόςapt to be vexed: masc acc sgἀγανακτητικόςapt to be vexed: neut nom /voc /acc sgἀγανακτικόςmasc acc sgἀγανακτικόςneut nom /voc /acc sg -
8 ἀγανακτικόν
ἀγανακτητικόςapt to be vexed: masc acc sgἀγανακτητικόςapt to be vexed: neut nom /voc /acc sgἀγανακτικόςmasc acc sgἀγανακτικόςneut nom /voc /acc sg -
9 αγανακτικής
ἀγανακτητικόςapt to be vexed: fem gen sg (attic epic ionic)ἀγανακτικόςfem gen sg (attic epic ionic) -
10 ἀγανακτικῆς
ἀγανακτητικόςapt to be vexed: fem gen sg (attic epic ionic)ἀγανακτικόςfem gen sg (attic epic ionic) -
11 αγανακτικοί
-
12 ἀγανακτικοί
-
13 αγανακτικούς
-
14 ἀγανακτικούς
-
15 αγανακτικώς
-
16 ἀγανακτικῶς
-
17 ἀγανακτητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγανακτητικός
-
18 ἀγανακτητικός
ἀγανακτητικός, ἀγανακτικός, verdrießlich, mürrisch, leicht zürnend, zu Unwillen geneigt
См. также в других словарях:
αγανακτικός — ἀγανακτικός, ή, όν (Α) βλ. αγανακτητικός … Dictionary of Greek
ἀγανακτικώτερον — ἀγανακτητικός apt to be vexed adverbial comp ἀγανακτητικός apt to be vexed masc acc comp sg ἀγανακτητικός apt to be vexed neut nom/voc/acc comp sg ἀγανακτικός adverbial comp ἀγανακτικός masc acc comp sg ἀγανακτικός neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανακτικόν — ἀγανακτητικός apt to be vexed masc acc sg ἀγανακτητικός apt to be vexed neut nom/voc/acc sg ἀγανακτικός masc acc sg ἀγανακτικός neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγανακτητικός — ἀγανακτητικός και ἀγανακτικός ή, όν (Α) [ἀγανακτῶ] ευερέθιστος, ευέξαπτος, οργίλος … Dictionary of Greek
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
ἀγανακτικοί — ἀγανακτητικός apt to be vexed masc nom/voc pl ἀγανακτικός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανακτικούς — ἀγανακτητικός apt to be vexed masc acc pl ἀγανακτικός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανακτικῆς — ἀγανακτητικός apt to be vexed fem gen sg (attic epic ionic) ἀγανακτικός fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγανακτικῶς — ἀγανακτητικός apt to be vexed adverbial ἀγανακτικός adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)