-
1 αγανακτητος
-
2 ἀγανακτητός
ἀγανακτητός, ή, όν, Unwillen erregend, Plat. Gorg. 511 b.
-
3 ἀγανακτητός
ἀγανακτητός, Unwillen od. Unmut erregend -
4 ἀγανακτητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγανακτητός
-
5 αγανακτικος
-
6 αγανακτητόν
-
7 ἀγανακτητόν
-
8 αγανακτητάς
-
9 ἀγανακτητάς
См. также в других словарях:
αγανακτητός — ἀγανακτητός, ή, όν (Α) [ἀγανακτῶ] εκνευριστικός, οχληρός … Dictionary of Greek
αγανάκτητος — και χτιστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει αγανακτήσει 2. αυτός που δεν έχει υποστεί βάσανα, ταλαιπωρίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγανακτώ, όπου το αρκτικό φωνήεν α προσλαμβάνει στερητική σημασία με τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα (βλ. α… … Dictionary of Greek
ἀγανακτητόν — ἀγανακτητός vexatious masc acc sg ἀγανακτητός vexatious neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγανακτώ — και χτώ και κτίζω και χτίζω [Α ἀγανακτῶ ( έω)] δυσανασχετώ, δυσαρεστούμαι, οργίζομαι, εκνευρίζομαι νεοελλ. Ι (αμτβ.) 1. κάνω ή αποκτώ κάτι με δυσκολία, στενοχωριέμαι, δεινοπαθώ 2. αδημονώ 3. κουράζομαι, αποκάνω, απαυδώ (μτβ.) 1. εξοργίζω,… … Dictionary of Greek
ἀγανακτητάς — ἀγανακτητά̱ς , ἀγανακτητός vexatious fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)