-
1 αγαθουργία
ἀγαθουργίαι, ἀγαθοεργίαgood deed: fem nom /voc plἀγαθουργίᾱͅ, ἀγαθοεργίαgood deed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἀγαθουργίᾳ
ἀγαθουργίαι, ἀγαθοεργίαgood deed: fem nom /voc plἀγαθουργίᾱͅ, ἀγαθοεργίαgood deed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
3 αγαθουργίας
ἀγαθουργίᾱς, ἀγαθοεργίαgood deed: fem acc plἀγαθουργίᾱς, ἀγαθοεργίαgood deed: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 ἀγαθουργίας
ἀγαθουργίᾱς, ἀγαθοεργίαgood deed: fem acc plἀγαθουργίᾱς, ἀγαθοεργίαgood deed: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 αγαθουργίαι
ἀγαθοεργίαgood deed: fem nom /voc plἀγαθουργίᾱͅ, ἀγαθοεργίαgood deed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
6 ἀγαθουργίαι
ἀγαθοεργίαgood deed: fem nom /voc plἀγαθουργίᾱͅ, ἀγαθοεργίαgood deed: fem dat sg (attic doric aeolic) -
7 αγαθουργίαν
-
8 ἀγαθουργίαν
См. также в других словарях:
ἀγαθουργίᾳ — ἀγαθουργίαι , ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθουργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγαθουργίας — ἀγαθουργίᾱς , ἀγαθοεργία good deed fem acc pl ἀγαθουργίᾱς , ἀγαθοεργία good deed fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγαθούργημα — αγαθουργία, αγαθουργός κ.λπ. βλ. αγαθοέργημα, αγαθοεργία, αγαθοεργός … Dictionary of Greek
ἀγαθουργίαν — ἀγαθουργίᾱν , ἀγαθοεργία good deed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
благотворениѥ — БЛАГОТВОРЕНИ|Ѥ (21), ˫А с. Совершение добрых дел; благотворительность: цр҃кви... i б҃атьства съ правдою i съ бл҃готворениѥмь ||=не похоулѩѥть. КР 1284, 71в г; дивныи же Титъ сь... бл҃готворениѥмь многымь и цѣломоудрьѥмь и праведьѥмь оукрашенъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… … Dictionary of Greek
ἀγαθουργίαι — ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθουργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)