Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἀγαθουργίᾳ

См. также в других словарях:

  • ἀγαθουργίᾳ — ἀγαθουργίαι , ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθουργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγαθουργίας — ἀγαθουργίᾱς , ἀγαθοεργία good deed fem acc pl ἀγαθουργίᾱς , ἀγαθοεργία good deed fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγαθούργημα — αγαθουργία, αγαθουργός κ.λπ. βλ. αγαθοέργημα, αγαθοεργία, αγαθοεργός …   Dictionary of Greek

  • ἀγαθουργίαν — ἀγαθουργίᾱν , ἀγαθοεργία good deed fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • благотворениѥ — БЛАГОТВОРЕНИ|Ѥ (21), ˫А с. Совершение добрых дел; благотворительность: цр҃кви... i б҃атьства съ правдою i съ бл҃готворениѥмь ||=не похоулѩѥть. КР 1284, 71в г; дивныи же Титъ сь... бл҃готворениѥмь многымь и цѣломоудрьѥмь и праведьѥмь оукрашенъ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αγαθοεργία — Αν και στην πράξη συχνά συγχέεται με την έννοια της κοινωνικής αντίληψης, o όρος προσδιορίζει ακριβώς την κάθε μορφής βοήθεια, που αποβλέπει να ανακουφίσει τους φτωχούς και τους απόρους από τις δυσκολίες τους, προϋποθέτει δε γενικά την ιδιωτική… …   Dictionary of Greek

  • ἀγαθουργίαι — ἀγαθοεργία good deed fem nom/voc pl ἀγαθουργίᾱͅ , ἀγαθοεργία good deed fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»