-
1 αγαθουργίαν
-
2 ἀγαθουργίαν
См. также в других словарях:
ἀγαθουργίαν — ἀγαθουργίᾱν , ἀγαθοεργία good deed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 αγαθουργίαν
2 ἀγαθουργίαν
ἀγαθουργίαν — ἀγαθουργίᾱν , ἀγαθοεργία good deed fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)