-
1 αγένειος
-
2 ἀγένειος
-
3 ἀγένειος
1 beardless, as subs. beardless youth εἰ δἐγὼ Μελησία ἐξ ἀγενείων κῦδος ἀνέδραμον ὕμνῳ i. e. the fame Melesias wins from youths whom he has trained O. 8.54οἶον δἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα πρεσβυτέρων O. 9.89
-
4 ἀγένειος
A beardless, boyish; ἀγένειόν τι εἰρηκέναι to speak like a boy, Luc.J. Tr.29; τὸ ἀ. Id.Eun.9. Adv.-είως, ἔχειν Philostr.VS1.8.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγένειος
-
5 αγενείως
-
6 ἀγενείως
-
7 αγένειον
-
8 ἀγένειον
-
9 αγενείοις
-
10 ἀγενείοις
-
11 αγενείου
-
12 ἀγενείου
-
13 αγενείους
-
14 ἀγενείους
-
15 αγενείω
-
16 ἀγενείῳ
-
17 αγενείωι
-
18 ἀγενείωι
-
19 αγενείων
-
20 ἀγενείων
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγένειος — beardless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγένειος — α, ο (Α ἀγένειος ον) [γένειον] ο αγένειαστος* αρχ. αυτός που αρμόζει σε έφηβο, εφηβικός, νεανικός … Dictionary of Greek
αγένειος, -ειο — αυτός που δεν έχει ακόμη γένια: Ήταναγένειο παλικάρι, όταν έχασε τον πατέρα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγενείως — ἀγένειος beardless adverbial ἀγένειος beardless masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγένειον — ἀγένειος beardless masc/fem acc sg ἀγένειος beardless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείοις — ἀγένειος beardless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείου — ἀγένειος beardless masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείους — ἀγένειος beardless masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείων — ἀγένειος beardless masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγενείῳ — ἀγένειος beardless masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγένειοι — ἀγένειος beardless masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)