-
1 αβαστακτος
-
2 αβάστακτος
-
3 αβάστακτος
[авастактос] επ несносный, нестерпимый. -
4 αβάσταγος
η, ο см. αβάστακτος
См. также в других словарях:
ἀβάστακτος — not to be borne masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάστακτος — και γος και χτος, η, ο (Α ἀβάστακτος, ον και Μ ἀβάσταγος, ον) [βαστάζω]·1. αυτός που δεν μπορεί να βασταχθεί, πολύ βαρύς, ασήκωτος 2. αφόρητος, ανυπόφορος νεοελλ. 1. ασυγκράτητος, ακράτητος, ορμητικός, παράφορος, αχαλίνωτος 2. ανυπόμονος … Dictionary of Greek
ἀβαστάκτως — ἀβάστακτος not to be borne adverbial ἀβάστακτος not to be borne masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβάστακτον — ἀβάστακτος not to be borne masc/fem acc sg ἀβάστακτος not to be borne neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβαστάκτου — ἀβάστακτος not to be borne masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβάστακτα — ἀβάστακτος not to be borne neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβάστακτοι — ἀβάστακτος not to be borne masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβάσταγος — η, ο (Μ ἀβάσταγος, ον) βλ. αβάστακτος … Dictionary of Greek
ξεχειλίζω — και ξεχειλώ, άω [ξέχειλος] 1. (για υγρά) ξεπερνώ τα χείλη τού δοχείου, χύνομαι απ έξω, υπερχειλίζω 2. (για ποταμούς ή για λίμνες) ανεβαίνω πάνω από την κοίτη, ξεπερνώ την κανονική στάθμη τού νερού, πλημμυρίζω 3. μτφ. (για ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek