-
1 αβουλιάν
-
2 ἀβουλιᾶν
-
3 αβουλίαν
-
4 ἀβουλίαν
-
5 πρόσκειμαι
A v. κεῖμαι), serving as [voice] Pass. to προστίθημι, to be placed or laid by or upon, lie by or upon, οὔατα προσέκειτο handles were upon it, Il.18.379; τῇ θύρᾳ πρόσκεισο keep close to the door, Ar.V. 142, cf. E.Ph. 739; δοκοὶ τῷ τείχει.. προσκείμεναι lying near the wall, Th.4.112; of places, lie near, be adjacent,τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ Plb.3.24.2
, etc.; ὁ προσκείμενος [ ἵππος] the inside horse (turning a corner), S.El. 722: metaph., πρόσκειται τὸ κάλλος ( ὁ καλός ap. Stob.)τῷ ἀγαθῷ X.Oec.6.15
.3 of pessaries, to be applied, remain in place, Hp.Nat.Mul. 109, Mul.1.37.II generally, to be involved in or bound up with,εἴ τῳ πρόσκειμαι χρηστῷ S.El. 240
(lyr.); ᾧ σὺ πρόσκεισαι κακῷ ib. 1040; ; cf. infr. 111.2 to be attached or devoted to, τινι Hdt. 6.61;τῷ δήμῳ Th.6.89
, etc.: abs., θεραπεύων π. Id.8.52; devote oneself to the service of a god,τῷ Διονύσῳ D.C.51.25
; π. διάκονος καὶ ἀκόλουθος ἐκείνῳ (sc. τῷ θεῷ) Arr.Epict.4.7.20; also of things, π. τῷ λεγομένῳ put faith in a story, Hdt.4.11; π. οἴνῳ, τῇ φιλοινίῃ, to be addicted to wine, Id.1.133, 3.34; ἄγραις devote oneself to hunting, S.Aj. 407 (lyr.);ταῖς ναυσί Th.1.93
, cf. 8.89;τῇ τοῦ ὄντος ἰδέᾳ Pl.Sph. 254a
;τῇ τοῦ Ὁμήρου ποιήσει Paus.2.21.10
;τοῖς Δημοσθένους λόγοις Aristid.2.315J.
;θειασμῷ Th.7.50
, Plu.Nic.4.3 urge, entreat, solicit,Κύρῳ π. δῶρα πέμπων Hdt.1.123
; π. αὐτῷ ἀξιοῦντες .. X.HG3.4.7: abs., ἐπηκολούθουν κἠντιβόλουν προσκείμενοι with importunity, Ar.Fr. 543; προσκείμενος ἐδίδασκε with zeal, Th.7.18;δεόμενοι προο έκειντο Plu. Per.33
.b in military sense, press hard, pursue closely,ἡ ἵππος προσέκειτο πᾶσα Hdt.9.57
, cf. 40,60;ᾗ μάλιστα αὐτοῖς προσκέοιντο Th.4.33
, etc.; τὸ προσκείμενον the pressure of the enemy, Hdt.9.61; : metaph.,ἀνάγκης ἀεὶ προσκειμένης Pl.Phdr. 240e
: rarely c. acc., (s.v.l.).III to be assigned to, fall to, belong to,τοῖσι θεῶν τιμὴ αὕτη πρόσκειται Hdt.1.118
, cf. 2.83, etc.; τῷ πρόσκειμαι δούλα; E.Tr. 185 (lyr.), cf. Hdt.1.196; of qualities,τὴν ἀβουλίαν ὅσῳ μέγιστον ἀνδρὶ πρόσκειται κακόν S.Ant. 1243
;βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ π. σοφά Id.Fr. 102
;ἦ πόλλ' ἀγρώταις σκαιὰ π. φρενί E.Rh. 266
; ; τὸ ῥῆμα πρόσκειται τῇ προτέρᾳ τέρᾳ αἰτιατικῇ belongs to.., A.D.Synt.243.20; to be laid upon as a charge, business, , cf. 1.119;ἐμοὶ τοῦτο π., μηδένα πελάζειν δόμοις E.Hel. 443
;ἄλλῳ δ' ἄλλο π. γέρας, σὲ μὲν μάχεσθαι, τοὺς δὲ βουλεύειν καλῶς Id.Rh. 107
; of punishments,προσκειμένης ζημίας τῷ πωλοῦντι X.Vect.4.21
(sed leg. προκ-).2 to be added or attached to, ἄλγος ἄλγει π. E.Alc. 1039;ἐπὶ τοῖς πάλαι κακοὶς π. πῆμα Id.Heracl. 483
;κέρδος πρὸς ἔργῳ Id.Rh. 162
;π. τῇ πόλει ὑπὸ τοῦ θεοῦ ὥσπερ ἵππῳ Pl.Ap. 30e
; ἐχθρὰ δὲ τῷ θανόντι προσκείσει thou wilt be for ever hated by.., S.Ant.94;ταῦτα προσκείσθω τοῖς εἰρημένοις Isoc.15.196
: abs.,ἡ χάρις προσκείσεται S.OT 232
; ; αἱ γραφαὶ (of νώ)οὐκ ἔχουσι τὸ ῑ προσκείμενον A.D.Pron.86.12
; τὰ ἀντίγραφα οὐκ ἔχει προσκείμενον τῷ φρενιτικοί τὸ εἰσίν" Gal.16.491, cf. 840.3 Arith. and Geom., to be added, opp. ἀφῃρῆσθαι, Arist.EN 1132b7, cf. 1138a19, PCair.Zen.707.3, 709.7 (iii B.C.); προσκείσθω ποτί .. Archim.Spir.10; also κοινὸς -κείσθω λόγος let the ratio be multiplied into both, Papp.66.28.4 in Logic, to be added as a determinant (v.πρόσθεσις 111.2
),τὸ προσκείμενον Arist.Int. 21a21
; τοῖς ὅροις, ἄλλῳ π., Id.APr. 30a1, Metaph. 1029b31; so later, to be specified or given in a document, ὁ αὐτὸς χρόνος π. BGU 388 ii 37 (ii A.D.), cf. PRyl.421.36 (iii A.D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόσκειμαι
-
6 φθείρω
φθείρω, [dialect] Aeol. [full] φθέρρω Hdn.Gr.2.303, al.; Arc. [full] φθήρω IG5(2).6.17 (Tegea, iv B. C.): [dialect] Ion. [tense] impf. φθείρεσκε ([etym.] δια-) Hdt.1.36: [tense] fut.Aφθερῶ X.HG7.2.11
, ([etym.] δια-) A.Ag. 1266, etc.; [dialect] Ion. φθερέω ([etym.] δια-) Hdt. 5.51; [dialect] Ep. φθέρσω ([etym.] δια-) Il.13.625: [tense] aor. 1 (troch.), X.HG7.2.4; poet.ἔφθερσα Lyc.1402
; Arc. [ per.] 3sg. opt. (?)φθέραι IG5(2).6.8
(Tegea, iv B. C.): [tense] pf.ἔφθαρκα Din.1.64
, ([etym.] δι-) E.Med. 226; Arc. part.ἐφθορκώς IG5(2).6.10
(Tegea, iv B. C.): —[voice] Med., [tense] fut. φθεροῦμαι (in pass. sense) S.OT 272, E.Andr. 708, Th.7.48; [dialect] Ion. φθερέομαι ([etym.] δια-) Hdt.8.108 (v.l. δια-φθαρέεται), 9.42 (vv. ll. δια-φθαρέονται, δια-φθορεῦνται); laterφθαροῦμαι Archig.
ap. Orib.8.23.5:— [voice] Pass., [tense] fut.φθᾰρήσομαι Hp.VM13
, Arist.Metaph. 1066b30, Epicur.Ep. 1p.7U., ([etym.] δια-) E.Hec. 802, etc., [dialect] Dor.- ησοῦμαι Ti.Locr.94d
: [tense] aor. ἐφθάρην [ᾰ] S.OT 1502, Th.7.13, Pl.Lg. 708c; poet. [ per.] 3pl.ἔφθαρεν Pi.P. 3.36
: also part.κατα-φθερείς Epich.35.13
: [tense] pf. , [ per.] 3pl.ἐφθάραται Th.3.13
; inf. , ([etym.] δι-) Is.9.37, [dialect] Aeol.ἔφθορθαι Eust.790.8
: [tense] plpf. [ per.] 3pl.ἐφθάρατο App.BC3.15
, ([etym.] δι-) Hdt.8.90. The compd. διαφθείρω is much more freq. than the simple Verb:— destroy things,μῆλα κακοὶ φθείρουσι νομῆες Od. 17.246
; φ. τῶν Συρίων τοὺς κλήρους waste them, Hdt.1.76, cf. X.HG 7.2.11, An.4.7.20;τοὺς θεῶν νόμους S.Aj. 1344
; τὰς ναῦς v. l. in Th. 2.91;τὴν πόλιν καὶ νόμους Pl.Lg. 958c
, cf. X.Mem.1.5.3;εὐδαιμονίαν Din.
l. c.;ἔμβρυα Dsc.2.163
;τὸ συλληφθέν Sor.1.60
(also abs., miscarry, ib.59); τὸν κοινὸν οἶκον Mitteis Chr.284.11 (ii B. C.): —[voice] Pass., to be destroyed, S.Aj.25, etc.;ἐκ τῶν αὐτῶν καὶ διὰ τῶν αὐτῶν καὶ γίνεται πᾶσα ἀρετὴ καὶ φθείρεται Arist.EN 1103b8
;εἰς τὸ μὴ ὂν φ.
pass away, cease to be,Epicur.
Ep.1p.5U.;δυὰς προσθέσει μονάδος εἰς τριάδα φθείρεται μηκέτι μένουσα δυάς Ph.2.509
; of animals, perish, PStrassb.24.15 (ii A. D.).2 of persons, μαψαῦραι... ναύτας φ. destroy them, Hes.Th. 876 (but perh. only [voice] Act. of signf. 11.4); (troch.), Ag. 652:—[voice] Pass., Id.Pers. 272, 283(lyr.);γειτόνων πολλοὶ ἁμᾷ.. ἔφθαρεν Pi.P.3.36
;νόσῳ ἐφθάραται Ἀθηναῖοι Th.3.13
, cf. 7.48;πρόρριζον ἔφθαρται γένος S.El. 765
; ἔφθαρμαι I am undone! Men. Her.13;μὴφθαρῶσιν PMich.Zen.80.4
(iii B. C.).3 corrupt, bribe, τινα D.S.4.73; lure, entice, trap, (s. v. l.); entices to its ruin, entraps,Trag.Adesp.
484 (s. v.l.); pervert, :—[voice] Pass., v. infr. 11.3.b seduce a woman,ὑπὸ τῆς θυγατρὸς ἀδικούμενον καὶ Διονυσίου τοῦ φθείραντος αὐτὴν κιναίδου PEnteux.26.11
(iii B. C.):—[voice] Pass., E.Fr. 485, D.Chr.11.153 (but not [dialect] Att. acc. to Phryn.53, Moer.p.103 P.), Artem.5.17.4 ruin, spoil, ποσὶν φθείροντα πλοῦτον ἀργυρωνήτους θ' ὑφάς, of one who treads on rich carpets, A.Ag. 949; βαφὰς φθείρουσα τοῦ ποικίλματος, of blood, Id.Ch. 1013; of a poison,ὧνπερ ἂν θίγῃ, φθείρει τὰ πάντα S.Tr. 716
;φαρμάκων φθείρειν πεφυκότων τὰ σώματα Gal.15.541
; δούλην (wet-nurse)μὴ φθείρουσαν τὸ γάλα BGU1058.29
(i B. C.), cf. Sor.1.88; τοῦ σώματος (sc. τῶν νοσούντων) φθείροντος τὸ θρέψαι δυνάμενον ib.90, cf. 63, al.5τὰ μιγνύμενα τῶν χρωμάτων οἱ βαφεῖς φθείρεσθαι καὶ φθοράν τὴν μῖξιν ὀνομάζουσιν Plu.2.393c
(whereμιαίνω 1
is compared).II [voice] Pass. (cf. supr. 1.1, 2),1 φθείρεσθε (as a curse) may you perish! ruin take you! Il.21.128, Sannyr. 10; φθείρου as an imprecation, go to the devil! be off! Ar.Ach. 460, Pl. 598, 610(anap.), E.Fr. 610;ἐκποδὼν ἡμῖν φθείρεσθε Herod.6.16
:c. gen., φθείρεσθε τῆσδε off from her! unhand her, let her go, E.Andr. 715 (so in [tense] fut. indic., εἰ μὴ φθερῇ τῆσδ' ὡς τάχιστ' ἀπὸ στέγης if thou dost not depart... ib. 708).b with a Prep., φθείρεσθαι πρὸς τοὺς πλουσίους, of hangers-on and flatterers, D.21.139, cf. Plu.Phoc.21, Eum. 14, Ant.24;εἰς ἡδονὰς ἀπὸ.. πόνων Anon.
ap. Stob.4.31.84;ἀκούω σε λυρῳδοῦ γυναικὸς ἐρᾶν καὶ εἰς ἐκείνης φθειρόμενον πᾶσαν τὴν ἐφήμερον ἄγραν κατατίθεσθαι Alciphr.1.18
.3 to be morally corrupted,ἐφθάρη ἡ γῆ ἐναντίον τοῦ θεοῦ LXXGe.6.11
, cf. Ho.9.9, al.;ἔστι ἐν Ἀλεξανδρείᾳ σκηνῶν ἐν τοῖς Ἀριστοβούλου φθειρόμενος PCair.Zen.37.7
(iii B. C.); φθαρεὶς Εὔτυχος ὑπὸ τῆς Ἀρσινόης ib.620.7 (iii B. C.); but ἐν Σικυωνίαι ἐφθαρμένους is f.l. for ἐν Σικυῶνι διεφθ. (cj. Sintenis) in Plu.Arat.40.4 of seafarers, wander, drift (cf. supr. 1.2,πολύφθορος 11.2
,φθορά 8
),πόσον χρόνον πόντου 'πὶ νώτοις ἅλιον ἐφθείρου πλάνον; E.Hel. 774
; ναυτίλους ἐφθαρμένους sailors driven out of their course, Id.IT 276; ; of shipwrecked persons, νεῶν ( ἐκ νεῶν Elmsl.) ; also of travellers or wanderers by land, οὐχ ἕνα νομίζων φθείρεται πόλεως νόμον (v.l. τόπον) E.El. 234;ὁ Μενέλαος χρόνον πολὺν ἐφθείρετο πανταχόσε τῆς Ἐλλάδος D.Chr.7.95
; οὐδὲν δεῖ φθείρεσθαι περιόντα ( = περιιόντα)τὴν ἀρχὴν ἅπασαν Aristid.Or.26(14).33
; J.;τῶν μετοίκων τῶν ἐξ Ἑρμιόνης οὐκ οἶδ' ὅπως εἰς Πειραιᾶ φθαρέντων Alciphr. 1.13
; μὴ περιΐδῃς ἀγαθοὺς γείτονας εἰς στενὸν τοῦ καιροῦ φθειρομένους ib.24; [Ἀλέξανδρον] ὑπὲρ τὸν Ἰνδὸν κτλ. φθειρόμενον Arr.An.7.4.2
; φθαρῆναι εἰς βάρβαρα ἔθνη ( ἐν βαρβάροις ἔθνεσι or ἔθεσι codd.) Phalar. Ep.49; φθαρέντων ἐς ἀλλήλους falling foul of one another, App. Praef.10 (s. v. l.).5 of women, χέρσους φθαρῆναι pine away in barrenness, S.OT 1502, cf. El. 1181 (unless wander, cf. supr. 11.4). (Cf. Skt. ksárati 'flow', later 'wane, perish', Avest. γζ?φθείρωXαρ- and ζ?φθείρωXγαρ- 'flow'.)
См. также в других словарях:
ἀβουλιᾶν — ἀβουλία ill advisedness fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβουλίαν — ἀβουλίᾱν , ἀβουλία ill advisedness fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
безсъвѣтованиѥ — БЕЗСЪВѢТОВАНИ|Ѥ (2*), ˫А с. То же, что безсъвѣтьѥ: вы же... ослѣплѩющесѩ бѣсвѣтованиѥмъ. и своѥхотѣниемъ. (τῇ ἀβουλίᾳ) ФСт XIV, 30в; Горе... ѡ(т) англ(с)каго сонма ѡ(т)падающихъ... и не могуще ни ѡчью възвести за безумье и за бесвѣтованье. (διὰ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
πρόσκειμαι — ΝΑ [κεῑμαι] 1. βρίσκομαι, είμαι τοποθετημένος κοντά ή πάνω σε κάποιον ή κάτι («σὺ δὲ τῇ θύρᾳ πρόσκεισο», Ομ. Ιλ.) 2. παράκειμαι, γειτονεύω, είμαι συνεχόμενος (α. «τα προσκείμενα δωμάτια» β. «πρόσκειται τῷ καλῷ ἀκρωτηρίῳ», Πολ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek