Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἀβλεμής

См. также в других словарях:

  • ἀβλεμής — feeble masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβλεμεῖς — ἀβλεμής feeble masc/fem acc pl ἀβλεμής feeble masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβλεμές — ἀβλεμής feeble masc/fem voc sg ἀβλεμής feeble neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβλεμέως — ἀβλεμής feeble adverbial (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλεμεαίνω — (Α) βλέπω βλοσυρά με συνείδηση της υπεροχής μου («σθένεϊ βλεμεαίνων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με λατ. glomus «κουβάρι». Το ρ. βλεμεαίνω σχηματίστηκε πιθ. από *βλέμος, αβλεμής «αδρανής, άτονος, ασθενής» ή κατά το πρότυπο του… …   Dictionary of Greek

  • μενεαίνω — (Α) 1. δείχνω προθυμία να κάνω κάτι, προθυμοποιούμαι («μενεαίνεις Ἰλίου ἐξαπαλάξαι πτολίεθρον», Ομ. Ιλ.) 2. επιθυμώ σφοδρά κάτι («ἐμοὶ μενέαινον ὄλεθρον», Κόιντ.) 3. οργίζομαι σφοδρά 4. φρ. «κτεινόμενος μενέαινε» ψυχομαχούσε, πεθαίνοντας ανέπνεε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»