1
βλιαρόν
βλιαρόν· ἀβλεβές,
Hsch.:
βλιαρόν· λαῦρον,
EM201.41.
[full] βλιβρόν· λαγ<α>ρόν,
Hsch. [full] βλίδες· ψεκάδες, Id.
[full] βλίζω,
A = βλίττω, Id. s.v. βλεῖ, cf. EM200.33. [full] βλιηχῶδες· βλιχανωδες ( βλιχῶνες cod.), Hsch. [full] βλίκανος, ὁ, = βάτραχος, Hsch., EM201.42:—also [full] βλίχας, Hsch.: [full] βλίκαρος, Suid. [full] βλικάς or [full] βλίκας, fig-leaf, Hsch., EM201.41.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλιαρόν