Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀβέλτερος

См. также в других словарях:

  • αβέλτερος — ἀβέλτερος, ον και α, ον (Α) ο διανοητικά νωθρός, ανόητος, ηλίθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + βέλτερος, ποιητ. τύπος τού βελτίων] …   Dictionary of Greek

  • ἀβέλτερος — silly masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβελτέρων — ἀβέλτερος silly fem gen pl ἀβέλτερος silly masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβελτέρως — ἀβέλτερος silly adverbial ἀβέλτερος silly masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβέλτερον — ἀβέλτερος silly masc acc sg ἀβέλτερος silly neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβελτερώτατοι — ἀβέλτερος silly masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβελτερώτατος — ἀβέλτερος silly masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβελτερώτεροι — ἀβέλτερος silly masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβελτερώτερος — ἀβέλτερος silly masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβελτέροις — ἀβέλτερος silly masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβελτέρους — ἀβέλτερος silly masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»