-
1 αάσπετος
-
2 ἀάσπετος
-
3 ἀάσπετος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀάσπετος
-
4 ἄσπετος
A unspeakable, unutterable; mostly in sense of unspeakably great, ἄ. αἰθήρ, ῥόος Ὠκεανοῖο, ὕλη, ὕδωρ, Il.8.558, 18.403, 23.127, Od.5.101;ἀλκή Il.16.157
; less freq. of number, countless,ἄσπετα πολλά Od.4.75
;κρέα ἄσπετα 9.162
; τρεῖτ' ἄσπετον ye tremble unspeakably, Il.17.332, cf. Q.S.11.127; φωνὴ ῥεῖ ἄσπετος flows on unceasingly, h. Ven. 237; ἄσπετος αἰών endless time, Emp.16.—Chiefly Epic, but found in Lyric,ἄσπετοι μέριμναι B.18.34
, and rarely in Trag., (lyr.);χάλαζα E.Tr.78
;δρυὸς ἄ. ἔρνος Cyc. 615
(lyr.); later Prose, λείας ἄ. πλῆθος f.l. for ἄπλετον, Plb.3.92.8. (ἀ- priv. + root seq[uglide], cf. ἔννεπε, ἔσπετε ([etym.] Εν-σπετε), Lat. insece.) A lengthd. form [full] ἀάσπετος is used by Q.S.3.673, 7.193, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄσπετος
См. также в других словарях:
ἀάσπετος — ἄσπετος unspeakable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσπετος — ἄσπετος, ον (Α) 1. ο άρρητος, ο ανέκφραστος 2. (για αριθμούς) ο αναρίθμητος 3. (το ουδ. ως επίρρ.) υπέρμετρα, υπερβολικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ά σπ ετος (του οποίου η αρχική σημασία είναι «άρρητος») < αστερ. + (ρίζα) *sekw , αποτελεί ρηματικό επίθ.… … Dictionary of Greek