Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

рёв+ветра

  • 21 голос

    -а (-у), πλθ. голоса α.
    1. φωνή, φθόγγος•

    высокий голос ψηλή φωνή•

    низкий голос χαμηλή φωνή•

    тонкий голос ψιλή (λεπτή) φωνή•

    голос соловья φωνή αηδονιού•

    звонкий голос ηχηρή φωνή•

    глухой -υπόκωφη φωνή•

    мужской голос ανδρική φωνή•

    женский голос γυναικεία φωνή•

    узнать по -у γνωρίζω από τη φωνή•

    во весь голос μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, στεντόρεια•

    прислушиваться к -у масс αφουγκράζομαι τη φωνή (γνώμη) των μαζών.

    2. (μουσ.) φωνή•

    второй голос δεύτερη φωνή.

    3. ήχος•

    голос ветра η βουή του ανέμου.

    4. μτφ. υπαγόρευση•

    голос рассудка η φωνή της λογικής•

    голос совести η φωνή της συνείδησης•

    голос крови η φωνή του αίματος (εσωτερική παρόρμηση εκδίκησης φόνου)•

    голос страсти η φωνή του πάθους.

    5. η ψήφος•

    право -а δικαίωμα ψήφου•

    решающий голос θετική ψήφος•

    совещательный голос συμβουλευτική ψήφος•

    лишать права на -а στερώ το δικαίωμα ψήφου (του εκλέγειν)•

    произвести подсчет -ов κάνω διαλογή των ψήφων•

    избрать большинством -ов εκλέγω με πλειοψηφία.

    εκφρ.
    в голос ή не своим -ом кричать, плакать – μεγαλόφωνα, δυνατά κράζω, κλαίω• (все) в один голос (όλοι) με μια φωνή, ομόφωνα•
    в -е (быть) – ηχώ καλά•
    с -а учить, запоминать – φωναχτά μαθαίνω, απομνημονεύω•
    с чужого -а говорить – είμαι μεγάφωνο άλλου, είμαι φερέφωνο, δεν έχω δική μου γνώμη.

    Большой русско-греческий словарь > голос

  • 22 дыхание

    ουδ.
    αναπνοή, πνοή, ανάσα, αдыхание νάσεμα•

    органы -я αναπνευστικά όργανα•

    ис-куственное! дыхание τεχνητή αναπνοή•

    затруднённое дыхание δύσπνοια•

    переводить дыхание παίρνω ανάσα.

    || εισπνοή. || εκπνοή. || μτφ. φύσημα, πνοή•

    бурное дыхание ветра δυνατό φύσημα ανέμου•

    дыхание весны πνοή της Α,νοιξης.

    εκφρ.
    до последнего -я – μέχρι τελευταίας πνοής (όσο θα ζω)•
    испустить последнее дыхание – εκπνέω (παραδίδω) την τελευταία (ύστατη) πνοή.

    Большой русско-греческий словарь > дыхание

  • 23 ждать

    жду, ждешь, παρλθ. χρ. ждал, -ла, -ло, ρ.δ.
    1. μ. περιμένω, αναμένω, καρτερώ•

    -поезда περιμένω το τραίνο•, когда перестанет дождь περιμένω να σταματήσει η βροχή•

    жди меня περίμενε με•

    ждать письмо περιμένω γράμμα•

    ждать тебя не буду δε θα σε περιμένω•

    -удобного случая περιμένω την κατάλληλη ευκαιρία•

    ждать его возвращения περιμένω αυτόν να επιστρέψει•

    он не заставил долго ждать αυτός γρήγορα ήρθε•

    ждать попутного ветра περιμένω ευνοϊκό άνεμο• ждать чего-н. как небесной манны; περιμένω σαν το μάννα•

    что ждет меня? τι με περιμένει;•

    ждет тебя гибель σε περιμένει ο χαμός.

    2. προσδοκώ, ελπίζω, θέλω•

    мы пощады не ждем δεν ελπίζομε σε οίκτο•

    он только того и ждал αυτός μόνο αυτό και περίμενε.

    εκφρ.
    время (ή дело) не ждет – ο καιρός ή η υπόθεση δεν περιμένει (μη βραδύνεις)•
    ждать не дождаться – ανυπομονώ, αδημονώ•
    того и жди – αυτό και να περιμένεις.

    Большой русско-греческий словарь > ждать

  • 24 завывание

    ουδ.
    ούρλιασμα, ωρυγή• βούισμα•

    завывание волка ούρλιασμα λύκου•

    завывание ветра βούισμα του ανέμου•

    завывание сирены μούγκρισμα της σειρήνας.

    Большой русско-греческий словарь > завывание

  • 25 заслонить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслоненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -ла солнце το σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    || εμποδίζω, φράζω, κλείνω•

    заслонить дорогу κλείνω το δρόμο.

    || προφυλάσσω•

    заслонить от ветра προφυλάσσω από τον άνεμο.

    2. μτφ. επισκιάζω, επισκοτίζω, βάζω σε δεύτερη μοίρα• ξεχνώ για λίγο.
    καλύπτομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заслонить

  • 26 защитить

    -щищу, -щитишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. защищенный, βρ: -щён, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. υπερασπίζω, -ομαι, υποστηρίζω προστατεύω•

    защитить свою родину υπερασπίζω την πατρίδα μου•

    защитить диссертацию υποστηρίζω διατριβή•

    защитить слабых и угнетнных υποστηρίζω τους αδύνατους και καταπιεζόμενους.

    || (νομ,) συνηγορώ•

    защитить обвиняемого υπερασπίζω τον κατηγορούμενο,

    2. προφυλάσσω•

    защитить глаза ладонью от солнца προφυλάσσω τα μάτια από το φως του ήλιου με την παλάμη•

    защитить от ветра προφυλάσσω•

    атго τον άνεμο.

    προφυλάσσομαι•

    защитить от неприятеля προφυλάσσομαι από τον εχθρό•

    защитить от холода προφυλάσσομαι από το κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > защитить

  • 27 напор

    α.
    πίεση•

    напор воды πίεση νερού•

    -ветра πίεση του ανέμου•

    под -ом наших войск κάτω από την πίεση των στρατευμάτων μας.

    || δραστηριότητα, επιμονή.

    Большой русско-греческий словарь > напор

  • 28 направление

    ουδ.
    1. κατεύθυνση αποστολή• υποβολή• (κατευθυντήρια): γραμμή πορεία•

    направление главного удара κατεύθυνση του κύριου χτυπήματος•

    направление ветра κατεύθυνση ανέμου•

    в неизвестном -и σε άγνωστη κατεύθυνση•

    менять направление αλλάζω κατεύθυνση.

    2. ροπή• ρους τροπή, (μετά)στροφή. || ρεύμα, τάση•

    либеральное направление φιλελεύθερο ρεύμα•

    реалистическое в искусстве η ρεαλιστική κατεύθυνση στην ίΡεχνη•

    направление журнала η τάση του περιοδικού.

    3. (στρατ.) τομέας του μετώπου•

    на южном -и фронта без перемен στο νότιο τμήμα του μετώπου αμετάβλητη η κατάσταση.

    4. έγγραφο διορισμού, διορισμός φύλλο πορείας, δικαίωμα εισόδου•

    получить направление παίρνω διορισμό•

    направление в дом отдыха φύλλο πορείας για το σπίτι ανάπαυσης.

    Большой русско-греческий словарь > направление

  • 29 незащищённый

    επ.
    απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος, απροφΰλακτος•

    незащищённый от ветра απροστάτευτος από τον άνεμο (ανεμόδαρτος).

    (για τόπους)• αναπεπταμένος, ανοιχτός, ευρύς, διάπλατος.

    Большой русско-греческий словарь > незащищённый

  • 30 определить

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. определенный, βρ: -лен, -лена, -лено.
    1. καθορίζω, προσδιορίζω•

    определить направление ветра προσδιορίζω την κατεύθυνση του άνεμου•

    обязанности каждого καθορίζω τις υποχρεώσεις του καθενός.

    || κάνω διάγνωση•

    определить болезнь κάνω διάγνωση της ασθένειας.

    (μαθ.) βρίσκω, λογαριάζω•

    определить треугольник, угол προσδιορίζω το τρίγωνο, τη γωνία.

    || διασαφηνίζω, διευκρινίζω, ξεδιαλύνω, ξεκαθαρίζω,
    2. χαρακτηρίζω, διατυπώνω, ορίζω, δίνω ορισμό•

    определить искусство δίνω τον ορισμό της Τέχνης.

    3. σημειώνω, διαγράφω•

    определить пунктиром линию раз-рза καθορίζω στικτώς τη γραμμή κοπής.

    4. καθιερώνω. || αποφασίζω, βγάζω απόφαση. || χορηγώ, παρέχω, δίνω. || μτφ. προετοιμάζω, προαποφασίζω, προκαθορίζω.
    5. διορίζω, τοποθετώ• ονομάζω• βάζω•

    его -ли в судьи τον ονόμασαν δικαστή•

    отец -ил сына в сапожника ο πατέρας έβαλε το γιο να μάθει τσαγκάρης.

    1. καθορίζομαι, προσδιορίζομαι• διασαφηνίζομαι, διευκρινίζομαι, ξεδιαλύνομαι, ξεκαθαρίζομαι. || σχηματίζομαι, διαμορφώνομαι πλήρως•

    характер -лся ο χαρακτήρας διαμορφώθηκε πλήρως.

    2. προσανατολίζομαι.
    3. κατατάσσομαι, τοποθετούμαι κρίνομαι• μπαίνω•

    -в военную службу μπαίνω στη στρατιωτική υπηρεσία•

    определить в пехоту κατατάσσομαι στο πεζικό•

    определить в команду корабля πιάνω δουλειά στο καράβι (γίνομαι μέλος του πληρώματος).

    Большой русско-греческий словарь > определить

  • 31 против

    σύνδ.
    1. απέναντι, έναντι, αντίκρυ•

    -дома стоит высокое дерево απέναντι από το σπίτι υπάρχει ψηλό δέντρο.

    2. κατά, προς•

    смотреть против солнца κοιτάζω κατά τον ήλιο.

    || παρά, χωρίς•

    против воли отца παρά τη θέληση του πατέρα•

    против моего желания παρά την επιθυμία μου.

    || ενάντια, αντίθετα, κόντρα•

    ты не дспротив лжен идти против родителей δεν πρέπει να πηγαίνεις ενάντια προς τους γονείς.

    3. αντίθετα•

    плыть против течения πλέω αντίθετα προς το ρεύμα•

    против ветра αντίθετα προς τον άνεμο.

    4. κατά, για•

    лекарство против кашля φάρμακο για το βήχα.

    || κατά, παρά•

    ошибка против языка, против грамматики λάθος γλωσσικό, γραμματικό.

    5. κατά, εναντίον•

    десять шансов против одного δέκα πιθανότητες κατά μιας.

    εκφρ.
    я не против – δεν είμαι ενάντιος, δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > против

  • 32 свист

    α.
    σφύριγμα, σύριγμα•

    пронзительный свист διαπεραστικό σφύριγμα•

    свист ветра το σφύριγμα του ανέμου•

    однообразный свист μονότονο σφύριγμα•

    свист пуль σφύριγμα των σφαιρών•

    художественный свист μελωδικό σφύριγμα.

    Большой русско-греческий словарь > свист

  • 33 сила

    θ.
    1. δύναμη, ρώμη (σωματική)•

    обладать огромной силой έχω τεράστια δύναμη•

    богатырская сила ηράκλεια δύναμη•

    напрячь все силы εντείνω όλες τις δυνάμεις.

    || μτφ. δύναμη πνευματική•

    душевные -ы ψυχικές δυνάμεις•

    умственные -ы πνευματικές δυνάμεις•

    сила характера δύναμη του χαρακτήρα.

    2. βία•

    применять -у χρησιποιώ (μετέρχομαι) βία.

    3. (τεχ.) ισχύς•

    сила машины ισχύς μηχανής•

    падающей вода ισχύς υδατόπτωσης•

    центробежная сила φυγόκεντρη δύναμη•

    сила тяжести η δύναμη του βάρους.

    4. (διάφορες επι μέρους σημασίες)•

    сила государства ισχύς του κράτους•

    сила коллектива η δύναμη της κολλεχτίβας•

    покупательная сила рубля η αγοραστική δύναμη του ρουβλιού•

    сила слова η δύναμη του λόγου•

    сила кисти художника η δύναμη του πινέλου του ζωγράφου•

    сила ветра η δύναμη του ανέμου•

    сила взрыва η δύναμη της έκρηξης•

    неестественная -υπερφυσική δύναμη•

    производственные -ы οι παραγωγικές δυνάμεις•

    рабочая сила εργατική δύναμη (οι εργάτες)•

    движущие -ы κινητήριες δυνάμεις•

    реакционные -ы αντιδραστικές δυνάμεις•

    вооружнные -ы οι ένοπλες δυνάμεις.

    5. ως επιρ. -ами με τις δυνάμεις•

    делать что-то своими -эми κάνω κάτι με τις δικές μου τις δυνάμεις.

    6. (απλ.) πλήθος, σωρεία.
    εκφρ.
    в -у – δύσκολα, μετά βίας•
    в -у чего и -ою чего – λόγω, ένεκα, συνεπεία, δυνάμει•
    в меру сил и по мере сил – στο μέτρο των δυνάμεων, όσο επιτρέπουν οι δυνάμεις•
    от -ы – (απλ.) το πιο πολύ, το περισσότερο, το πολύ•
    ему от -ы 33 лет – αυτός είναι το πιο πολύ 33 χρόνια•
    по -е возможности – κατά το δυνατό•
    под -у кому – ανάλογα με τις δυνάμεις κάποιου•
    с -ой – με έξαρση των δυνάμεων, με όλα τα δυνατά•
    через -у – πάνω από τις δυνάμεις, υπεράνω των δυνάμεων•
    -ою в ή до, от-до – (στρατ.) δύναμη•
    отряд -ою в 50 сабель – τμήμα δύναμης 50 ιππέων•
    всеми -ами – με όλες τις δυνάμεις•
    взять -уκ. войти в -у παίρνω δύναμη (ισχύ), μπαίνω σε ισχύ•
    пробовать -ы – δοκιμάζω τις δυνάμεις• (быть) в -е α) έχω ακόμα δυνάμεις (σωματικές ή πνευματικές), β) είμαι δυνατός, γ) είμαι στη φούρια, στο φόρτε, στο ζενίθ•
    быть в -ах ή в -е – είμαι σε θέση, έχω τη δύναμη•
    выше чьих сил – παραπάνω από τις δυνάμεις κάποιου•
    сил нет как ή до чего – (απλ.) δε μπορώ να σας διηγηθώ πώς ή πόσο (εξαιρετικά, πάρα πολύ)•
    что есть -ы – όσες δυνάμεις έχω•
    в -у закона – βάσει ή δυνάμει του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > сила

  • 34 трясти

    трясу, трясёшь, παρλθ. χρ. тряс, -ла, -ло
    ρ.δ.
    1. σείω, κουνώ, τινάζω•

    трясти ковр τινάζω το χαλί•

    трясти яблоню τινάζω τη μηλιά•

    трясти муку из мешка τινάζω το αλεύρι από το τσουβάλι.

    2. τραντάζω, ανατινάσσω• συγκλονίζω•

    нас сильно -ло в телеге μας τράνταξε δυνατά το κάρο.

    || κουνώ, ταλαντεύω•

    -ногу κουνώ το πόδι•

    трясти головой κουνώ το κεφάλι•

    трясти хвостом κουνώ την ουρά.

    3. κάνω να τρέμει, να ριγεί•

    его -ст лихорадка τον ταράζει ο πυρετός•

    его -ст от страха αυτός τρέμει από το φόβο.

    1. κουν ιέμαι, σείομαι• ταλαντεύομαι•

    деревья -утся от ветра τα δέντρα κουνιούνται από τον άνεμο•

    голова -тся от старости το κεφάλι παρανεύει από τα γεράματα.

    2. τρέμω•

    руки -утся τα χέρια τρέμουν•

    трясти от холода τρέμω από το κρύο•

    от страха τρέμω από το φόβο.

    || φοβούμαι πολύ•

    трясти над ребнком τρέμω για το παιδάκι(μήπως πάθει κακό).

    || τσιγκουνεύομαι πολύ•
    3. τραντάζομαι•

    трясти в тележке τραντάζομαι στο κάρο.

    Большой русско-греческий словарь > трясти

  • 35 усиление

    ουδ.
    δυνάμωμα, ενίσχυση, ισχυροποίηση, κραταίωση• ένταση•

    усиление ветра δυνάμωμα του άνεμου•

    усиление обороны ενίσχυση της άμυνας.

    || χειροτέρευση• όξυνση•

    усиление болезни χειροτέρευση της ασθένειας•

    усиление противоречий όξυνση των αντιθέσεων.

    Большой русско-греческий словарь > усиление

  • 36 шевелить

    -велю, -велишь
    ρ.δ.
    1. μ. κινώ, κουνώ, σαλεύω, σείω•

    ветер -ит сучья деревьев ο άνεμος κουνά τα κλαδιά των δέντρων.

    || ανακατώνω, αναστρέφω, αναποδογυρίζω, ανασκαλίζω•

    шевелить соко αναστρέφω το χόρτο (για να ξεραθεί)•

    шевелить угли в печке ανασκαλίζω τα κάρβουνα στη θερμάστρα.

    2. μτφ. ανακινώ, αναδεύω• διεγείρω• κινώ, βάζω σε κίνηση•

    старые воспоминания ανακινώ παλαιές αναμνήσεις•

    он такой вялый; надо его шевелить είναι τόσο νωθρός, που πρέπει συχνά να τον τσινάς.

    3. θροώ, θροϊζω.
    1. κινούμαι, κουνιέμαι•

    листья -лятся от ветра τα φύλλα κουνιούνται από τον άνεμο•

    в строю шевелить нельзя στη σύνταξη δεν επιτρέπεται η κίνηση•

    он ещё не умер, -ится αυτός ακόμα δεν πέθανε, κουνιέται.

    2. μτφ. αναδεύομαι, ανακινούμαι, διεγείρομαι. || ταράσσομαι, αρχίζω να αντιδρώ.
    3. (προστκ.)
    ись
    -йтесь (παρότρυνση για δράση) κουνήσου, κουνηθείτε.
    εκφρ.
    - ятся деньгиπαλ. υπάρχουν χρήματα.

    Большой русско-греческий словарь > шевелить

  • 37 шум

    -а (-у) α.
    1. θόρυβος, βουή, τύρβη, αχός•

    лёгкий шум ελαφρός (σιγανός) θόρυβος•

    большой шум слышится μεγάλος θόρυβος ακούεται•

    ветра η βουή του άνεμου•

    шум волн η βουή των κυμάτων.

    || κρότος•

    шум шагов ο κρότος των βημάτων, το ποδοβολητό.

    || οχλοβοή, οχλαγωγία, χλαλοή• χάβρα. || φασαρία, φωνές.
    2. συζήτηση ζωηρή• ντόρος•

    много -а от ничего πολύς θόρυβος για το τίποτε.

    3. θρόισμα, θρος•

    листьев το θρόισμα των φύλλων.

    εκφρ.
    в голове – βούισμα στο κεφάλι•
    шум в ушах – βούισμα στ αυτιά.

    Большой русско-греческий словарь > шум

См. также в других словарях:

  • Ветра (футбольный клуб — Ветра (футбольный клуб, Вильнюс) Ветра Полное название Futbolo Klubas Vėtra Основан 1996 Стадион …   Википедия

  • Ветра — Ветра: Ветра  в балтийских верованиях  обожествлённый ветер. Внезапно поднявшийся сильный ветер всегда связывался с чем то недобрым  внезапная смерть, война. Ветра (футбольный клуб) Ветра (хоккейный клуб) …   Википедия

  • Ветра, Гундарс — Гундарс Ветра Завершил карьеру Форвард Рост: 195 см Гражданство …   Википедия

  • Ветра (хоккейный клуб) — лит. Vėtra Vilnius Город …   Википедия

  • Ветра Гундарс — Спортивные награды Баскетбол Чемпионаты мира Серебро Буэнос Айрес 1990 Чемпионаты Европы Бронза СФРЮ 1989 Гундарс Ветра (род. 22 мая 1967, Вентспилс, Латви …   Википедия

  • Ветра (футбольный клуб, Вильнюс) — Ветра Полное название Futbolo Klubas Vėtra Основан 1996 Стадион Ветра Вместимость …   Википедия

  • Ветра (футбольный клуб) — У этого термина существуют и другие значения, см. Ветра. Ветра …   Википедия

  • Ветра, Варис — Варис Ветра Varis Vētra Дата рождения: 22 марта 1955(1955 03 22) (57 лет) Место рождения: Рига Гражданство …   Википедия

  • Ветра персставом не переймешь. — см. Веером тумана не разгонишь …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Курс относительно ветра — Левый галс румбы градусы курс 1 0 Левентик 2 …   Википедия

  • Курс судна относительно ветра — Курс судна относительно ветра  угол между направлением ветра и диаметральной плоскостью судна, то есть курсовой угол на точку горизонта, откуда дует ветер, выражающийся в угловых градусах или румбах. В зависимости от величины этого угла курсы… …   Википедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»