Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

поліції

  • 121 скрипеть

    -шло, -пишь
    ρ.δ.
    1. τρίζω•

    пол -ит το πάτωμα τρίζει•

    скрипеть зубами τρίζω τα δόντια•

    скрипеть легко υποτρίζω, σιγοτρίζω.

    || μιλώ ηχηρά.
    2. μτφ. ψοφοζώ, κακ,οζω, ίσια-ίσια που κρατιέμαι στη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > скрипеть

  • 122 скрипучий

    επ., βρ: -пуч, -а, -е
    που τρίζει•

    скрипучий снег χιόνι που τρίζει (με το πάτημα)•

    скрипучий пол πάτωμα που τρίζει.

    || με κραδασμούς•

    -голос κραδαίνουσα φωνή.

    Большой русско-греческий словарь > скрипучий

  • 123 составить

    -влю, -вишь ρ.σ.μ.
    1. παραθέτω, παρατάσσω, βάζω δίπλα, μαζί•

    составить стулья в угол βάζω, κακτοποιώ τα καθίσματα στη γωνία.

    || συνενώνω, φέρω κοντά, πλησιάζω.
    2. φτιάχνω, κάνω, κατασκευάζω• εκτελώ• συνθέτω• ενώνω, συντάσσω•

    составить лестницу φτιάχνω σκάλα•

    составить узор φτιάχνω διάκοσμο•

    составить лекарство φτιάχνω φάρμακο•

    составить план φτιάχνω πλάνο,

    4. (κυρλξ. κ. μτφ) σχηματίζω, συγκροτώ• δημιουργώ• αποκτώ•

    хор συγκροτώ χορωδία•

    составить новое правительство σχηματίζω νέα κυβέρνηση•

    составить карьеру κάνω καριέρα•

    составить себе имя δημιουργώ όνομα•

    составить мнение σχηματίζω γνώμη•

    составить себе представление σχηματίζω αντίληψη (εικόνα)•

    ученики -ли предложения οι μαθητές έκαμαν προτάσεις.

    5. αποτελώ•

    это не -ит препятствие αυτό δε θα αποτελέσει εμπόδιο•

    это не -ит большого труда αυτό δε θα απαιτήσει μεγάλο κόπο,

    6. κατεβάζω•

    составить цветы с подоконника на пол κατεβάζω τα λουλούδια από το κατώφλι του παραθυριού στο πάτωμα.

    1. σχηματίζομαι, γίνομαι, δημιουργούμαι.
    2. συγκροτούμαι, ιδρύομαι• οργανώνομαι.
    3. αποτελούμαι κλπ. ρ.μ.

    Большой русско-греческий словарь > составить

  • 124 спустить

    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω• αφήνω• ρίχνω•

    спустить рабочих в шахту κατεβάζω τους εργάτες στο ορυχείο•

    спустить занавеску κατεβάζω την κουρτίνα•

    спустить ведро в колодец ρίχνω το κουβά στο πηγάδι•

    спустить ребнка с рук на пол αφήνω (αποθέτω) το παιδάκι στο πάτωμα•

    спустить флаг κατεβάζω τη σημαία.

    || σπρώχνω, ρίχνω κάτω, γκρεμίζω•

    спустить кого–нибудь с лестницы γκρεμίζω κάποιον από τη σκάλα.

    || μτφ. μεταφέρω (στους υποδεέστερους)•

    спустить директивы κατεβάζω τις οδηγίες.

    2. χαμηλώνω•

    спустить знамна над гробом υποστέλλω τις σημαίες πάνω από το φέρετρο.

    || κατεβάζω λίγο, χαμηλώνω κατά τι•

    спустить чулки κατεβάζω λίγο τις κάλτσες.

    3. απελευθερώνω, τραβώ, πατώ•

    спустить курок πατώ τη σκαντάλη•

    собаку с цепи λύνω το σκυλί.

    4. αφήνω να διαρεύσει (για υγρά, αέρια). || αδειάζω, εκκενώνω. || αδυνατίζω, χάνω την ελαστικότητα.
    5. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω•

    спустить уровень воды κατεβάζω τη στάθμη του νερού.

    || ξεπέφτω, χάνω από το βάρος, αδυνατίζω•

    спустить несколько килограммов αδυνατίζω μερικά κιλά.

    6. φέρνομαι επιεικά, δείχνω συγκαταβατικοτητα, συγχωρώ.
    7. καταναλώνω, πουλώ. || χάνωστα χαρτιά.
    εκφρ.
    спустить жир – διώχνω, αποβάλλωτο πάχος (αδυνατίζω, ξεπέφτω)•
    спустить петлю – α) αφήνω θηλιά (κατά το πλέξιμο), β) βγάζω τις θηλιές•
    спустить петли – στενεύω, μαζεύω (λιγοστεύοντας τις θηλιές)•
    спустить судно – α) καθέλκω, -κύω σκάφος, β) κατεβάζω στο νερό από το πλοίο (βάρκα κ.τ.τ.) спустить шкуру μαστιγώνω γερά•спуститьтя рукава (делать) κάνω όπως-όπως (κακότεχνα).
    1. κατέρχομαι, κατεβαίνω•

    спустить с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    спустить в овраг κατεβαίνωστη χαράδρα•

    шторы -лись τα στορ κατέβηκαν (έκλεισαν).

    || πλέω προς τα κάτω.
    2. κατεβαίνω, κάθομαι (για πτηνά)• προσγειώνομαι (γιααεροπλάνο). || μτφ. επικάθομαι, πέφτω•

    туман спуститьлся на болото ομίχλη έπεσε στο βάλτο.

    || χαμηλώνω. || μτφ. ξεπέφτω (ηθικά), κατρακυλώ. || απελευθερώνομαι, πέφτω•

    курок -лся ο επικρουστήρας έπεσε.

    || ξεπέφτω, ξεφεύγω από τη θέση, κατεβαίνω λιγάκι•

    юбка -лась η φούστα ξέπεσε λίγο.

    3. υποβιβάζομαι.
    4. ελαττώνομαι, μειώνομαι, λιγοστεύω•

    температура -лась η θερμοκρασία ελαττώθηκε.

    εκφρ.
    спустить о облаков – κατεβαίνω από τα σύννεφα (προσαρμόζομαι στην πραγματικότητα, προσγειώνομαι).

    Большой русско-греческий словарь > спустить

  • 125 ставить

    ставлю, ставишь
    ρ.δ.μ.
    1. στήνω ορθό•

    ставить на ноги στήνω στα πόδια.

    2. βάζω, θέτω τοποθετώ•

    ставить посуду на стол βάζω τα σκεύη στο τραπέζι•

    ставить на пост τοποθετώ στο πόστο•

    ставить к станку τοποθετώ στη μηχανή (για δουλειά).

    || διορίζω•

    ставить нового завхоза διορίζω νέο διαχειριστή.

    || εγκατασταίνω•

    ставить на квартиру εγκατασταίνω σε δ ιαμέρ ισμα.

    || μτφ. φέρω, οδηγώ•

    ставить в неловкое положение φέρω σε δύσκολη κατάσταση.

    3. στήνω•

    ставить телеграфные столбы στήνω (βάζω) τηλεγραφικούς στύλους•

    ставить лестницу к стене στερεώνω τη σκάλα στον τοίχο•

    ставить книги в шкаф βάζω ορθά τα βιβλίαστη βιβλιοθήκη.

    || δίνω προσφέρω•

    ему всегда ставят кресло αυτού πάντοτε του προσφέρουνπολυθρόνα (να καθίσει)•

    им -ьте пол-литра βάλτε τους (κεράστε τους) μισό κιλό βότκα.

    4. μτφ. παραλληλίζω, παραβάλλω, συγκρίνω.
    5. (χαρτπ.) ποντάρω. || μετακινώ•

    ставить часы βάζωτο ωρολόγι (μετακινώ τους δείκτες).

    6. βάζω•

    ставить паруса βάζω πανιά•

    ставить подпись βάζω υπογραφή•

    ставить знаки препинания βάζω αποσιωπητικά.

    || επιθέτω•

    ставить компресс βάζω κομπρέσα•

    ставить горчичники βάζω συναπισμό•

    ставить пиявки βάζω βδέλλες•

    ставить печать βάζω σφραγίδα.

    7. οικοδομώ, φτιάχνω•

    ставить избу φτιάχνω ίζμπα (ξυλόσπιτο)•

    ставить мельницу φτιάχνω μύλο.

    8. κανονίζω, ρυθμίζω• οργανώνω. || διεξάγω, κάνω, πραγματοποιώ•

    ставить опыты κάνω πειράματα•

    ставить оперу ανεβάζω μελόδραμα.

    9. προτείνω•

    ставить вопрос на обсуждение βάζω το ζήτημα για συζήτηση•

    ставить резолюцию на голосование βάζω την απόφαση σε ψηφοφορία.

    10. θεωρώ, λογίζω, παίρνω ως•

    ставить в вину θεωρώ ένοχο (φταίχτη)•

    ставить своей задачей βάζω ως καθήκον μου.

    || σε συνδυασμό με μερικά ουσ. και μαζί με προθέσεις αποδίδεται και με σημ. αποτο ουσιαστικό: -под контроль βάζω υπο έλεγχο (ελέγχω)•

    ставить в связь συνδέω.

    εκφρ.
    ставить диагноз – κάνω διάγνωση (ασθένειας)- ставить крест на ком-чём οριστικά κ. αμετάκλιτα, βάζω τελεία και παύλα•
    ставить рекорд – κατακτώ ρεκόρ•
    ставить самовар – βάζω το σαμοβάρι(να βράσει το νερό)•
    ставить термометр ή градусник – βάζω το θερμόμετρο•
    ставить тесто – βάζω το ζυμάρι να γίνει•
    ставить хлебы, пироги – βάζω ζυμάρι για ψωμιά, πίτες•
    ставить на своё место – βάζω στη θέση (συμμορφώνω)•
    ставить себя на чь место – βάζω τον εαυτό μου στη θέση κάποιου (προσποιούμαι τον...)- ставить вопрос ребром βάζω το ζήτημα ορθά-κοφτά•
    ставить последнюю копейку ребром – ξοδεύω μάταια κ. το τελευταίο καπίκι•
    ставить знак равенства между кем-чем – εξισώνω, βάζω στην ίδια μοίρα με, παρομοιάζω με.
    μπαίνω, τοποθετούμαι, τίθεμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    ставлю, ставишь
    ρ.δ. κ. παλ. εφοδιάζω, προμηθεύω.
    εφοδιάζομαι., προμηθεύομαι..

    Большой русско-греческий словарь > ставить

  • 126 топтать

    топчу, топчешь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. топтанный, βρ: -тан, -а, -о
    ρ,δ.μ.
    1. ποδοπατώ, τσαλαπατώ•

    топтать траву ποδοπατώ το χορτάρι.

    || λερώνω με τα πόδια, με τα παπούτσια•

    топтать пол πατώντας λερώνω το πάτωμα.

    || (για υποδήματα) στραβοπατώ. || βαδίζω.
    2. πατώ•

    раненых -ли конями τους τραυματίες τους πατούσαν με τα άλογα.

    || μτφ. διαρπάζω, λεηλατώ.
    3. πιέζω, θλίβω•

    топтать виноград πατώ τα σταφύλια.

    || ανακατεύω•

    топтать глину πατώ τον πηλό.

    4. βλ. спариться:
    εκφρ.
    топтать в грязи – κυλώ στο βούρκο• κατασυκοφαντώ• ποδοπατώ την αξιοπρέπεια, ξευτελίζω, κουρελιάζω, ρεζιλεύω•
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω).
    1. ποδοπατιέμαι, τσαλαπατιέμαι. || λερώνομαι με το ποδοπάτημα.
    2. (για υποδήματα) στραβοπατιέμαι.
    3. πιέζομαι, θλίβομαι.
    4. κάνω βήμα σημειωτό. || στριφογυρίζω στο ίδιο μέρος.
    5. είμαι, βρίσκομαι. || παρευρίσκομαι.
    εκφρ.
    топтать на месте – κάνω βήμα σημειωτό (δεν προοδεύω, δεν αναπτύσσομαι).

    Большой русско-греческий словарь > топтать

  • 127 точка

    θ.
    1. στίξη, στιγμή,
    μτφ. σημαδάκι.
    2. (γραμμ.) η τελεία.
    3. σημείο, μέρος•

    точка пересечения σημείο τομής ή διασταύρωσης•

    точка касания дуги с прямой το σημείο επαφής του τόξου με την ευθεία•

    точка опоры το. σημείο στήριξης•

    точка попадания снарядов σημείο πτώσης των βλημάτων•

    наивысшая точка το υψηλότερο σημείο•

    пулемтная точка φωλιά πολυβόλου•

    торговая точка μαγαζί• περίπτερο.

    || όριο•

    кипения σημείο βρασμού (ζέσης)•

    точка плавл-ния σημείο τήξης•

    точка замерзания σημείο ψύξης.

    4. ω? κατήγ. τέλος, φτάνει•

    ещё пол часа поработаю и -! ακόμα μισή ώρα θα δουλέψω και τελειώνω.

    5. τέλος, θάνατος, χαμός.
    εκφρ.
    дветочкаи – η διπλή τελεία (:)• точка с запятой η άνω τελεία στα ρωσικά (;) точка в -у απόλυτη ακρίβεια, ίσα-ίσα, ακριβής σύμπτωση•
    до -и (дойти, довести) – στο έπακρο• στο αμήν•
    доточкаи (знать, видеть) – λεπτομερέστατα, με κάθε λεπτομέρεια•
    ставит -у – βάζω τελεία και παύλα (βάζω οριστικό τέρμα)•
    ставить -у, -и на ή над – (προεπαναστατικά)• α) διευκρινίζω λεπτομερέστατα, β) οδηγώ σε λογικό συμπέρασμα•
    попасть в (самую) -у – α) βρίσκω το στόχο στο κέντρο, β) μαντεύω ακριβώς ή λέγω κάτι πολύ πετυχημένο•
    смотреть (глядть) вод-ну -у – καρφώνω το μάτι σ ένα σημείο.
    θ.
    1. τρόχισμα, ακόνισμα.
    2. τόρνευση. || σκάλισμα, λάξευση.

    Большой русско-греческий словарь > точка

  • 128 тренировочный

    επ.
    της προπόνησης, της εξάσκησης•

    -ые упражнения ασκήσεις προπόνησης•

    -ая площадка γυμναστήριο• στίβος•

    тренировочный полёт εκπαιδευτική πτήση.

    Большой русско-греческий словарь > тренировочный

См. также в других словарях:

  • полёт — полёт, а …   Русский орфографический словарь

  • Політа — Іполіт …   Словник лемківскої говірки

  • полёт — сущ., м., употр. сравн. часто Морфология: (нет) чего? полёта, чему? полёту, (вижу) что? полёт, чем? полётом, о чём? о полёте; мн. что? полёты, (нет) чего? полётов, чему? полётам, (вижу) что? полёты, чем? полётами, о чём? о полётах 1. Полётом… …   Толковый словарь Дмитриева

  • Пол — Пол  многозначное понятие: В Викисловаре есть статья «пол» Пол (настил)  нижнее покрытие, настил в доме, помещении. Пол …   Википедия

  • ПОЛ — 1. ПОЛ1, пола, полу, о поле, на полу и в полу, мн. полы, муж. Нижний настил внутри помещения, по которому ходят и на который ставят мебель, в отличие от стен и потолка. Деревянный, каменный, асфальтовый пол. Книга упала на пол. Собака лежит на… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПОЛ — 1. ПОЛ1, пола, полу, о поле, на полу и в полу, мн. полы, муж. Нижний настил внутри помещения, по которому ходят и на который ставят мебель, в отличие от стен и потолка. Деревянный, каменный, асфальтовый пол. Книга упала на пол. Собака лежит на… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПОЛ — 1. ПОЛ1, пола, полу, о поле, на полу и в полу, мн. полы, муж. Нижний настил внутри помещения, по которому ходят и на который ставят мебель, в отличие от стен и потолка. Деревянный, каменный, асфальтовый пол. Книга упала на пол. Собака лежит на… …   Толковый словарь Ушакова

  • пол — 1. ПОЛ1, пола, полу, о поле, на полу и в полу, мн. полы, муж. Нижний настил внутри помещения, по которому ходят и на который ставят мебель, в отличие от стен и потолка. Деревянный, каменный, асфальтовый пол. Книга упала на пол. Собака лежит на… …   Толковый словарь Ушакова

  • пол — 1. ПОЛ1, пола, полу, о поле, на полу и в полу, мн. полы, муж. Нижний настил внутри помещения, по которому ходят и на который ставят мебель, в отличие от стен и потолка. Деревянный, каменный, асфальтовый пол. Книга упала на пол. Собака лежит на… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПОЛ — 1. ПОЛ1, пола, полу, о поле, на полу и в полу, мн. полы, муж. Нижний настил внутри помещения, по которому ходят и на который ставят мебель, в отличие от стен и потолка. Деревянный, каменный, асфальтовый пол. Книга упала на пол. Собака лежит на… …   Толковый словарь Ушакова

  • ПОЛ — 1. ПОЛ1, пола, полу, о поле, на полу и в полу, мн. полы, муж. Нижний настил внутри помещения, по которому ходят и на который ставят мебель, в отличие от стен и потолка. Деревянный, каменный, асфальтовый пол. Книга упала на пол. Собака лежит на… …   Толковый словарь Ушакова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»