Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

полчаса

  • 1 полчаса

    полчаса η μισή ώρα· за \полчаса σε μισή ώρα· за \полчаса до... μισή ώρα πριν από...
    * * *
    η μισή ώρα

    за по́лчаса — σε μισή ώρα

    за по́лчаса до… — μισή ώρα πριν από…

    Русско-греческий словарь > полчаса

  • 2 полчаса

    полчаса
    м ἡ μισή ὠρα:
    за \полчаса σέ μισή ὠρα.

    Русско-новогреческий словарь > полчаса

  • 3 полчаса

    -часа α. μισή ώρα, μισάωρο, ημίωρο•

    через полчаса μετά από μισή ώρα•

    в полчаса добежал до дому σε μισή ώρα έφτασα τρέχοντας στο σπίτι•

    около полчаса περίπου μισή ώρα•

    полчаса уже пробило μισή ώρα πιά σήμανε (χτύπησε).

    Большой русско-греческий словарь > полчаса

  • 4 полчаса

    το μισάωρο, το ημίωρο, η μισή ώρα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > полчаса

  • 5 ходьба

    ходьба ж το βάδισμα, το περπάτημα· полчаса \ходьбаы μισή ώρα περπάτημα; спортивная \ходьба (το) βάδην
    * * *
    ж
    το βάδισμα, το περπάτημα

    полчаса́ ходьбы́ — μισή ώρα περπάτημα

    спорти́вная ходьба́ — (το) βάδην

    Русско-греческий словарь > ходьба

  • 6 походить

    походить I
    сов (некоторое время) βαδίζω, περπατώ:
    \походить с полчаса περπατώ μισή ὠρα.
    походить II
    несов (быть похожим) (ό)μοιάζω, εἶμαι ὀμοιος:
    \походить на отца μοιάζω τοῦ πατέρα μου.

    Русско-новогреческий словарь > походить

  • 7 пробрить

    ρ.σ.μ.
    1. ξυρίζω ενδιάμεσα.
    2. ξυρίζω (ένα χρον. διάστημα).
    ξυρίζομαι (σε ένα χρον. διάστημα)•

    полчаса я -лся μισή ώρα ξυραφίστηκα.

    Большой русско-греческий словарь > пробрить

  • 8 продержать

    ρ.σ.μ.
    1. κρατώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    полчаса он -ал ребнка на руках μισή ώρα αυτός κράτησε το παιδάκι στα χέρια•

    его -ли два месяца в больнице τον κράτησαν δυο μήνες στο νοσοκομείο.

    2. διατηρώ•

    она -ла письмо три месяца αυτή κράτησε το γράμμα τρεις μήνες.

    κρατιέμαι•

    несколько минут он -лся на одной руке μερικά λεπτά αυτός κρατήθηκε με το ένα χέρι•

    рота -лась до прибытия подкрепления ο λόχος κράτησε ώσπου να έρθει ενίσχυση.

    || διατηρούμαι•

    краска -лась ещё долго το χρώμα.κράτησε ακόμα πολύ (χρόνο).

    || παραμένω•

    корабль -лся на воде только час το καράβι παρέμεινε στην επιφάνεια μόνο μια ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > продержать

  • 9 прокипеть

    -пит
    ρ.σ.
    1. βράζω•

    суп -ел η σούπα έβρασε.

    2. βράζω (για ένα χρον. διάστημα)•

    прокипеть полчаса βράζω μισή ώρα.

    Большой русско-греческий словарь > прокипеть

  • 10 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 11 уделить

    -лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. уделенный, βρ: -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ. δίνω μερίδιο• ξεχωρίζω• βγάζω• παραχωρώ• χορηγώ•

    уделить собаке кусок хлеба δίνω στο σκυλί ένα κομμάτι ψωμί•

    уделить из бюджета сумму на что-н. χορηγώ από τον προύπολογισμό ένα ποσό για κάτι.

    || δίνω•

    -йте мне полчаса αφιερώστε για μένα μισή ώρα (χρόνο)•

    -ите этому внимание δόστε σ αυτό προσοχή.

    Большой русско-греческий словарь > уделить

  • 12 хорошо

    επίρ.
    1. καλά•

    он работает хорошо αυτός εργάζεται καλά•

    моя сестра хорошо пот η αδερφή μου τραγουδά καλά•

    писать хорошо γράφω καλά (ωραία)•

    чувствовать себя хорошо αισθάνομαι τον εαυτό μου καλά•хорошо вести себя φέρνομαι καλά•

    одевать хорошо ντύνομαι καλά•

    жить хорошо ζω καλά.

    2. ως κατηγ. είναι καλά•

    хорошо на улице είναι καλά έξω•, что он сегодня придёт είναι καλά που θα έρθει σήμερα.

    3. μόριο επιβεβαιωτικό• καλά•

    я приду через полчаса хорошо? θα έρθω μετά από μισή ώρα, καλά; || ας είναι, ας γίνει έτσι, καλά (σύμφωνος).

    || μόριο απειλητικό• καλά (θα δεις, θυμήσου το κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > хорошо

  • 13 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

См. также в других словарях:

  • полчаса — полчаса …   Орфографический словарь-справочник

  • полчаса — полчаса/ …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • ПОЛЧАСА — ПОЛЧАСА, муж., см. пол…1 в 1 знач. Половина часа, промежуток времени в тридцать минут. «Одна заря сменить другую смешит, дав ночи полчаса.» Пушкин. «Глядел на мужа с полчаса.» Пушкин. За полчаса до отхода поезда. Через полчаса начнут. В полчаса… …   Толковый словарь Ушакова

  • полчаса — в функции словосочетания, употр. часто Полчаса это половина часа, тридцать минут. Часы бьют каждые полчаса. | Магазин в получасе ходьбы от дома. | Прошло полчаса. | Они шли около получаса. | Мне понадобится примерно полчаса, чтобы собраться в… …   Толковый словарь Дмитриева

  • ПОЛЧАСА — ПОЛЧАСА, получаса и (разг.) полчаса, в других косвенных падежах только с полу..., муж. (согласуется так же, как полвека). Половина часа, тридцать минут. Нет свободного получаса. Эти п. решающие. Прошло п. Прошли (пройдут) п. Отсчитано п.… …   Толковый словарь Ожегова

  • полчаса — (неправильно полчаса), род. получаса и допустимо полчаса …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • ПОЛЧАСА — ПОЛЧАСА, полшеста, пол и пр. см. пола. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • полчаса — тридцать минут, получас, полчасика Словарь русских синонимов. полчаса сущ., кол во синонимов: 3 • получас (2) • …   Словарь синонимов

  • полчаса — получаса и (разг.) полчаса; м. Половина часа, тридцать минут. Часы бьют каждые п. Эти п. решающие. Встретимся через п. Прошло, прошли п. Отсчитали последние п. Шли около получаса. В получасе езды, ходьбы от дома. Нет свободного получаса. П.… …   Энциклопедический словарь

  • Полчаса — м. Отрезок времени в тридцать минут; половина часа. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • полчаса — получа/са и; (разг.); полчаса/; м. см. тж. получасовой Половина часа, тридцать минут. Часы бьют каждые полчаса/. Эти полчаса/ решающие. Встретимся через полчаса/. Прош …   Словарь многих выражений

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»