Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

охоту

  • 1 выйти

    выйду, выйдешь, παρλθ. χρ. вышел, -шла, -шло, προστκ. выйди, μτχ. παρλθ. χρ. вышедший, επίρ. μτχ. выйдя ρ.σ.
    1. βγαίνω έξω, εξέρχομαι•

    выйти из дому βγαίνω άπο το σπίτι•

    выйти из окружения βγαίνω από τον κλοιό•

    выйти на улицу βγαίνω έξω• βγαίνω στο δρόμο•

    выйти на охоту πηγαίνω κυνήγι•

    выйти на прогулку βγαίνω περίπατο•

    выйти на сцену βγαίνω στη σκηνή•

    выйти на дорогу στο δρόμο•

    выйти на добычу εξέρχομαι προς οίγραν (για κυνήγι).

    || μτφ. τίθεμαι εκτός, εξέρχομαι, βγαίνω•

    выйти из боя βγαίνω.εκτός μάχης•

    выйти из игры βγαίνω από το παιγνίδι (χάνω)•

    выйти из больницы βγαίνω από το νοσοκομείο, παίρνω εξιτήριο•

    выйти из школы τελειώνω το σχολείο, αποφοιτώ από το σχολείο•

    выйти на работу πηγαίνω στη δουλειά.

    || φυτρώνω•

    -шла кукуруза φύτρωσε το καλαμπόκι.

    || μτφ. απαλλάσσομαι•

    выйти из долгов βγαίνω από τα χρέη, ξεχρεώνομαι.

    || μτφ. χάνω•

    выйти из терпения χάνω την υπομονή.

    || βγαίνω•

    выйти из употребления αχρηστεύομαι•

    выйти из себя βγαίνω από τον εαυτό μου, γίνομαι έξω φρενών.

    2. εκδίδομαι•

    -шел первый номер журнала βγήκε το πρώτο νούμερο του περιοδικού.

    3. αναδείχνομαι•

    выйти победителем βγαίνω νικητής.

    4. φτάνω το όριο•

    он ростом не -шел αυτός δεν βγήκε στο ανάστημα.

    5. γίνομαι, προκύπτω, αποβαίνω•

    из него -шел прекрасный работник αυτός έγινε θαυμάσιος εργατοτεχνίτης•

    из этого отреза выйдет два костюма απ’ αυτό το κομμάτι υφάσματος θα βγουν δυό κοστούμια.

    6. προέρχομαι, πηγάζω, προκύπτω•

    от свда вышли все недоразумения απ’ εδώ προέκυψαν όλες οι παρεξηγήσεις.

    7. προέρχομαι, κατάγομαι•

    он -шел из народа αυτό βγήκε από το λαό, είναι λαογένητος.

    8. εξέρχομαι•

    -из войны βγαίνω από τον πόλεμο.

    9. Μέ τη λ. замуж παντρεύομαι•

    она -шла замуж αυτή παντρεύτηκε.

    10. ξοδεύω, δαπανώ, καταναλώνω•

    за месяц -шло около кубаметра дров το μήνα μου πήγε περίπου ένα κυβικό καυσόξυλα.

    || τελειώνω, περνώ•

    -шел срок τέλειωσε η προθεσμία.

    εκφρ. выйти на пенсию βγαίνω (πηγαίνω) στη σύνταξη• выйти из берегов πλημμυρίζω, ξεχειλίζω• выйти из возраста ξεπερνώ το όριο ηλικίας• выйти из головы (ума, памяти) ξεχνώ, λησμονώ• выйти из доверия χάνω την εμπιστοσύνη κάποιου, δε χαίρω εμπιστοσύνης• выйти из положения βγαίνω από δύσκολη κατάσταση• выйти из пределов ή границ ξεπερνώ τα όρια• выйти из-под пера ή из-под кисти кого είμαι έργο του συγγραφέα, του καλλιτέχνη• выйти наружу φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα• не -шел чем δεν έγινε όπως περιμένονταν умом не -шел δεν του φτάνει, είναι λίγο κουτός• года -шли α) τα χρόνια ήρθαν(ωρίμασε), β) τα χρόνια πέρασαν (το κανονικό όριο).

    Большой русско-греческий словарь > выйти

  • 2 отбить

    отобью, отобьшь, προστκ. отбей; ρ.σ.μ.
    1. αποσπώ χτυπώντας, θραύω, σπάζω•

    он -ил руку у статуи αυτός έσπασε το χέρι του αγάλματος.

    2. αποκρούω•

    отбить мяч рукой αποκρούω το τόπι με το χέρι•

    отбить нападение αποκρούω επίθεση•

    отбить неприятеля αποκρούω τον εχθρό.

    3. αποσπώ βίαια• ξαναπαίρνω. || χωρίζω, αποχωρίζω (από το σύνολο).
    4. παίρνω, αποσπώ.
    5. εξαλείφω, διώχνω, αποβάλλω. || καταστρέφω, χαλνώ, κόβω•

    отбить настроение χαλνώ τη διάθεση•

    отбить охоту κόβω την όρεξη.

    || στερώ της επιθυμίας για κάτι•

    дожди -ли нас от всех работ οι βροχές μας σταμάτησαν απ όλες τις δουλειές.

    6. χτυπώ, σημειώνω, σημαίνω με χτύπους, κωδωνισμούς. || μεταδίδω•

    отбить телеграмму μεταδίνω τηλεγράφημα (χτυπώντας στη συσκευή).

    || βλάπτω, κο.υράζω, προξενώ πόνο χτυπώντας•

    отбить лндони πονούν οι παλάμες από την κρούση•

    отбить ноги κουράζω τα πόδια.

    7. ισιάζω, οξύνω με σφυρηλατήματα.
    8. (διαλκ.) ξεχωρίζω μετρώντας.
    9. χτυπώ γραμμή•

    отбить ниткой линию χτυπώ γραμμή με την κλωστή.

    10. σταματώ, παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμά-μάτησε (έπαυσε να χτυπά).

    1. σπάζω, θραύομαι με χτυπήματα.
    2. αποκρούω.
    (απλ.) απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    3. ξεκόβομαι, αποκόβομαι μένω πίσω•

    отбить от отряда ξεκόβομαι από το τμήμα•

    корова -лась от стада η αγελάδα ξεκόπηκε από το κοπάδι.

    4. ξεκόβω, παύω να ασχολούμαι, να κάνω κάτι.
    εκφρ.
    отбить от дома – ξεκόβω από το σπίτι (σπάνια πηγαίνω)•
    отбить от рук – ξεφεύγω από τα χέρια (την κηδεμονία).

    Большой русско-греческий словарь > отбить

  • 3 право

    -а, πλθ.ουδ.
    1. δικαίωμα•

    избирательное право εκλογικό δικαίωμα•

    гражданские -а τα πολιτικά δικαιώματα•

    право на отдых δικαίωμα ανάπαυσης•

    право на труд δικαίωμα εργασίας•

    право нации на самоотределение δικαίωμα του έθνους για αυτοδιάθεση•

    -а и объя-занности δικαιώματακαι υποχρεώσεις•

    лишить прав гражданства στερώ των πολιτικών δικαιωμάτων•

    какое вы имеете право τι δικαίωμα έχετε•

    не имеете право δεν έχετε δικαίωμα.

    2. δίκαιο•

    буржуазное право αστικό δίκαιο•

    международное право διεθνές δίκαιο•

    уголовное право ποινικό δίκαιο.

    3. άδεια•

    водительские -а άδεια οδηγού αυτοκινήτου•

    право на охоту άδεια κυνηγίου.

    εκφρ.
    в -е (сделать) – έχω το δικαίωμα, δικαιούμαι•
    на -ах – με την ιδιότητα•
    по -у – νόμιμα, δικαιωματικά•
    на равных правах – με ίσα δικαιώματα.
    (παρνθ. λ.).
    1. πραγματικά, αλήθεια.
    2. λόγω τιμής, μα την αλήθεια•

    право слово λόγω τιμής.

    Большой русско-греческий словарь > право

  • 4 уйти

    уйду, уйдшь, παρλθ. χρ. ушл, ушла, ушло, μτχ. παρλθ. χρ. ушедший,
    επιρ. μτχ. уйдя κ. (απλ.) ушедши ρ.σ.
    1. φεύγω, αναχωρώ• απέρχομαι•

    гости ушли οι φιλοξενούμενοι έφυγαν•

    брат ушл вчера ο αδερφός έφυγε χτες•

    завтра уйдёт сестра αύριο θα φύγει η αδερφή.

    || πηγαίνω•

    все ушли на работу όλοι έφυγαν για τη δουλειά•

    отец ушл на охоту ο πατέρας πήγε στο κυνήγι•

    уйти на вслах πηγαίνω με τα κουπιά (κωπηλατώντας).

    2. δραπετεύω, το σκάζω• αποδιδράσκω•

    уйти из тюрьмы δραπετεύω από τη φυλακή.

    || εγκαταλείπω, αφήνω•

    она ушла от него αυτή τον παράτησε•

    он ушл с института αυτός παράτησε το ινστιτούτο•

    уйти со сцены εγκαταλείπω τη σκηνή.

    || μτφ. απαλλάσσομαι, γλυτώνω, σώζομαι• ξεφεύγω•

    он хитрый уйти не уйдшь от его капкана αυτός είναι πονηρός, δε θα ξεφύγεις από την παγίδα του.

    3. περιέρχομαι, πηγαίνω, περνώ•

    отец ушл на пенсию ο πατέρας πέρασε στη σύνταξη•

    -в отпуск πηγαίνω σε άδεια (παίρνω άδεια)•

    уйти в запас περνώ στην εφεδρεία.

    4. διαβαίνω, περνώ, παρέρχομαι•

    годы ушли τα χρόνια πέρασαν•

    время прошло ο καιρός πέρασε.

    5. χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    богач пропал, вместе с ним ушло и-его счастье ο πλούσιος πέθανε, μαζί του πάει και η ευτυχία του.

    || πεθαίνω•

    ушедшего никогда не забудем τον πεθαμένο (απελθόντα) ποτέ δε θα τον ξεχάσομε.

    6. ξοδεύομαι, δαπανώμαι•

    за этот месяц ушло много денег αυτόν το μήνα έφυγαν πολλά χρήματα.

    || χρειάζομαι, απαιτούμαι•

    целый день уйдёт за это дело ολόκληρη μέρα θα φύγει (θα πάει) γι αυτήν την υπόθεση.

    7. (για υγρά) χύνομαι ξεχειλίζω•

    молоко ушло το γάλαχύθηκε (βράζοντας).

    8. προπορεύομαι, προτρέχω• προηγούμαι. || (για ωρολόγια)• πηγαίνωμπροστά.
    9. βλ. вместиться.
    10. βυθίζομαι, χώνομαι, μπαίνω, μπήγομαι• εισδύω•

    свая ушла глубоко в землю ο πάσσαλος μπήκε βαθιά στη γη.

    11. επιδίδομαι, αφοσιώνομαι•

    ученик ушёл в книги ο μαθητής τό ρίξε στα βιβλία (στημελέτη).

    12. μετατρέπομαι, μετασχηματίζομαι, γίνομαι.
    εκφρ.
    уйти вперд – ξεπερνώ, υπερτερώ, υπερβάλλω• υπερέχω•
    уйти из жизни (в могилу, к проотцам) – φεύγω από τη ζωή, αποβιώνω, κατεβαίνω στον τάφο, πάω στον άλλο κόσμο•
    уйти на дно – βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο (πνίγομαι)•
    далеко уйти – προπορεύομαι πολύ, πηγαίνω πολύ μπροστά•
    недалеко уйти – δεν ξεπερνώ πολύ κάποιον•
    почва или земля ушла из-под ног – το έδαφος έφυγε κάτω από τα πόδια•
    уйти в себя – α) αφοσιώνομαι (δεν παρατηρώ τίποτε γύρω μου), β) κλείνομαι στο καβούκι.

    Большой русско-греческий словарь > уйти

  • 5 ходить

    хожу, ходишь
    ρ.δ.
    1. βαδίζω, περπατώ, πηγαίνω, βαίνω•

    только что он начал -после тифа μόλις άρχισε αυτός να βαδίζει μετά τον τύφο.

    2. βλ. идти (1 σημ.), με τη διαφορά ότι•

    ходить σημαίνει επαναληπτική κίνηση, προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο•

    ходить с угла в угол βαδίζω από γωνία σε γωνία•

    ходить на цыпочках βαδίζω στις μύτες των ποδιών•

    ходить в ногу συμβαδίζω, πηγαίνω βήμα (βηματισμό)•

    ходить на вслах, πηγαί-με τα κουπιά, κωπηλατώ.

    || κινούμαι•

    месяц -ит по небу το φεγγάρι κινείται στον ουρανό.

    || μεταδίδομαι, εκτείνομαι, ξαπλώνομαι•

    дым -ит по всей комнате ο καπνός ξαπλώνεται σ όλο το δωμάτιο.

    3. μεταβαίνω, πηγαίνω (με σημ. επανάληψης της ενέργειας, προς διάφορες κατευθύνσεις κ. διάφορο χρόνο)•

    ходить по магазинам πηγαίνω στα μαγαζιά•

    ходить на охоту πηγαίνω στο κυνήγι•

    ходить в школу πηγαίνω στο σχολείο•

    ходить в гости πηγαίνω φιλοξενούμενος•

    ходить гулять πηγαίνω περίπατο.

    || εκστρατεύω• πορεύομαι• επιτίθεμαι.
    4. κινούμαι γρήγορα.
    5. μεταδίδομαι από χέρι σε χέρι. || διαδίδομαι•

    вести -ят в народе τα νέα διαδίδονται (κυκλοφορούν) στο λαό.

    6. κινούμαι πίσω-μπρος, παλινδρομώ•

    -ит пила το πριόνι πηγαίνει πίσω-μπρός ή μπρος• πίσω•

    поршни -ят вверх и вниз τα έμβολα πηγαίνουν άνω-κάτω (ανεβοκαταβαίνουν).

    7. ταλαντεύομαι, δονούμαι, κουνιέμαι•

    мост -ит из стороны в сторону η γέφυρα κουνιέται (πηγαίνει πέρα-δώθε).

    8. βλ. идти (10 σημ.)•
    9. (διαλκ.) φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    10. τ ιμώμαι•

    квартира -ит двадцать рублей το διαμέρισμα αυτό νοικιάζεται είκοσι ρούβλια.

    || κυκλοφορώ• περιφέρομαι ή είμαι σε χρήση, σε συναλλαγή.
    11. περιποιούμαι, φροντίζω•

    ходить за больным περιποιούμαι τον άρρωστο•

    ходить за цветами περιποιούμαι τα λουλούδια.

    12. έχω το βαθμό, υπηρετώ με το βαθμό ή το αξίωμα.
    13. φορώ, φέρω•

    ходить в очках φορώ γυαλιά•

    ходить в лэлтях φορώ πα-λιοτσάρουχα.

    14. (γι,α κατάσταση)• βαδίζω, πηγαίνω•

    ходить как в тумане βαδίζω σαν σε ομίχλη (είμαι σκοτουριασμένος)•

    ходить повеся нос πηγαίνω με κρεμασμένο το κεφάλι (ταπεινωμένος)•

    ходить угрюмным βαδίζω σκυθρωπός•

    ходить голодным γυρίζω (περιφέρομαι) νηστικός.

    15. βλ. идти (19 σημ.).
    16. αφοδεύω, αποπατώ ή ουρώ.
    εκφρ.
    ходить в золоте – ντύνομαι (βγαίνω) ντυμένος στα χρυσά (πολυτελέστατα)•
    ходить по деламπαλ. • είμαι επιτετραμμένος ή ενταλμένος•
    не ходить за словом в карманπαλ.βλ. έκφραση στη λ. лезть•
    (все) под Богом -имπαλ. • άλλοι καθορίζουν την τύχη μας• όλα είναι δυνατόν να συμβούν.

    Большой русско-греческий словарь > ходить

См. также в других словарях:

  • охоту — любить охоту • эмоции отбить охоту • обладание, прерывание …   Глагольной сочетаемости непредметных имён

  • Охоту держать - дом разорять. — Охоту держать дом разорять. См. ИГРЫ ЗАБАВЫ ЛОВЛЯ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Голодному Федоту и щи в охоту. — Голодному Федоту и щи в охоту. См. ДОСТАТОК УБОЖЕСТВО Голодному Федоту и щи в охоту. См. ПИЩА Голодному Федоту и щи в охоту. См. ПРИЧУДА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • В охоту — Прост. Сколько хочется. Лягу на подушку камнем засыпаю. А как суббота на исходе, тут радоваться надо, спи, отдыхай в охоту, Аверьян Иваныч. А не спится (Короленко. Павловские очерки). Нам теперь стоять в ремонте. У тебя маршрут иной. Это точно! А …   Фразеологический словарь русского литературного языка

  • Когда на охоту ехать, тогда и собак кормить — Когда на охоту ѣхать, тогда и собакъ кормить (поздно, не вовремя). Поздно собакъ кормить, коль въ поле ѣхать. Ср. Все лучше бываетъ, когда все заранѣе осмотрѣно и уготовлено. Петръ I, въ инструкціи Брюсу о построеніи С. Петербурга. Ср. In omnibus …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Работай до поту, покушаешь в охоту — Работай до поту, покушаешь въ охоту. Потовая копѣйка. Ср.                                                 (Народъ) Вѣка считая скорбнымъ счетомъ, Своею кровью онъ и потомъ Не даромъ землю утучнялъ. К. К. Павлова. Бесѣда въ Тріанонѣ. Каліостро. Ср …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • В Охотку и В Охоту — нареч. разг. 1. Испытывая большое удовольствие; охотно, с удовольствием Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • Отбей охоту, и рублем не возьмешь. — Отбей охоту, и рублем не возьмешь. См. ВОЛЯ НЕВОЛЯ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Охота пуще неволи. Охоту тешить - не беда платить. — Охота пуще неволи. Охоту тешить не беда платить. См. ИГРЫ ЗАБАВЫ ЛОВЛЯ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Смолоду в охоту, под старость в неволю. — Смолоду в охоту, под старость в неволю. См. ИГРЫ ЗАБАВЫ ЛОВЛЯ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Не в охоту с икотой. — Под старость все неволя. Не в охоту с икотой. См. МОЛОДОСТЬ СТАРОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»