Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

отсюда

  • 1 отсюда

    отсюда
    нареч в разн. знач. ἀπό δῶ, ἀπ· ἐδῶ:
    \отсюда до реки́ два километра ἀπ' ἐδῶ ὡς τόν ποταμό εἶναι δύο χιλιόμετρα· \отсюда и досюда ἀπ' ἐδῶ ὡς ἐκεΓ убирайтесь вон \отсюда! ἀδειάστε μου τόν τόπο!· \отсюда можно заключить следующее ἀπ' ἐδῶ μπορούμε νά συμπεράνουμε τό ἐξής.

    Русско-новогреческий словарь > отсюда

  • 2 отсюда

    отсюда από δω, απ' εδώ
    * * *
    από δω, απ'εδώ

    Русско-греческий словарь > отсюда

  • 3 отсюда

    επίρ.
    από εδώ•

    уходи отсюда φεύγα απ εδώ•

    вон отсюда έξω απ εδώ•

    далко ли отсюда до города είναι μακριά η πόλη-απ εδώ;•

    вывод ясен το συμπέρασμα απ εδώ είναι σαφές•

    -его ощибки απ εδώ πηγάζουν (ξεκινούν) τα λάθη του.

    Большой русско-греческий словарь > отсюда

  • 4 отсюда

    [ατσγιούντα] επίρ. από ’δώ

    Русско-греческий новый словарь > отсюда

  • 5 отсюда

    [ατσγιούντα] επίρ από ’δώ

    Русско-эллинский словарь > отсюда

  • 6 вон

    вон I
    нареч (прочь) ἔξω:
    выйти \вон βγαίνω ἔξω· выгнать \вон διώχνω, βγάζω ἐξω· \вон отсюда! φύγε!, ἐξωΙ, ἔξω ἀπ' ἐδῶ!· ◊ лезть из ко́жи \вон βάζω ὀλα τά δυνατά· из рук \вон плохо πολύ ἄσχημα, ἐλεεινά, ἀπαίσια.

    Русско-новогреческий словарь > вон

  • 7 вытекать

    вытекать
    несов
    1. ρέω, χύνομαι, διαρρέω·
    2. (о реке и т. п.) ἐκρέω, πηγάζω·
    3. (являться следствием) ἀπορρέω, προκύπτω, βγαίνω, ἔπομαι:
    отсюда вытекает, что... ἀπ' αὐτό βγαίνει πώς..., ἀπ' αὐτό προκύπτει ὀτι...

    Русско-новогреческий словарь > вытекать

  • 8 следовать

    след||овать
    несов
    1. (идти следом) ἀκολουθώ, ἔπομαν
    2. (наступать, происходить после кого-л., чего-л.) διαδέχομαι, ἔρχομαι κατόπιν, ἐπακολουθώ:
    события \следоватьовали одно за другим τά γεγονότα διαδέχονταν τό ἕνα τό ἀλλο·
    3. (поступать согласно чему-л.) ἀκολουθώ:
    \следовать велениям долга ὑπείκω στά κελεύσματα τοῦ καθήκοντος μου· \следовать обычаям τηρώ τά Εθιμα· \следовать примеру ἀκολουθώ τό παράδειγμα·
    4. (отправляться, ехать) κατευθύνομαι, μεταβαίνω:
    поезд \следоватьует в Афины τό τραίνο κατευθύνεται στήν 'Αθήνα·
    6. (быть следствием, вытекать из чего-л.) βγαίνω, προκύπτω, ἔπομαι, συνεπάγομαι:
    отсюда \следоватьует вывод, (что...) ἀπό δῶ βγαίνει τό συμπέρασμα (ὅτι...), ἐξ αὐτοῦ προκύπτει (δτι...)· что из этого \следоватьует? τί οὐμπέρασμα βγαίνει;, κι ἔπειτα;·
    6. безл (нужно, должно):
    \следоватьует πρέπει, δέον Работу \следоватьует закончить τἡν δουλειά πρέπει νά τήν τελειώσεις· тебе не \следоватьует Зтого делать δέν πρέπει νά τό κάνεις αὐτό· этого \следоватьовало ожидать (έπρεπε αὐτό νά τό περιμένουμε·
    7. безл (причитаться):
    с него \следоватьует еще пятьсот драхм (αὐτός) πρέπει νά πληρώσει ἀκόμη πεντακόσιες δραχμές· сколько с меня \следоватьует? πόσα χρ(ε)ωστῶ;, πόσα ὁφείλω νά πληρώσω;· ◊ как \следоватьует ὅπως πρέπει, ὅπως ταιριάζει, δεόντως· отругать как \следоватьует τοῦ τά ψέλνω ὅπως πρέπει.

    Русско-новогреческий словарь > следовать

  • 9 слышно

    слышно
    предик безл
    1. (можно слышать) ἀκούεται:
    отсюда хорошо́ \слышно ἀπ· ἐδῶ ἀκούεται καλά· мне ничего́ не \слышно δέν μπορώ ν' ἀκούσω τίποτε·
    2. (есть сведения) λεγεται, λενε:
    о нем ничего́ не \слышно? δέν λένε τίποτε γι ' αὐτόν;· что ·\слышно·? τί νέα;

    Русско-новогреческий словарь > слышно

  • 10 видно

    1. απρόσ. ως κατηγ. φαίνεται, είναι ορατές, θεατός•

    отсюда всю деревню видно απ’ εδώ φαίνεται όλο το χωριό.

    2. επίρ. προφανώς, όπως φαίνεται•

    он, как, недоволен αυτός, όπως φαίνεται, είναι δυσαρεστημένος.

    εκφρ.
    видно будет – θα φανεί, Θα δούμε.

    Большой русско-греческий словарь > видно

  • 11 вон

    επίρ.
    έξω•

    выгнать вон διώχνω έξω, εκδιώκω•

    вывести вещи вон βγάζω τα πράγματα ε’ξω•

    вон отсюда! εξ’ απ’ εδώ!

    εκφρ.
    из головы (из ума, из памяти) вон – ξεχνώ, λησμονώ, διαφεύγει τη μνήμη μου.
    μόριο
    1. (για μακρινά αντικείμενα) να (ιδού)•

    вон он идет να τος έρχεται•

    вон одна звездочка να ένα αστεράκι.

    2. με δεικτ. αντωνυμία και επίρρημα δηλώνει: ακρίβεια• να•

    вон туда надо идти να εκεί πρέπει να πας.

    3. (επιτακτικό) υα και•

    вон какой образованный! να κι ένας μορφωμένος!

    εκφρ.
    вон что – να τι, ωρίστε•
    вон как – ωρίστε, να πως.

    Большой русско-греческий словарь > вон

  • 12 выпустить

    -ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αφήνω να βγει, να φύγει•

    я вас не -ущу отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ’ εδώ.

    || βγάζω στη βοσκή, σκαρίζω. || αδειάζω, χύνω, αφήνω να τρέξει•

    выпустить воду из ванны αδειάζω το νερό από το λουτήρα.

    || αφήνω, δεν κρατώ.
    2. ελευθερώνω, απολύω, αμολάω.
    3. βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα).
    4. παράγω•

    выпустить продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω από το πλάνο.

    || εκδίδω, τυπώνω• δημοσιεύω. || βγάζω σε κυκλοφορία.
    5. αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω (από βιβλίο, έργο).
    6. βγάζω έξω•

    выпустить когти βγάζω έξω τα νύχια.

    || μεγαλώνω, μακραίνω•

    выпустить рукава μακραίνω τα μανίκια.

    εκφρ.
    выпустить снаряд, пулю – πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα•
    выпустить в свет – βγάζω, εκδίδω έργο•
    выпустить из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•
    выпустить из рук – μου ξεφεύγει η ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > выпустить

  • 13 далеко

    κ. далеко
    1. επίρ. μακριά, αλάργα, πέρα, απόμακρα•

    я живу далеко от вас ζω μακριά από σας.

    2. ως κατηγ. είναι μακριά•

    до фронта отсюда далеко το πολεμικό μέτωπο απ’ εδώ είναι μακριά•

    ему далеко до совершенства απέχει πολύ από του να γίνει τέλειος.

    3. (με την πρόθεση «В» κ. ουσ.) βαθιά•

    зайти далеко в лес μπαίνω βαθιά στο δάσος.

    εκφρ.
    далеко за... – α) αργά, πάρωρα•
    далеко за полночь – αργά μετά τα μεσάνυχτα, β) πολύ περισοότερο απο, πάνω απο•
    ему далеко за сорок – είναι πολύ περισσότερο από σαράντα (χρόνια)•
    далеко не – καθόλου διόλου•
    далеко не трус – δεν είναι καθόλου δειλός•
    далеко не глуп – δεν είναι καθόλου κουτός•
    далеко до... – δε φτάνει πολύ, θέλει (χρειάζεται) πολύ ακόμα•
    ему далеко до меня – θέλει πολύ ακόμα για να με φτάσει•
    далеко не уедешь ή не уйдешь – μακριά δε θα πας (δε θα πετύχεις το σκοπό σου, δε θα προοδέψεις)•
    далеко пойти – κάνω την καριέρα μου, προοδεύω, διαπρέπω, προκόβω•
    с его способностями он пойдет – με τις ικανότητες που έχει θα προκόψει πολύ•
    далеко зайти – προχωρώ πολύ•
    выходить -за... – ξεπερνώ τα όρια...

    Большой русско-греческий словарь > далеко

  • 14 -ка

    μόριο στο τέλος των ρ. στην προστακτική, που προσδίδει σημασία ηπιότητας της προσταγής• παράκλιση, νουθεσία, απλότητα•

    ступай-ка отсюда πήγαινε (φύγε) απ εδώ σε παρακαλώ•

    дайте-ка пройти κάνετε μέρος να περάσω, καλοί μου•

    пойдём-ка садиться за стол πάμε λιγάκι να καθίσομε στο τραπέζι•

    скажи-ка πες μου σε παρακαλώ•

    дайте-ка посмотреть αφήστε με λιγάκι να κοιτάζω.

    || (σημαίνει παρότρυνση)• έλα•

    на-ка выпей έλα πιες•

    ну-ка садись έλα κάθησε.

    || (με ρήματα πρώτου προσώπου μονολεκτικού μέλλοντα σημαίνει αιφνίδια εμφάνιση επιθυμίας ή απόφασης)• να•
    αγοράσω αυτό το βιβλίο•

    напишу-ка я ему письмо θα του γράψω γράμμα.

    Большой русско-греческий словарь > -ка

  • 15 марш

    α.
    1. βήμα, βηματισμός•

    церемониальный марш βήμα παρέλασης•

    проходить торжественным -ем παρελαύνω.

    2. μετακίνηση στρατευμάτων πορεία•

    форсированный марш σύντονη πορεία.

    || στρατιωτικός ελιγμός.
    3. μουσικό εμβατήριο, μαρς.
    4. το τμήμα σκάλας μεταξύ δύο πλατύσκαλων.
    (επιφ.) μαρς (παράγγελμα)•

    шагом -! εμπρός, μαρς! || φεύγα, φύγε•

    марш отсюда! (εμπρός) έξω απ εδώ!•

    марш домой (εμπρός) φύγε για το σπίτι.

    Большой русско-греческий словарь > марш

  • 16 принять

    приму, примешь, παρλθ. χρ. принял
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. принятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• παίρνω, λαβαίνω•

    принять письмо, посылок, подарок παίρνω γράμμα, δέμα, δώρο•

    принять титул, звание, сана παίρνω τον τίτλο, το βαθμό, το αξίωμα.

    || πιάνω, συλλαμβάνω•

    бросай мешочек, а я внизу приму ρίξε τη σακκουλίτσα κι εγώ αποκάτω θα την πιάσω.

    2. παραλαβαίνω, περι-λαβαίνα)•

    принять товар παραλαβαίνω εμπόρευμα.

    || αναλαβαίνω• περιλαβαίνω•

    принять дивизию αναλαβαίνω τη μεραρχία (τη διοίκηση)•

    принять крепость περιλαβαίνω το φρούριο.

    || δέχομαι, συμφωνώ να πάρω, αποδέχομαι•

    принять пост директора αποδέχομαι το πόστο του διευθυντή•

    принять назначение αποδέχομαι το διορισμό•

    принять предложение δέχομαι την πρόταση.

    3. προσλαμβάνω•

    принять на работу παίρνω στη δουλειά.• принять в партию παίρνω στο κόμμα.

    4. υποδέχομαι, δεξιώνομαι•

    директор принял посетителя ο διευθυντής δέχτηκε τον επισκέπτη•

    принять делегацию δέχομαι την αντιπροσωπεία•

    принять посла δέχομαι τον πρεσβευτή.

    || περιλαβαίνω•

    врач -ял семь больных ο γιατρός περίλαβε (για εξέταση) εφτά ασθενείς.

    5. ακούω• βλέπω• φτάνει ως ταυτιά μου, τα μάτια μου•

    принять радио ακούω ράδιο•

    выстрел ακούω πυροβολισμό.

    6. με μερικά ουσ. σχηματίζονται ρ. με σημ. από το ουσ. принять решение παίρνω απόφαση (αποφασίζω)•

    принять смерть πεθαίνω•

    принять участие παίρνω μέρος(συμμετέχω).

    7. (για θρησκεία)• ασπάζομαι•

    принять христианскую веру ασπάζομαι το χριστιανισμό.

    8. αποκτώ•

    лицо его -ло другой вид το πρόσωπο του πήρε άλλη όψη.

    9. καταπίνω•

    принять таблетки παίρνω χαπάκια•

    принять лекарство παίρνω φάρμακο.

    10. κάνω•

    принять ванну παίρνω το λουτρό•

    принять душ κάνω ντους•

    принять грязевую ванну κάνω λασπόλουτρο.

    11. εκλαμβάνω, θεωρώ•

    принять в шутку его слова παίρνω για αστείο τα λόγια του•

    принять за чистую монету παίρνω για γνήσιο νόμισμα•

    принять всерьз παίρνω στα σοβαρά.

    12. αναμεριζω, κάνω στην άκρη, κόβω λίγο (αριστερά, δεξιά κ.τ.τ.).
    13. απάγω, αποκομίζω, παίρνω και φεύγω•

    прими отсюда сунтук πάρε απ εδώ το σεντούκι.

    14. αποδέχομαι, συγκατατιθεμαι•

    принять просьбу об отставке αποδέχομαι την αίτηση παραίτησης•

    прими мой совет δέξου τη συμβουλή μου.

    εκφρ.
    принять бой ή сражение – δεν αποφεύγω (δέχομαι) τη μάχη, τη σύγκρουση•
    принять в штыки – α) υποδέχομαι με τις λόγχες, β) μτφ. υποδέχομαι εχθρικά•
    принять во внимание – παίρνω (λαβαίνω) υπ όψη•
    принять к свой счёт – παίρνω επ ονόματι μου, υπεύθυνα•
    принять присягу – ορκίζομαι•
    принять чью-л. сторону – παίρνω το μέρος κάποιου (υποστηρίζω)•
    принять меры – παίρνω μέτρα•
    принять за правило – παίρνω για κανόνα•
    так принято – έτσι συνηθίζεται ή είναι καθιερωμένο.
    1. καταπιάνομαι, επιδίδομαι•

    принять за работу καταπιάνομαι με τη δουλειά.

    || αρχίζω•

    принять читать αρχίζω το διάβασμα.

    2. ριζώνω, πιάνω, φυτρώνω•

    вновь посаженные деревья -лись τα ξαναφυτευμένα δέντρα έπιασαν.

    || (για εμβολιασμό) πιάνω•

    прививка -лась το εμβόλιο (βατσινα) έπιασε.

    Большой русско-греческий словарь > принять

  • 17 прочь

    επίρ.
    στην άκρη, στην μπάντα, πέρα•

    прочь с дороги αναμέρισε από το δρόμο.

    || ως κατηγ. έξω, κάτω, μακριά•

    прочь отсюда! έξω απ εδώ!•

    прочь убийца! μακριά φονιά!•

    подите прочь πηγαίνετε έξω•

    прочь эти бумаги πάρτε αυτά τα χαρτιά απ εδώ•

    прочь печаль διώξε τη θλίψη•

    -с моих глаз μακριά να μη σε βλέπω, να μη σε δουν τα μάτια μου.

    εκφρ.
    я не прочь – δεν είμαι αντίθετος ή δεν έχω αντίρρηση.

    Большой русско-греческий словарь > прочь

  • 18 следовать

    -дую, -дуешь, μτχ. ενστ. следующий ρ.δ.
    1. με οργ. ακολουθώ, έπομαι•

    за кем-н, по пятам ακολουθώ κάποιον βήμα προς βήμα, καταποδιαστά.

    || μτφ. ακολουθώ το παράδειγμα, πηγαίνω κοντά απο•

    не -ете за ними μην πάτε κοντά από αυτούς.•

    μτφ. συμμορφώνομαι•

    следовать советам врача ακούω τις συμβουλές του γιατρού•

    следовать правилам ακολουθώ τους κανόνες, τον κανονισμό.

    || πηγαίνω σύμφωνα με•

    следовать моде ακολουθώ τη μόδα.

    2. διαδέχομαι•

    одно событие -ет за другим το ένα γεγονός διαδέχεται το άλλο.

    || πηγαίνω, ακολουθώ δρο μολόγιο•

    следовать без остановок πηγαίνω χωρίς σταθμεύσεις.

    3. είμαι οπαδός•

    следовать учению дарвина ακολουθώ τη διδασκαλία του Δαρβίνου.

    4. προκύπτω, βγαίνω, έπομαι, συνεπάγομαι•

    отсюда -ют важные выводы απ εδώ βγαίνουν σοβαρά συμπεράσματα.

    5. απρόσ. πρέπει, χρειάζεται•

    он поступил как -ет αυτός φέρθηκε όπως πρέπει•

    не -ло этого делать δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό.

    6. οφείλω, χρωστώ, κάνει να πληρώσω•

    сколько -ет за работу? πόσο κάνει η δουλειά σας;•

    сколько вам с меня -ет? τι σας χρωστώ, τι κάνει να σας πληρώσω;

    Большой русско-греческий словарь > следовать

  • 19 слышно

    επίρ.
    1. ακουστικά• ακουστά•

    жадно и слышно глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό.

    2. ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός•

    отсюда хорошо слышно всех ораторов απεδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες•

    мне вас не слышно δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)•

    никого не слышно δεν ακούεται κανένας•

    -вам, что говорят? ακούτε τι λένε;

    3. υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις•

    о нём давно ничего не слышно καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι αυτόν•

    что слышно нового? τι νέα ακούσατε;•

    что у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε;

    4. (ωζ παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται•, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο-δε ιά.

    Большой русско-греческий словарь > слышно

  • 20 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

См. также в других словарях:

  • отсюда — отсюда …   Орфографический словарь-справочник

  • ОТСЮДА — ОТСЮДА, отсюду, отсюды, отсюдова, отсюль, отсюлева, лича, нареч. отсель, отселе, от (или с) этого места. Отсюда дотуда три сажени. Отсюда до города далеко. Отсюду не видать. Отсюда не идет, и оттуда не едет, ни туда, ни сюда. | Из сего места. Они …   Толковый словарь Даля

  • ОТСЮДА — (прост. также отсуда), нареч. 1. Из этого места, от этого места. «На будущей неделе думаю убраться отсюда.» Чехов. «Отсюда недалеко была русская граница.» Пришвин. 2. Из предыдущего рассуждения, по этой причине (книжн.). Вывод отсюда ясен. Отсюда …   Толковый словарь Ушакова

  • отсюда — отселе, отсюдова, от этого места, с этого места, отсель, из этого места Словарь русских синонимов. отсюда с этого места, от этого места, из этого места; отселе, отсель (устар.) Словарь синонимов русского языка. Практический справочник. М.:… …   Словарь синонимов

  • отсюда —     ОТСЮДА, устар. отселе и устар. отсель …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • ОТСЮДА — ОТСЮДА, местоим. 1. Из этого или от этого места. Уедем о. О. до реки один километр. Читай о. до конца. О. ( и) досюда (от этого места до этого, от сих пор до сих пор, от сих до сих; разг.). 2. Из сказанного перед этим, на этом основании. О.… …   Толковый словарь Ожегова

  • отсюда — отсю/да, нареч. Уедем отсюда …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • отсюда — нареч. см. тж. отсюда и досюда 1) Из этого или от этого места. Уедем отсю/да. Пошли отсю/да! Отсю/да до города пять километров. Читай отсю/да и до конца. 2) В результате этого, на этом основании …   Словарь многих выражений

  • отсюда —   отсю/да   Прочитай отсюда досюда …   Правописание трудных наречий

  • Отсюда гнев и слезы — С латинского: Inde irae et lacrimae (индэ ирэ эт лакримэ). Из «Сатир» римского поэта сатирика Ювенала (Децим Юний Юве нал, ок. 60 127 н. э.). Смысл выражения: это есть причина гнева, обиды и т. д. Иногда цитируется в сокращенной форме «Отсюда… …   Словарь крылатых слов и выражений

  • отсюда следует — значит, выходит, из этого следует, стало, итак, из этого явствует, из чего можно заключить, из чего следует, как видим, стало быть, таким образом, следственно, получается, следовательно, из чего явствует Словарь русских синонимов. отсюда следует… …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»