Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

опять

  • 1 опять

    опять
    нареч πάλι[ν], ξανά / ἐκ νέου (снова)· ◊ \опять же разг (καί) πάλι.

    Русско-новогреческий словарь > опять

  • 2 опять

    опять ξανά, πάλι, άλλη μια φορά
    * * *
    ξανά, πάλι, άλλη μια φορά

    Русско-греческий словарь > опять

  • 3 опять

    επίρ.
    1. πάλι, ξανά, εκ νέου•

    опять же και πάλι.

    2. (απλ.)
    επίσης, το ίδιο. || (με το σύνδεσμο «но») όμως, αλλά.
    εκφρ.
    опять-таки – α) ακόμα μια φορά• εκ νέου. β) επίσης, το ίδιο.

    Большой русско-греческий словарь > опять

  • 4 опять

    [απγιάτ'] εκίρ. πάλι, ξανά

    Русско-греческий новый словарь > опять

  • 5 опять

    [απγιάτ'] επίρ πάλι, ξανά

    Русско-эллинский словарь > опять

  • 6 ан

    σύνδ. αντί θ.
    απλ. όμως, αλλά•

    думал отдохнуть ан опять командировка υπολόγιζα να ξεκουραστώ, όμως πάλι φύλλο πορείας.

    (μόριο επιταχτικό)• μπά•

    Дай мне денег. —ан нет, не получишь! Δόσε μου χρήματα. —Μπά, δε θα πάρεις, δε σου δίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ан

  • 7 выплыть

    -лыву, -лывешь, παρλθ. χρ. выплыл, -ла, -ло, ρ.σ.
    1. αναδύομαι• βγαίνω στην ξηρά κολυμπώντας.
    2. μτφ. εμφανίζομαι, βγαίνω, προβάλλω, παρουσιάζομαι•

    -ыл новый вопрос γεννήθηκε καινούριο ζήτημα•

    из-за облака опять -ла луна μέσα από το1, σύννεφο πάλι πρόβαλε το φεγγάρι.

    3. αποπλέω, εκπλέω, ε-ξορμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выплыть

  • 8 запропасть

    -аду, -адешь, παρλθ. χρ. запропал, -ла, -ло
    ρ.σ. (απλ.) εξαφανίζομαι, χάνομαι,• опять ты -дешь целый день πάλι. θα λείψει,ς όλη τη μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > запропасть

  • 9 из-за

    πρόθεση.
    1. απο, πίσω από από πέρα•

    смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•

    встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•

    выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•

    из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•

    он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•

    приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.

    2. λόγω, απο, εξ αιτίας•

    разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•

    из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•

    из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•

    из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•

    из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•

    из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•

    из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•

    жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•

    из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > из-за

  • 10 начать

    -чну, -чншь, παρλθ. χρ. начал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. начатый, βρ: -чат, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αρχίζω, κάνω την αρχή, την έναρξη• βάζω, θέτω σε ενέργεια• ανοίγω, πιάνω βάζω μπρος ξεκινώ•

    начать рубить αρχίζω να κόβω•

    начать постройку αρχίζω την οικοδομή•

    начать разговор αρχίζω την κουβέντα•

    переговоры αρχίζω τις συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•

    снова начать αρχίζω εκ νέου, επαναρχίζω•

    начать опять επαναρχίζω, ξαναρχίζω•

    начать спор αρχίζω τη συζήτηση•

    начать первый раз πρωταρχίζω•

    начать бочку вина ανοίγω (αρχίζω) το βαρέλι με το κρασί•

    αρχίσω.
    αρχίζω, άρχομαι, κάνω την αρχή κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > начать

  • 11 опустить

    опущу, опустишь,те. μτχ. παρλθ. χρ. опущенный, βρ: -щен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κατεβάζω•

    опустить флаг κατεβάζω τη σημαία•

    опустить штору κατεβάζω το στόρι,• опустить паруса κατεβάζω τα πανιά•

    опустить опять ξανακατεβάζω.

    || χαμηλώνω•

    голову κατεβάζω το κεφάλι•

    опустить глаза, взор χαμηλώνω τα μάτια, το βλέμμα.

    || χαλαρώνω•

    подводья у лошади χαλαρώνω το χαλινό του αλόγου.

    || αποθέτω, απιθώνω.
    2. ρίχνω•

    опустить письмо в -почтовый ящик ρίχνω το γράμμα στο γραμματοκιβώτιο.

    || βάζω, χώνω•

    опустить руку в карман χώνω το χέρι στη τσέπη.

    || βυθίζω•

    опустить руку в воду βυθίζω το χέρι στο νερό.

    3. κλείνω κατεβάζοντας•

    опустить крышку рояля κλείνω το κάλυμμα του πιάνου•

    опустить занавес в сцене κλείνω την αυλαία της σκηνής.

    4. παραλείπω•

    излишнее в сочинении παραλείπω το περιττόν στο γραπτό έργο.

    || αφήνω να ξεφύγει•

    опустить удобный случай αφήνω να μου ξεφύγει η κατάλληλη ευκαιρία.

    εκφρ.
    опустить перпендикуляр – (μαθ.) φέρω (τραβώ) κάθετη.
    1. κατεβαίνω κατέρχομαι. || γέρνω, κλίνω χαμηλώνω•

    голова -лась на грудь το κεφάλι έγειρε (κρέμασε) ως το στήθος.

    || κάθομαι, πέφτω ξαπλώνω•

    на колени γονατίζω•

    опустить на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || βυθίζομαι, πηγαίνω στον πάτο. || μτφ. ξαπλώνομαι, πέφτω•

    ночь -лясь η νύχτα έπεσε, νύχτωσε•

    сумерки -лись σουρούπωσε•

    туман -лась на долину ομίχλη έπεσε στην κοιλάδα.

    2. κλείνομαι•

    занавес -лась η αυλαία έκλεισε (έπεσε).

    3. αδιαφορώ για την εξωτερική εμφάνιση, ατημελώ ρεμπελεύω. || ξεπέφτω ηθικά.
    4. παθαίνω καθίζηση, κάθομαι• κατολισθαίνω (για έδαφος).
    εκφρ.
    опустить на дно – εξαθλιώνομαι, εξαχρειώνομαι, γίνομαι κατακάθι της κοινωνίας.

    Большой русско-греческий словарь > опустить

  • 12 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 13 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

  • 14 речь

    -и, πλθ. речи
    θ.
    1. λόγος, ομιλία•

    органы -и τα όργανα του λόγου•

    развитие -и ανάπτυξη του λόγου (ομιλίας)•

    устная речь προφορικός λόγος•

    письменная речь γραπτός λόγος.

    2. προφορά, γλώσσα•

    изысканная, речь περίτεχνη γλώσσα•

    отчтливая речь καθαρή ομιλία ή προφορά.

    3. ύφος, στυλ•

    стихотворная речь ο ποιητικός λόγος.

    4. κουβέντα•

    речь идёт γίνεται λόγος•

    речь шла γίνονταν λόγος•

    об этом и -и нет γι αυτό καμιά κουβέντα, ούτε λόγος (δε γίνεται)•

    опять он завл речь о ней πάλι αυτός άρχισε την κουβέντα γι αυτήν.

    5. αγόρευση•

    речь прокурора η αγόρευση του εισαγγελέα•

    защитительная речь η αγόρευση της υπεράσπισης.

    Большой русско-греческий словарь > речь

  • 15 согреть

    -ею, -ешь ρ.σ.μ.
    1. θερμαίνω,ζεσταίνω•

    согреть воду ζεσταίνω νερό•

    согреть опять (снова) ξαναζεσταίνω•

    согреть дыханием χουχουλίζω.

    2. μτφ. ενθαρρύνω.
    θερμαίνομαι, ζεσταίνομαι•

    вода -лась το νερό ζεστάθηκε•

    согреть чаем ζεσταίνομαι με το τσάι.

    Большой русско-греческий словарь > согреть

См. также в других словарях:

  • опять же — опять же …   Орфографический словарь-справочник

  • ОПЯТЬ — ОПЯТЬ, нареч. еще раз, снова. «Опять душа помолодеет, опять родной увидит край.» Фет. «Опять увенчаны мы славой, опять кичливый враг сражен.» Пушкин. «И вот они опять, знакомые места.» Некрасов. «А мне, никак, опять есть хочется.» А.Тургенев. ❖… …   Толковый словарь Ушакова

  • опять — Вторично, еще, еще раз, вновь, снова, сызнова; вдругорядь (= в другой ряд, т.е. раз), паки Упал вдругорядь уж нарочно . Гриб. См. еще... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999.… …   Словарь синонимов

  • опять —   Опять таки    1) и еще, кроме того, к тому же (разг.).     Он человек непьющий, опять таки работник хороший. Самая эта ласковость опять таки не понравилась Платониде Ивановне. Тургенев.    2) однако, снова (разг.).     Попробовал еще раз, опять …   Фразеологический словарь русского языка

  • ОПЯТЬ — ОПЯТЬ, нареч. Ещё раз, снова. О. пришёл вчерашний гость. • Опять двадцать пять (разг. шутл.) выражение недовольства по поводу чего н. повторяющегося и надоевшего. Опять же и опять таки (разг.) к тому же, вдобавок. Хорошо здесь: песок, залив,… …   Толковый словарь Ожегова

  • ОПЯТЬ — нареч. снова, еще раз, ещежды, вторично, третично и пр. Не опять затевать. Прости, Господи, согрешение мое да опять за то ж! Луканька, поиграй, да опять (да назад) отдай! приговаривают, ища, что из под рук пропало. Толковый словарь Даля. В.И.… …   Толковый словарь Даля

  • опять же — нареч, кол во синонимов: 3 • вдобавок (37) • опять таки (26) • также (11) Словарь синонимов ASIS …   Словарь синонимов

  • Опять же — ОПЯТЬ, нареч. Ещё раз, снова. О. пришёл вчерашний гость. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • опять — нареч., вспять, укр. оп᾽ять, др. русск. опять, въспять, цслав. опѧть, ст. слав. въспѩть ὀπίσω (Супр.), сербохорв. о̀пе̑т назад , словен. zо̑реt опять, снова , чеш. орět, слвц. орät᾽. Из о , vъz и pęta пятка (см. пята); ср. др. лит. аtреnt снова …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • опять — см.: В сорок пять баба ягодка опять; Не опять, а снова; Сели, поели, опять пошли …   Словарь русского арго

  • опять — I. нареч. Ещё раз, снова. О. идёт снег. Поезд о. опоздал. О. двадцать пять (разг.; то же самое, одно и то же; о чём л. надоевшем, постоянно повторяющемся). II. вводн. сл. Разг. К тому же, кроме того, также (ещё), тоже. О., дороги наши взять… …   Энциклопедический словарь

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»