-
81 угрожаемый
угрожа||емыйприл ἀπειλούμενος:\угрожаемый район воен. ἡ ἀπειλουμένη περιοχή· \угрожаемыйемое положение ἡ ἐπικίνδυνη κατάσταση. -
82 угрожающий
угрожа||ющийприл ἀπειλητικός:\угрожающийющее положение ἡ ἐπικίνδυνη κατάσταση· \угрожающийющий взгляд τό ἀπειλητικό βλέμμα. -
83 ужасный
ужасн||ыйприл1. (страшный) φρικτός, φρικαλέος, τρομερός:\ужасный вид ἡ φρικτή ὅψη· \ужасныйое несчастье τό τρομερό δυστύχημα· \ужасныйое положение ἡ τρομερή (или φρικτή) κατάσταση·2. (плохой) φρικτός, φοβερός, ἀπαίσιος:у него \ужасный характер ἔχει ἀπαίσιο χαρακτήρα·3. (чрезмерный, очень сильный) φοβερός, τρομερός:\ужасный ветер ὁ φοβερός ἄνεμος· он \ужасный трус εἶναι τρομερά δειλός. -
84 укреплять
укрепля||тьнесов1. δυναμώνω (μετ.\ στερεώνω, ἐνισχύω, ἐδραιώνω, ἐμπεδώ/ τονώνω (здоровье):\укреплять власть (мощь, могущество) στερεώνω τήν ἐξουσία· \укреплять свое положение ἐνισχύω τήν θέση μου·2. воен. ὁχυρώνω·3. (прикреплять) κολλῶ„ στερεώνω, συνδέω.. -
85 упрочивать
упрочиватьнесов, упрочить сов прям., перен σταθεροποιώ, παγιώ, ἐδραιώνω:\упрочивать свое положение σταθεροποιώ τήν θέση μου· упрочить мир ἐδραιώνω τήν είρήνη[ν]. -
86 усугублять
усугуб||лятьнесов μεγαλώνω, αὐξάνω, μεγεθύνω (увеличивать)/ ἐπιδεινώνω, χειροτερεύω Ο-ετ.) (ухудшать):\усугублятьлять вину́ ἐπιδεινώνω τό σφάλμα μου· \усугублятьлять положение χειροτερεύω τή θέση μου (или τήν κατάσταση)· \усугублятьля́ть опасность μεγαλώνω τόν κίνδυνον \усугублятьлять страдания κάνω πιό βαριά τά βάσανα. -
87 фактический
факт||и́ческийприл πραγματικός:\фактическийи́-ческие данные τά πραγματικά δεδομένα, τά ἐξακριβωμένα στοιχεία· \фактическийи́ческий материал τά στοιχεία· \фактическийи́ческое положение вещей ἡ πραγματική κατάσταση. -
88 фалыиивый
фалыии||выйприл1. (не настоящий) ψεύτικος, πλαστός/ κίβδηλος, κάλπικος (тк. о деньгах)/ τεχνητός (о волосах, зубах и т. п.):\фалыиивыйвая монета ἡ κάλπικη μονέδα·2. (неестественный, неверный) ψεύτικος:\фалыиивыйвая игра τό ψεύτικο παίξιμο· \фалыиивыйвая нота τό φάλτσο, ἡ φάλτσα νότα·3. (неискренний, лицемерный) προσποιητός, ὑποκριτικός:\фалыиивыйвый человек ὁ ὑποκριτής, ὁ διπρόσωπος ἄνθρωπος· \фалыиивыйвая улыбка τό προσποιητό χαμόγελο· ◊ попасть в \фалыиивыйвое положение βρίσκομαι σέ λεπτή θέση. -
89 хозяйственный
хозяйственн||ыйприл1. οἰκονομικός:\хозяйственныйый отдел τμήμα είδών οίκιακής οίκο-νομίας· \хозяйственныйое положение ἡ οίκονομική κατάσταση· \хозяйственныйый расчет см. хозрасчет-2. (о человеке) νοικοκύρης, οἰκονόμος· ◊ \хозяйственныйое мыло σαποῦνι τής πλύσης. -
90 чрезвычайный
чрезвычайныйприл ἐξαιρετικός (исключительный)/ ἔκ-τακτος (внеочередной):\чрезвычайныйое происшествие τό Εκτακτο συμβάν, τό ἐξαιρετικό γεγονός· \чрезвычайныйый успех ἡ ἐξαιρετική ἐπιτυχία· \чрезвычайныйые расходы τά ἔκτακτα ἔξοδα· \чрезвычайныйые меры τά ἔκτακτα μέτρα· \чрезвычайныйое положение ἡ κατάσταση ἐκτακτου ἀνάγκης· \чрезвычайныйый посол ὁ ἔκτακτος πρεσβευτής, ὁ ἐκτακτος ἀπεσταλμένος· \чрезвычайныйый декрет ὁ ἔκτακτος νόμος, τό ἐκτακτον διάταγμα· \чрезвычайныйый съезд τό ἐκτακτο συνέδριο. -
91 истинный
и́стин||ныйприл ἀληθινός, ἀληθής, γνήσιος, πραγματικός:\истинныйный смысл τό ἀληθινό νόημα· \истинныйная правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \истинныйное положение вещей ἡ πραγματική κατάσταση· \истинныйный друг ὁ ἀληθινός φίλος. -
92 бамбуковый
επ.του μπαμπού, από μπαμπού•-ая трость μπαστούνι, από μπαμπού.
εκφρ.- ое положение – (απλ.) άσχημη (δύσκολη, ζόρικη) κατάσταση. -
93 бедственный
επ.δυστυχής, δεινός, ολέθριος•-ое положение δεινή κατάσταση.
-
94 безвыходный
επ., βρ: -ден, -дна, -дно.1. χωρίς έξοδο (από το σπίτι)•-ое сидение дома οικουρία.
2. του αδιεξόδου•-ое положение κατάσταση αδιεξόδου, το αδιέξοδο.
-
95 безысходный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαδιέξοδος• ατέλειωτος, χωρίς τέλος•-ая нужда φτώχεια χωρίς τέλος•
-ое положение αδιέξοδη κατάσταση.
-
96 военный
επ.1. πολεμικός• στρατιωτικός•-ые события πολεμικά γεγονότα• στρατιωτικές επιχειρήσεις• -Οβ•
положение πολεμική κατάσταση• κατάσταση πολιορκίας•
- ая таина στρατιωτικό μυστικό (ή απόρρητο)•
-ое судно πολεμικό σκάφος•
-ая служба στρατιωτική υπηρεσία•
военный завод στρατιωτικό εργοστάσιο•
военный врач στρατιωτικός γιατρός•
-ое училище στρατιωτική σχολή.
2. ουσ. ο στρατιωτικός.εκφρ.военный коммунизм – πολεμικός κομμουνισμός, οικονομική πολιτική της σοβ. εξουσίας τον καιρό του πολέμου (1918-20)• на -ую ногу όπως συνηθίζεται στους στρατιωτικούς, κατά τους στρατιωτικούς. -
97 войти
войду, войдешь, παρλθ. χρ. вошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. вошедший, επίρ. μτχ. войдя ρ.σ.1. εισέρχομαι, μπαίνω, εισδύω•войти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο•
заноза -шла глубоко внутрь η αγκίδα μπήκε μέσα βαθιά.
2. συμπεριλαμβάνομαι•войти в список συμπεριλαμβάνομαι στον κατάλογο.
|| γίνομαι μέλος•он -шел в состав комитета αυτός μπήκε στην επιτροπή.
3. Χωρώ, περιλαμβάνομαι•белье не -шло в чемодан τα ρούχα δέν μπήκαν (δε χώρεσαν) στη βαλίτσα.
4. εισχωρώ, εισδύω•войти в суть дела μπαίνω στην ουσία της υπόθεσης.
5. με την πρόθεση «В» και με αφηρεμένα ουσιαστικά σημαίνει: αρχίζω να... войти в переговоры αρχίζω συνομιλίες (διαπραγματεύσεις)•в действие μπαίνω (τίθεμαι) σε εφαρμογή•
в силу μπαίνω σε ισχύ, αρχίζω να ισχύω•
войти в сношения αρχίζω να πιάνω σχέσεις•
войти в привычку αρχίζω να γίνομαι συνήθεια•
войти в моду (αρχίζω να) γίνομαι της μόδας•
войти в известность γίνομαι γνωστός.
εκφρ.войти в доверие – αποχτώ την εμπιστοσύνη•войти в милость – αποχτώ την ευμένεια•войти в дружбу – πιάνω φιλία•войти в быт – μπαίνω στην καθημερινή χρήση ή ζωή•войти в жизнь – α) γίνομαι συνήθεια, μπαίνω στη ζωή. β) συνηθίζω στη ζωή•войти в историю – μπαίνω στην ιστορία•войти в колею ή в русло – συνηθίζω στη ζωή•войти в лета ή в года ή в возраст – παλ. ηλικιώνομαι, ωριμάζω, έρχομαι στα χρόνια•войти в подробности – μπαίνω σε λεπτομέρειες•войти в положение, кого – καταλαβαίνω την κατάσταση του•войти в пословицу ή в поговорку – γίνομαι παροιμία, γνωμικό. -
98 выправить
-влю, -вишь, προστκ. выправь κ. выправиρ.σ.μ.1. ισιάζω, ισιώνω, ομαλύνω, ευθειάζω•выправить согнувшийся гвоздь ισιώνω στραβωμένο καρφί.
2. διορθώνω•выправить положение διορθώνω την κατάσταση.
|| επιφέρω, κάνω διορθώσεις•выправить корректуру διορθώνω το τυπογραφικό δοκίμιο.
|| ακονίζω, τροχίζω.3. συμμαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ.1. διορθώνομαι.2. τακτοποιούμαι, συγυρίζομαι.3. γερεύω, δυναμώνω, αναρρώνω.(γραμμ. στοιχεία βλ. выправить 1);ρ.σ.μ.(απλ.) κατορθώνω να βγάλω (να πάρω) έγγραφο•выправить паспорт κατορθώνω να πάρω ταυτότητα.
-
99 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
100 женатый
επ., βρ: -натπαντρεμένος, έγγαμος, συζευγμένος.εκφρ.-ая жизнь; -ое положение – η παντρεμένη ζωή, η ζωή των παντρεμένων.
См. также в других словарях:
ПОЛОЖЕНИЕ — положения, ср. 1. Местонахождение, расположение в пространстве. Положение луны при затмении солнца. Определить положение корабля. Дивизия заняла наиболее выгодное положение. Установить часы в строго вертикальном положении. 2. Поза; особая… … Толковый словарь Ушакова
Положение усиленной (чрезвычайной) охраны — Положение усиленной (чрезвычайной) охраны (общее название исключительное положение) особенный правовой статус местности в государственном праве Российской империи, объявляемый при чрезвычайных ситуациях и гражданских волнениях. При… … Википедия
Положение во Гроб — «Положение во гроб», икона мастерской А. Рублёва (рядом с гробом видна свёрнутая плащаница) «Погребение Христа», картина Дирка Боутса Погребение Христа, Положение во гроб[1] описанные в Евангелиях похороны учениками тела Иисуса Христа после его … Википедия
Положение во гроб — «Положение во гроб», икона мастерской А. Рублёва (рядом с гробом видна свёрнутая плащаница) «Погребение Христа», картина Дирка Боутса Погребение Христа, Положение во гроб[1] описанные в Евангелиях похороны учениками тела Иисуса Христа после его … Википедия
Положение Тренделенбурга — особое положение, в котором находится больной во время операции на органах таза или при шоке: положение лежа на спине под углом 450 с приподнятым по отношению к голове тазом. Показания и противопоказания к положению Тренделенбурга. Особенности… … Википедия
положение — Расположение, размещение, состояние, отношение, постановка, поза, позиция, обстановка, ситуация; условия, обстоятельства (мн. ч.), жизнь. Картинная (театральная) поза. Он в дурных обстоятельствах. См. афоризм, достоинство, закон, мнение, мысль,… … Словарь синонимов
Положение о лифляндских крестьянах — «Положение о лифляндских крестьянах» государственный документ, опубликованный по решению царского правительства в 1804 году и направленный на облегчение правового и экономического положения губернского крестьянства. Содержание 1 Предпосылки 2… … Википедия
Положение вещей (фильм) — Положение вещей Der Stand Der Dinge Жанр драма Режиссёр Вим Вендерс Автор сценария Роберт Крамер Вим Вендерс … Википедия
Положение «Вне игры» — Положение вне игры в футболе Положение вне игры (англ. offside) описывается в правиле 11 футбольных правил. Содержание 1 Определение положения вне игры … Википедия
Положение вещей — Der Stand der Dinge Жанр драма Режиссёр Вим Вендерс Продюсер Крис Зиферних … Википедия
Положение вне игры (футбол) — Положение вне игры в футболе Положение вне игры (англ. offside) описывается в правиле 11 футбольных правил. Содержание 1 Определение положения вне игры … Википедия