Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

не+работать

  • 61 напряжение

    ουδ.
    1. ένταση τέντωμα•

    внимания ένταση της προσοχής•

    с -ем εντατικά•

    работать с -ем δουλεύω εντατικά.

    2. δυσκολία, κατάσταση δύσκολη, ανησυχαστική (για οικονομία, εμπόριο).
    3. (ηλεκτρ.) τάση•

    ток высокого -я ρεύμα υψηλής τάσης.

    Большой русско-греческий словарь > напряжение

  • 62 настроение

    ουδ.
    1. διάθεση (ψυχική)•

    хорошее настроение καλή διάθεση, ευδιαθεσία•

    плохое αδιαθεσία, δυσθυμία, αθυμιά, κακοκεφιά•

    унылое настроение μελαγχολία, βαρυθυμιά•

    испортить χαλνώ τη διάθεση•

    быть не в -и δεν έχω κέφι•

    у меня нет -я δεν έχω διάθεση.

    2. επιθυμία, όρεξη•

    работать с -ем δουλεύω ορεξάτα.

    εκφρ.
    настроение умов – διάθεση των πνευμάτων•
    человек -я – άνθρωπος ευμετάβλητων διαθέσεων.

    Большой русско-греческий словарь > настроение

  • 63 натуга

    θ.
    τέντωμα, τεζάρισμα•

    ремень лопнул от -и το λουρί κόπηκε από το τέντωμα.

    || ένταση•

    работать без -и εργάζομαι όχι εντατικά (χαλαρά).

    Большой русско-греческий словарь > натуга

  • 64 невмоготу

    επίρ.
    ως κατηγ. είναι αδύνατο, δεν έχω τη δύναμη, δεν δύναμαι, δεν μπορώ•

    мне невмоготу сегодня работать δεν μπορώ σήμερα να εργαστώ•

    мне больше невмоготу περισσότερο δεν μπορώ, δεν δύναμαι πλέον.

    Большой русско-греческий словарь > невмоготу

  • 65 непутём

    επίρ.
    1. όχι σωστά, όχι όπως πρέπει άσχημα•

    работать непутём δε δουλεύω όπως πρέπει•

    непутём начато и непутём кончится παρμ. άσχημα άρχισες, άσχημα θα τελειώσεις.

    2. παλ. ασυνήθιστα.

    Большой русско-греческий словарь > непутём

  • 66 подполье

    -я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.
    1. υπόγειο•

    спуститься в подполье κατεβαίνω στο υπόγειο.

    2. παρανομία•

    работать в подполье δουλεύω στην παρανομία•

    партия находится в подполье το κόμμα είναι στην παρανομία•

    глубокое подполье βαθιά παρανομία•

    уйти в подполье περνώ στην παρανομία.

    || αθρσ. οι παράνομοι.

    Большой русско-греческий словарь > подполье

  • 67 пока

    επίρ. κ. πρόθ.
    1. για την ώρα, λίγο χρόνο, λίγη ώρα• προσωρινά, προς το παρόν•

    побудь пока здесь μείνε εδώ προς το παρόν•

    я пока подожду για την ώρα θα περιμένω•

    положи то пока в карман βάλε αυτό προσωρινά στη τσέπη•

    пока всё προς το παρόν αυτά, τίποτε άλλο.

    || στο μεταξύ•

    вы посидите, а я пока схожу за водой εσείς καθήστε, στο μεταξύ,εγώ θα πάω για νερό.

    || τώρα, αυτή τη στιγμή•

    через неделю я вам отправлю ещё письмо, а пока пишу наскоро σε μια βδομάδα θα σας στείλω κι άλλο γράμμα, τώρα σας γράφω βιαστικά.

    || μέχρι τώρα•

    сведений пока нет ως τώρα πληροφορίες δεν έχομε•

    пока ещё ждём ως τώρα ακόμα περιμένομε.

    2. ενώ, όταν, τον καιρό που•

    я собирался, поезд ушл όταν εγώ ετοιμαζόμουν, το τρένο έφυγε.

    || εφόσον, καθόσον, όσο•

    пока я спал, шёл дождь όσο εγώ κοιμόμουν, έβρεχε•

    куй железо пока горячо παρμ. δούλευε το σίδερο όσο είναι καυτό•

    пока я здоров, буду работать όσο είμαι γερός θα εργάζομαι.

    || μέχρις (έως) ως ότου; ίσια με που, ώσπου•

    сиди здесь пока я приду κάθησε εδώ, ώσπου να έρθω.

    εκφρ.
    (ну) пока (до свидания)! – (λοιπόν) για την ώρα (χαίρετε)!
    пока что – τώρα, για την ώρα, προς το παρόν•
    я пока что, здоров – για την ώρα, είμαι υγιής.

    Большой русско-греческий словарь > пока

  • 68 пот

    -а, προθτ. о -е, в -у, πλθ. поты α.
    1. ο ιδρώτας. || ίδρωση, -μα.
    2. στρώμα λεπτών υδροσταγώνων•

    пот окон ο ιδρώτας των παραθύρων (των τζαμιών).

    εκφρ.
    в -е лица – με τον ιδρώτα του προσώπου (κοπιάζοντας, μοχθώντας)•
    до седьмого ή десятого -а (поту) трудиться, работать – ξεπατώνομαι, ξεθεώνομαι στη δουλειά, λιώνω στη δουλειά•
    цыганский пот – κρυώνω σαν το γύφτο•
    - ом и кровью добывать – ιδροκοπώ ή φτύνω αίμα για να βγάλω•
    семь -ов сощло с него – του βγήκε ο Θεός ανάποδα, είδε κι έπαθε για να•
    вогнать в пот – ξεπατώνω, λιώνω στη δουλειά.

    Большой русско-греческий словарь > пот

  • 69 пропитание

    ουδ.
    1. διατροφή, συντήρηση•

    найти себе пропитание εξοικονομώ τα προς του ζειν•

    работать на пропитание κερδίζω (βγάζω) τα προς του ζειν.

    2. τροφή.

    Большой русско-греческий словарь > пропитание

  • 70 радио

    ουδ. άκλ. ράδιο, ραδιόφωνο•

    слушать радио ακούω ράδιο•

    работать по радио διορθώνω ράδια: включишь радио βάζω το ράδιο•

    выключить радио σβήνω το ράδιο.

    Большой русско-греческий словарь > радио

  • 71 распоряжаться

    ρ.δ.
    1. βλ. распорядиться.
    2. διευθύνω, διοικώ, κουμαντάρω• διατάζω•

    он больше всего любит, а не работать αυτός

    ιο πολύ αγαπάει να κουμαντάρει, παρά να εργάζεται.

    Большой русско-греческий словарь > распоряжаться

  • 72 самозабвение

    ουδ.
    1. αφοσίωση, απορρόφηση. || λησμονιά, -σύνη.
    2. αφιλαυτία, αυταπάρνηση, αυτοθυσία• παραφροσύνη•

    работать с -ем εργάζομαι με αυταπάρνηση•

    лгобить до -я αγαπώ παράφορα, μέχρι τρέλλας.

    Большой русско-греческий словарь > самозабвение

  • 73 сдельно

    επίρ. με το κομμάτι•

    работать сдельно εργάζομαι με το κομμάτι.

    Большой русско-греческий словарь > сдельно

  • 74 смена

    θ.
    1. αλλαγή• εναλλαγή• αντικατάσταση•

    смена караула αλλαγή φρουράς•

    смена кабинета αλλαγή κυβέρνησης•

    смена дня и ночи εναλλαγή μέρας και νύχτας.

    2. η βάρδια•

    первая η πρώτη βάρδια•

    вторая смена η δεύτερη βάρδια•

    работать в две -ы δουλεύω δυο βάρδιες.

    || αποστολή.
    3. μτφ. η νέα γενιά.
    4. αλλαξιά (ρούχων)•

    возьмите с собою одну -у белья πάρτε μαζί σας μια αλλαξιά ρούχα.

    εκφρ.
    на -у – σε αντικατάσταση.

    Большой русско-греческий словарь > смена

  • 75 совместительство

    ουδ.
    εργασία παράλληλη•. πολυθεσία•

    работать по -у εργάζομαι παράλληλα και σε άλλη εργασία.

    Большой русско-греческий словарь > совместительство

  • 76 спина

    -ы, αιτ. спину, πλθ. спины θ. Η ράχη του σώματος, τα νώτα, η πλάτη•

    согнуть спинау λυγίζω τη ράχη•

    взвалить ношу в -у ρίχνω το φορτίο στη ράχη.

    εκφρ.
    за -ой остаться – μένω πίσω (υστερώ)•
    за -ой у кого делать – κάνω κάτι πίσω•
    сото – τις πλάτες κάποιου (κρυφά από κάποιον)•
    не разгибая спинаы работать – εργάζομαι χωρίς να σηκώσω κεφάλι•
    на собственной -е испытывать – δοκιμάζω στην καμπούρα μου, στο τομάρι μου•
    повернуть спинау к кому-чему ή повернуться -ой к кому-чему – γυρίζω τις πλάτες (τα νώτα) σε κάποιον, σε κάτι• δε δίνω προσοχή, σημασία•
    прятаться за чью -у – αποφεύγω προφασιζόμενος•
    жить (сидеть, быть) за чьей -ой – έχω τη βοήθεια ή προστασία κάποιου•
    выезжать ή ездить на чьей -е – χρησιμοποιώ κάποιον για επιτυχία του σκοπού μου•
    нож в -у кому – πισόπλατο χτύπημα σε κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > спина

  • 77 стать

    стану, станешь ρ.σ.
    1. στέκομαι όρθιος, στέκομαι, ίσταμαι•

    стать у стены στέκομαι στον τοίχο•

    стать у дверях στέκομαι στην πόρτα•

    стать в очередь στέκομαι στη σειρά•

    стать на пост στέκομαι στο πόστο.

    || σηκώνομαι, εγείρομαι•

    стать на ноги σηκώνομαι στα πόδια (όρθιος)•

    стать на колени στέκομαι στα γόνατα.

    2. οτα.\ίατίύ, σταθμεύω•

    стать легерем στρατοπεδεύω•

    стать на ночовку σταθμεύω για διανυκτέρευση.

    || καταλαβαίνω, πιάνω θέση (για μάχη).
    3. μτφ. παίρνω θέση, τοποθετώ τον εαυτό μου.
    4. ξεσηκώνομαι (για αγώνα)•

    стать на защиту угнетнных ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση των καταπιεζομένων.

    || ανατέλλω• βγαίνω• ανεβαίνω, υψώνομαι•

    месяц стал высоко το φεγγάρι ανέβηκε ψηλά.

    || παλ. αρχίζω• σηκώνομαι•

    стал ветер σηκώθηκε άνεμος•

    стала буря σηκώθηκε θύελλα•

    -ли волны σηκώθηκαν κύματα.

    || (διαλκ.) επέρχομαι, γίνομαι•

    -ла ночь νύχτωσε•

    скоро холод станет γρήγορα θα αρχίσει το κρύο.

    5. σταματώ, ανακόπτω (κίνηση, πορεία)•

    полк стал το σύνταγμα σταμάτησε.

    || παύω•

    часы -ли το ρολόγι σταμάτησε, έπαψε να λειτουργεί•

    мотор стал το μοτέρ σταμάτησε•

    стать работу σταματώ τη δουλειά.

    || (για ποτάμι) παγώνω. || (για πάγο) σχηματίζομαι, γίνομαι κατάλληλος (για χιονοδρομία).
    6. (απλ.) στοιχίζω.
    εκφρ.
    стать во главе – μπαίνω επικεφαλής•
    стать между кем – μπαίνω στη μέση (παρακινώ τον έναν κατά του άλλου)•
    стать на квартиру к комуβλ. встать на квартиру; стать на лд αρχίζω να παγοδρομώ•
    стать на лыжи – αρχίζω χιονοδρομία με σκι•
    стать на путьβλ. встать на путь• стать на учт είμαι γραμμένος (στον κατάλογο μιας οργάνωσης)•
    стать на якорь – στσ.μσ.τώ, ρίχνω άγκυρα•
    стать у власти – παίρνω την εξουσία.
    стану, станешь ρ.σ.
    1. (ως συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα)• αρχίζω• γίνομαι•

    я стал писать άρχισα να γράφω•

    он стал агрономом αυτός έγινε αγρονόμος.

    2. η οριστική του ενεστώτα σχηματίζει το μέλλοντα διαρκή αντί του «буду», «будешь»•, я не стану есть δε θα τρώγω•

    я не стану слушать δε θαυπακούω.

    3. συμβαίνω, λαβαίνω χώρα, γίνομαι• αποβαίνω.
    4. απρόσ. υπάρχω. || (με αρνητ ικό μόριο) δε θα υπάρχω, θα έχω πεθάνει•

    тогда меня не -нет τότε εγώ δε θα ζω.

    5. παλ. αρκώ, φτάνω•

    табак у меня -нет ο καπνός εμένα θα μου φτάσει.

    εκφρ.
    стало бытьκ. (απλ.)• стало (παρνθ. λ.) συνεπώς• δηλαδή•
    - ло быть вам не хочется работать – δηλαδή δε θέλεις να δουλέψεις•
    стать нет с кого ή от кого – (απλ.) απ αυτόν όλα να τα περιμένεις.
    βλ. ρ. ενεργ. φ. (3 σημ.).
    -и, γεν. πλθ. -ей θ.
    1. κορμοστασιά, παράστημα• σουλούπι, φιγούρα.
    2. μτφ. χαρακτήρας, ιδιότητα, ψυχοσύνθεση.
    3. (ως κατηγ.) είναι ευπρεπές. || χρησιμότητα, ανάγκη. || (με το αρνητικό μόριο не)• δεν ταιριάζει, δεν αρμόζει, δεν πρέπει,
    εκφρ.
    под стать – α) ομοιάζω με, όμοιος με σαν. β) ανάλογα, αντίστοιχα• παράλληλα.

    Большой русско-греческий словарь > стать

  • 78 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 79 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 80 усердие

    ουδ.
    ζήλος, προθυμία• όρεξη•

    работать с -ем εργάζομαι με ζήλο•

    усердие не по разуму υπέρμετρος (παράλογος) ζήλος.

    || παλ. εγκαρδιότητα.

    Большой русско-греческий словарь > усердие

См. также в других словарях:

  • РАБОТАТЬ — (работать обл.), паботаю, паботаешь, несовер. 1. без доп. Заниматься каким нибудь делом, применяя свой труд, делать что нибудь, трудиться. «По новому работать, по новому руководить.» Сталин. Работать не покладая рук. Работать усиленно. Работать… …   Толковый словарь Ушакова

  • работать — Делать, трудиться, заниматься, подвизаться; сидеть, корпеть, коптеть, мучиться, потеть над чем. Нести труды и заботы. Работать до поту лица, не покладая (не покладаючи) рук; работать, как вол; гнуть горб, горбить спину. Мы всю ночь возились с… …   Словарь синонимов

  • работать параллельно — работать в параллель — [Я.Н.Лугинский, М.С.Фези Жилинская, Ю.С.Кабиров. Англо русский словарь по электротехнике и электроэнергетике, Москва, 1999 г.] Тематики электротехника, основные понятия Синонимы работать в параллель EN operate in… …   Справочник технического переводчика

  • РАБОТАТЬ — РАБОТАТЬ, аю, аешь; несовер. 1. Трудиться над чем н., а также вообще находиться в действии, в работе. Р. у станка. Весь день р. над книгой. Машина работает. Завод работает. Магазин работает без перерыва. Сердце работает. Не мешайте р. 2.… …   Толковый словарь Ожегова

  • работать до усёра — работать до (усрачки, победного конца) Словарь русских синонимов …   Словарь синонимов

  • работать спустя рукава — работать, делать что либо небрежно, кое как. В Древней Руси носили верхнюю одежду с очень длинными, до колен или даже до земли, рукавами. Поэтому работать можно было, только засучив рукава. А при спущенных рукавах нормально выполнять работу было… …   Справочник по фразеологии

  • работать — работать, работаю, работает; дееприч. работая, устарелое и в народно поэтической речи работать, дееприч. работаючи. Срав. у Н. Некрасова: «Лето он жил работаючи, Зиму не видел детей, Ночи о нем помышляючи, Я не смыкала очей» (Мороз, Красный нос) …   Словарь трудностей произношения и ударения в современном русском языке

  • Работать как вол — Работать какъ волъ (лошадь) о тяжеломъ трудѣ. Коринѳ. 9, 9. Тимоф. 5, 18. Второзак. 24, 4 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Работать на шабаш — Работать на шабашъ въ праздничное, свободное время: отъ себя, а не отъ хозяина. Ср. Шабашить прекращать работы. Ср. Шабашъ шабашъ (евр.) суббота, праздникъ, прекращеніе работъ съ вечера пятницы на субботу. См. Шабаш! …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Работать над собой — РАБОТАТЬ, аю, аешь; несов. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Работать - день коротать; отдыхать - ночь избывать. — Работать день коротать; отдыхать ночь избывать. См. РАБОТА ПРАЗДНОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»