-
1 нему
-
2 нему
нему́(употр. после предлогов) дат. п. от он, оно́. -
3 он
он (н)его. (н)ему, (н)им, о нём) αυτός· он только что вышел αυτός μόλις βγήκε* его не было дома δεν ήτανε σπίτι· мы пойдём без него θα πάμε χωρίς αυτόν* я ему напишу θα του γράψω γράμμαзайдём к нему πάμε να περάσουμε σ* αυτόν я хочу его видеть θέλω να τον βλέπω· перевод ' сделан им αυτός έκανε τη μετάφραση· я с ним виделся τον είδα* я о нём не слышал δεν άκουσα γι' αυτόν* * *((н)его, (н)ему, (н)им, о нём)он то́лько что вы́шел — αυτός μόλις βγήκε
его́ не́ было до́ма — δεν ήτανε σπίτι
мы пойдём без не́го — θα πάμε χωρίς αυτόν
я ему́ напишу́ — θα του γράψω γράμμα
зайдём к нему́ — πάμε να περάσουμε σ'αυτόν
я хочу́ его́ ви́деть — θέλω να τον βλέπω
перево́д сде́лан им — αυτός έκανε τη μετάφραση
я с ним ви́делся — τον είδα
я о нём не слы́шал — δεν άκουσα γι' αυτόν
-
4 отнести
-есу, -есшь, παρλθ. χρ. отнс-несла.-лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отнесенный, βρ: -сн, -сена, -сеноρ.σ.μ.1. μεταφέρω•брат отнс письмо в почту ο αδερφός πήγε το γράμμα στο ταχυδρομείο.
|| μεταφέρω από ένα μέρος σε άλλο παίρνω αναμερίζω•отнести й камни от дороги πάρε τις πέτρες από το δρόμο.
2. παρασύρω•ветер отнс шляпу в другую сторону улицы ο άνεμος παρέσυρε το καπέλο στην άλλη μεριά του δρόμου•
течением -лб (απρόσ.) лодку το ρεύμα παρέσυρε τη βάρκα.
|| μετακινώ, προωθώ, επεκτείνω•сосед отнс забор на три метра дальше ο γείτονας επέκτεινε τον περίβολο τρία μέτρα πιο πέρα.
|| απομακρύνω, αναμερώ•отнести ей руку в сторону πάρε το χέρι πέρα, αναμέρισε το χέρι.
3. συμπεριλαβαίνω, συγκαταλέγω. || χρονολογώ, προσδιορίζω χρονολογία• ανάγω. || αποδίδω• θεωρώ•отнести ошибку к небрежности αποδίδω το λάθος σε αμέλεια.
4. αναβάλλω•отнести дело на осень αναβάλλω την υπόθεση για το Φθινόπωρο.
|| αποκόπτω, κόβω μονομιάς.1. (συμπερι) φέρομαι•он к нему отнёсся высокомерно αυτός του φέρθηκε αλαζονικά (υπεροπτικά)•
отнести с уважнием φέρνομαι με σεβασμό.
|| δέχομαι, εκλαμβάνω, παίρνω• δείχνω•он отнёсся с недоверием к его словам αυτός έδειξε δυσπιστίαστα λόγια του ή αυτός δέχτηκε τα λόγια τουμε δυσπιστία.
2. παλ. αποτείνομαι, απευθύνομαι•к нему и следует отнести σ αυτόν πρέπεινα αποτανθείτε•
это ко мне не -стся αυτόδε θα αφορέσει εμένα.
-
5 отбить
1. (отколоть, отделить от чего-л.) σπάζω, διασπώ 2. (выпрямить и заострить лезвие, ударяя по нему молотком) ακονίζω μέσω σφυρηλασίας/σφυρηλάτησης 3. (линию, направление) χαράσσω/χαράζω (την γραμμή, κατεύθυνση).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отбить
-
6 вернуться
вернуть||ся1. ἐπιστρέφω (άμετ.), γυρίζω πίσω, ἐπανέρχομαι, ἐπανακάμπτω:\вернутьсяся домой γυρίζω στό σπίτι· к нему́ верну́-лось сознание συνήλθε, ήρθε στά συγκαλά του·2. (к деятельности, привычкам и т. п.) ξαναγυρίζω, ἐπανέρχομαι, ἀναλαμβάνω πάλιν:\вернутьсяся к вопросу ἐπανέρχομαι είς τό ζήτημα. -
7 как-то
как-тонареч1. (каким-то образом) κάπως, μέ κάποιο τρόπο:он \как-то сумел уладить дело μπόρεσε μέ κάποιο τρόπο νά τακτοποιήσει τήν ὑπόθεση· все э́то \как-то странно ὅλ' αὐτά εἶναι κάπως παράξενα·2. (однажды) κάποτε, μιά φορά, μιά μέρα:я \как-то захрдил к нему́ μιά μέρα τόν ἐπισκέφτηκα· \как-то раз μιά φορά·3. (а именно) καί συγκεκριμένα, δηλαδή:все предприятия, \как-то:строительные, текстильные, полиграфические и т. д... ὀλες οἱ ἐπιχειρήσεις, καί συγκεκριμένα οἱ οἰκοδομικές, ὑφαντουργικές, τυπογραφικές κ.λ.π...·4. вопр. и относ, (каким образом, как) πῶς:\как-то еще закончится эта история πως θά τελειώσει αὐτή ἡ ιστορία; -
8 он
он[(н)его́, (н)ему́, (и)им, о нем] мест, личн. 3 л. ед. ч. м. р. αὐτός:он самый αὐτός, αὐτός ὁ ἰδιος· он ду́мает, что... αὐτός νομίζει, δτι...· это письмо от него αὐτό τό γράμμα εἶναι ἀπ' αὐτόν мне иу́жно пойти к нему πρέπει νά πάω σ' αὐτόν можно его́ видеть? μπορῶ νά τόν δῶ;· вот он νάτος· работать с ним δουλεύω μ'αύτόν· говорить о нем μιλώ γι ' αὐιόν. -
9 подступаться
подступать||сяπλησιάζω (άμετ.):не знаешь, с какой стороны́ к нему́ подступиться δέν ξέρεις πῶς νά τόν πλησιάσεις. -
10 подъехать
подъехатьсов см. подъезжать· не знаю, как к нему́ \подъехать перен разг δέν ξέρω πῶς νά τόν πλησιάσω. -
11 приступаться
приступать||сяразг πλησιάζω:к нему́ не приступишься· δεν μπορείς νά τόν πλησιάσεις. -
12 влечь
влечь 1влягу, вляжешь, влягут, παρλθ. χρ. влег, влегла, -ло, ρ.σ.ξαπλώνω ανάμεσα, εισχωρώ, μπαίνω μέσα.влечь 2влеку, влечешь, влекут, παρλθ. χρ. влек, влекла, -ло, παθ. μτχ. ενεστ. влекомый, βρ: -ом, -а, -о, ρ.δ.μ.1. τραβώ, έλκω, ελκύω, σέρνω, σύρω•усталая лошадь еле влекла повозку το κουρασμένο άλογο μόλις μπορούσε και τραβούσε το κάρο.
2. μτφ. θέλγω•она влекла его к себе, как магнит αυτή τον τραβούσε σα μαγνήτης.
влечь за собой συνεπάγομαι, έχω σα συνέπεια, συνεπιφέρω, φέρω•
преступление -чет за собой наказание το έγκλημα συνεπάγεται τιμωρία•
одно несчастье -чет за собой другое το ένα κακό φέρνει το άλλο.
1. τραβιέμαι, έλκομαι, ελκύομαι, σύρομαι•телега -чется волами το κάρο το τραβούν τα βόδια.
|| αργοβαδίζω, σέρνομαι. || (γιαχρόνο) παρέρχομαι, περνώ αργά, αργοδιαβαίνω.2. μτφ. θέλγομαι, προσελκύομαι•ее сердце -клось к нему η καρδιά της αιχμαλωτίστηκε απ’ αυτόν.
-
13 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
14 добиться
-бьюсь, -бьшьсяρ.σ.πετυχαίνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, πραγματοποιώ κατόπιν προσπαθειών•наконец он -лся этого места επιτέλους αυτός κατόρθωσε να πάρει αυτή τη θέση•
она -лась своего αυτή πέτυχε εκείνο που ήθελε (επεδίωκε).
|| εισχωρώ, εισδύω, εισέρχομαι, φτάνω ως•к нему не -ешься ως αυτόν δεν μπορείς να φτάσεις, αυτόν δεν μπορείς να τον ιδείς.
εκφρ.не добиться слова, ответа – δεν μπορώ να του αποσπάσω (να του βγάλω) λέξη, απάντηση•не добиться толку – δεν μπορώ να βγάλω κανένα νόημα. -
15 заслышать
-шу, -шишьρ.σ.1. ακούω (από μακριά)•-ав голос отца я побежал к нему а-κούοντας τη φωνή του πατέρα, έτρεξα προς αυτόν να τον συναντήσω.
2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, ακούω.3. οσφραίνομαι, μυρίζομαι, οσμίζομαι.ακούομαι•-лся шум ακούστηκε θόρυβος.
-
16 он
он 1его, ему, его, им, о нём (στις πλάγιες πτώσεις παίρνει στην αρχή το γράμμα Η, αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: от него, к нему, на него, с ним, о нём), προσ. αντων. 3ου προσώπου καθώς και κτητ. αντωνυμία αυτός•он читает αυτός διαβάζει•
его дом το σπίτι του•
за ним μετά (πίσω) απ αυτόν•
он сам αυτός ο ίδιος.
|| (σε συνδυασμό με το μόριο вот αποκτά σημ. δεικτικής αντωνυμίας)• αυτός•вот он να αυτός, νάτος•
вот он я εγώ είμαι αυτός, νά με.
|| ως ουσ. ο αγαπητικός, ο ερωμένος ο ήρωας μυθιστορήματος•я ей не он εγώ δεν είμαι ο αυτός της.
εκφρ.пусть (пускай) его – (για αδιαφορία) άφησε τον, άς τον(ε)..он 2άκλ. ουδ. παλ. ονομασία του γράμματος «О». -
17 оно
его, ему, его, им, о нём(στις πλάγιες πτ. παίρνει στην αρχή το γράμμα «Н», αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: от него, к нему, на него, с ним, о нём), ουδ. της προσ. αντων. 3ού προσώπου αυτό (βλ. σημ. он1). -
18 подвернуть
-ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подврнутый, βρ: -нут, -а, -оρ.σ.μ.1. αναδιπλώνω, αναστρέφω, αναγυρίζω. || τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω. || περιστρέφω, περιτυλίγω, περιβάλλω, ντύνω, φορώ.2. λυγίζω, κάμπτω, κυρτώνω. || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω.3. βιδώνω, κοχλιώνω, στρίβω λίγο. || ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω χαμηλώνω (για λάμπα, φανάρι, φως κλπ.).,4. δίνω, βάζω, χώνω, πασσάρω.5. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, στρέφω•-ни к нему γύρνα προς αυτόν.
1. αναδιπλώνομαι, αναστρέφομαι.2. στρέφομαι, στρίβομαι, γυρίζω. || εξαρθρώνομαι. στραμπουλίζομαι.3. βιδώνομαι, κοχλιώνομαι λίγο.4. μου λαχαίνει, μου τυχαίνει, βλέπω τυχαία. || υποπίπτω, βρίσκομαι τυχαία κάτω απο.5. πλησιάζω (με ιδιοτελείς σκοπούς). -
19 подойти
-йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•-дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•
-шёл поезд πλησίασε το τρένο•
подойти опять ξαναπλησιάζω.
2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•
катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•
подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•
моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).
3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•
критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•
всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.
4. ταιριαζω, πηγαίνω•этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•
цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.
5. φουσκώνω•тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.
6. χωρώ•корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.
|| συμφέρω•такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.
|| εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.
εκφρ.подойти к концу – φτάνω στο τέλος. -
20 пристать
ρ.σ.1. (επι)κολλώ•грязь -ла к одежде η λάσπη κόλλησε στα ρούχα.
2. μολύνομαι• αρπάζω•к нему -ла малярия αυτός κόλλησε ελονοσία.
3. ενοχλώ, σκοτίζω. || γίνομαι φόρτωμα, φορτικός, κολλώ.4. συνδέομαι, προσχωρώ, συνασπίζομαι.5. προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, αράζω.6. καταλύω, ξενιζομαι.7. (απρόσ.) αξίζω, αρμόζω, ταιριάζω, πρέπω•тебе не -ло заниматься такими разговорами δεν αρμόζει σε σένα να ασχολήσαι με τέτοιες κουβέντες.
|| με πάει, μου πηγαίνει, με φέρνει καλά, μου ταιριάζει.8. κουράζομαι, αποσταινω•
- 1
- 2
См. также в других словарях:
нему — НЕМУ. дат. от он и от оно в положении после предлогов. К нему. По нему. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 … Толковый словарь Ушакова
нему́дрый — ая, ое; мудр, мудра, мудро. 1. Не обладающий большой мудростью, большим умом. [Иван Герасимыч], конечно, немудрый [человек], поменяться с ним идеей нечего и думать, зато нехитрый, добрый, радушный. И. Гончаров, Обломов. || Не заключающий в себе… … Малый академический словарь
НЕМУ́ХИН Владимир Николаевич — Владимир Николаевич (р. 1925), живописец. С нач. 60 х гг. один из лидеров моск. художников нонконформистов . Абстрактным полотнам Н. свойственны напряжённость мазка, мощная звучность цветовых аккордов ( Посвящение Баху , 1960) … Биографический словарь
Стоит гроб на пути, нет к нему пути; идет к нему посол нем, несет грамоту не писанную, дает читать неграмотному. — (ковчег, голубь, ветвь, Ной). См. ВЕРА ЗАГАДКИ … В.И. Даль. Пословицы русского народа
ЛИЦЕНЗИРОВАНИЕ ДЕЯТЕЛЬНОСТИ, СВЯЗАННОЙ С ХОЛОДНЫМ ОРУЖИЕМ НЕВОЕННОГО НАЗНАЧЕНИЯ, ОРУЖИЕМ ОХОТНИЧЬИМ, СПОРТИВНЫМ, ГАЗОВЫМ (В ТОМ ЧИСЛЕ ГАЗОВЫМИ БАЛЛОНЧИКАМИ), БОЕПРИПАСАМИ К НЕМУ, КОЛЛЕКЦИОНИРОВАНИЕМ И ЭКСПОНИРОВАНИЕМ ОРУЖИЯ — осуществляется в соответствии с Декретом Президента Республики Беларусь от 14 июля 2003 г. N 17 О лицензировании отдельных видов деятельности и Положением о лицензировании деятельности, связанной с холодным оружием невоенного назначения, оружием… … Юридический словарь современного гражданского права
Она к нему, а он ко мне — Она къ нему, а онъ ко мнѣ (иноск.) объ отсутствіи взаимности. Ср. Ну, люди въ здѣшней сторонѣ, Она къ нему, а онъ ко мнѣ! А я... одна лишь я любви до смерти трушу! А какъ не полюбить буфетчика Петрушу. Грибоѣдовъ. Горе отъ ума. 2, 14. Лиза. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Третий энергопакет ЕС и отношение к нему России — Третий энергопакет реформ в области газа и электроэнергии, утвержденный в Евросоюзе в 2009 году, направлен на либерализацию рынка электроэнергии и газа. Он включает шесть законодательных актов, предусматривающих ограничения для вертикально… … Энциклопедия ньюсмейкеров
она к нему, а он ко мне — (иноск.) об отсутствии взаимности Ср. Ну, люди в здешней стороне, Она к нему, а он ко мне! А я... одна лишь я любви до смерти трушу! А как не полюбить буфетчика Петрушу. Грибоедов. Горе от ума. 2, 14. Лиза. Ср. Ein Jüngling liebt ein Mädchen, Die … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Я памятник себе воздвиг нерукотворный, К нему не заростет народная тропа — Я памятникъ себѣ воздвигъ нерукотворный, Къ нему не заростетъ народная тропа. А. С. Пушкинъ. Памятникъ. Ср. Я памятникъ себѣ воздвигъ чудесный, вѣчный: Металловъ тверже онъ и выше пирамидъ. Г. Р. Державинъ. Памятникъ. Ср. Plus hardi que les… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Не Шекспир главное, а примечания к нему — Из записной книжки Антона Павловича Чехова (1860 1904), который записал в ней такое «мнение профессора» (впервые напечатано в сборнике «Слово». М., 1914). Иронически: о псевдонаучном крохоборстве, охоте за малозначащими деталями, которая выдается … Словарь крылатых слов и выражений
Чтоб твой двор заглох, и крыльцо травой поросло, и никто бы к нему дороги не торил! — См. БРАНЬ ПРИВЕТ … В.И. Даль. Пословицы русского народа