Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

на+голову

  • 1 голова

    голов||а
    ж
    1. прям., перен ἡ κεφαλή, τό κεφάλι:
    с непокрытой \головаой ἀσκεπής, ξεσκούφωτος· светлая \голова перен φωτεινός νοῦς, (ρωτεινό μυαλό· пустая \голова ὁ κουφιοκέφαλος, ὁ κουφιοκεφαλάκης· горячая \голова перен ὁ θερμόαιμος' с ясной \головао́й νηφάλια, μέ καθαρό μυαλό· кивать \головао́й κατανεύω·
    2. (единица счета скота) τό κεφάλί
    3. (руководитель, начальник) ὁ ἐπί κεφαλής, ἡ κεφαλή, ὁ ἀρχηγός:
    городской \голова ист. ὁ δήμαρχος, ὁ πρόεδρος τοῦ δημοτικοῦ συμβουλίου· ◊ \голова сахару ἕνα κεφάλι ζάχαρη· \голова идет кру́гом τά χάνω, σαστίζω· у него закружилась \голова ζαλίστηκε· у нее закружилась \голова от успеха ἀπό τήν ἐπιτυχία πήραν τά μυαλά της ἀέρα· с \головаы́ до ног ἀπό τήν κορυφή ὡς τά νύχια· валить с больной \головаы на здоровую φορτώνω τά σφάλματα μου σέ ἄλλον в первую голову πρίν ἀπ' ὅλα, πρώτιστα· мне пришло в голову μοῦ ήρθε στό μυαλό, μοῦ κατέβηκε· вбить (или забрать) себе в голову βάζω στό κεφάλι μου, βάζω στό νοῦ μου· выкинуть из \головаы βγάζω ἀπ'τό νοῦ μου· разбить на голову συντρίβω ὁλοκληρωτικά, τσακίζω κατακέφαλα· терять голову χάνω τά λογικά μου· ломать голову над чем-л. σπάνω τό κεφάλι μου νά· вскружить голову кому́-л. ξεμυαλίζω κάποιον· морочить кому́-л. голову ζαλίζω, σκοτίζω, τσατίζω κάποιον забивать кому́-л. голову φουσκώνω τά μυαλά κάποιού намылить кому́-л. го́лоиу βάζω γερή κατσάδα σέ κάποιον голову даю на отсечение что... κόβω τό κεφάλι μου πώς...· повесить голову χάνω τό θάρρος μου· сложить голову σκοτώνομαι στή μάχη, δίνω τή ζωή μου· на свою голову στήν καμπούρα μου, ἀπάνω μου1 сломя голову πολύ γρήγορα· очертя голову μέσ' τά ὅλα, ριψοκινδυνεύοντας τά πάντα· иметь голову на плечах εἶμαι στά λογικά μου, εἶμαι στά καλά μου· вино́ ударило ему́ в голову τό κρασί τον χτύπησε στό κεφάλι· как снег на голову (появиться, свалиться) ἐξαφνα, ξαφνικά, ἀναπάντεχα· снявши голову по волосам не плачут погов. ὁ βρεγμένος τή βροχή δέν τή φοβάται· окунуться (или уйти) с \головао́й во что́-л. ρίχνομαι μέ τά μούτρα· быть \головао́й выше кого́-л. στέκομαι ἕνα κεφάλι πιό ψηλά ἀπό κάποιον ручаться \головао́й ἐγγυώμαι προσωπικά, βάζω τό κεφάλι μου· отвечать \головао́й εἶμαι ὑπεύθυνος μέ τή ζωή μου· поплатиться \головаой πληρώνω μέ τή ζωή μου,· πληρώνω μέ τό κεφάλι μου· рисковать \головао́й παίζω τό κεφάλι μου, ριψοκινδυνεύω τή ζωή μου· выдать себя с \головао́й ξεσκεπάζομαι, ἀποκαλύπτομαι· биться \головао́й о стен(к)у χτυπιέμαι, χτυπῶ τό κεφάλι μου στον τοίχο· в \головаах στό προσκέφαλο· сколько голов, столько умо́в погов. ὁ καθένας μέ τό χαβᾶ του.

    Русско-новогреческий словарь > голова

  • 2 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 3 приклонить

    -оню, -онишь παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приклонённый, βρ: -нён, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    λυγίζω, κάμπτω, λυγίζοντας πλησιάζω•

    приклонить ветки дерева к земле λυγίζω τα κλαδιά του δέντρου προς τη γη.

    || κλίνω, γέρνω•

    приклонить голову к плечу γέρνω το κεφάλι στον ώμο.

    εκφρ.
    голову (главу) приклонить – έχω που την κεφαλήν κλίναι•
    негде (некуда) голову (главу) приклонить – δεν έχω που την κεφαλήν κλίναι (δεν έχω αποκούμπι, στήριγμα)•
    приклонить слух (ухо) – τεντώνω το αυτί να ακούσω καλά, εντείνω την ακοή (ακούω προσεχτικά).
    λυγίζω, κάμπτομαι κλπ..ρ. ενεργ. φ. приклонить книзу κάμπτομαι προς τα κάτω.

    Большой русско-греческий словарь > приклонить

  • 4 лезть

    лезть
    несов
    1. (наверх) σκαρφαλώνω, ἀναρριχιέμαι:
    \лезть на Λέρεβο σκαρφαλώνω στό δένδρο· \лезть на гору ἀνεβαίνω στό βουνό·
    2. (входить) εἰσέρχομαι, μπαίνω / είσδύω, είσχωρῶ (проникать)! διολισθαίνω, γλιστρώ, χώνομαι (в узкое место):
    \лезть в воду μπαίνω στό νερό·
    3. (вмешиваться во что-л.) разг χώνομαι, ἀνακατεύομαι, ἀνακατώνομαι:
    \лезть не в свое дело χώνω τήν μύτη μου ἐκεῖ πού δέν πρέπει·
    4. (о волосах, мехе и т. п.) πέφτω, πίπτω:
    полосы лезут πέφτουν τά μαλλιά μου·
    5. (быть впору, подходить по размерим) разг μπαίνω, χωράω:
    фуражка не лезе-ι ему на голову τό κασκέτο δέν τοϋ χωράει στό κεφάλι· ◊ \лезть из кожи вон κάνω τό πᾶν, καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες, βάζω ὅλα μου τά δυνατά· \лезть на рожо́н διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω· он в карман за словом не лезет ἔχει τήν ἀπάντηση ἐτοιμη· \лезть в голову μοθ μπαίνει στό κεφάλι.

    Русско-новогреческий словарь > лезть

  • 5 разбивать

    разбивать
    несов
    1. σπάνω, σπάζω, συντρίβω/ κομματιάζω (дробить):
    \разбивать вдребезги κάνω θρύψαλα, θρυμματίζω· \разбивать голову σπάζω τό κεφάλι·
    2. перен συντρίβω, τσακίζω, καταστρέφω:
    \разбивать чье-л. счастье καταστρέφω τήν εὐτυχία κάποιου· \разбивать надежды γκρεμίζω τίς ἐλπίδες·
    3. (побеждать) τσακίζω, κατατροπώνω:
    \разбивать на голову врага τσακίζω (или κατατροπώνω) τόν ἐχθρό·
    4. (опровергать) ἀναιρώ, ἀνατρέπω:
    \разбивать доводы противника ἀνατρέπω τά ἐπιχειρήματα τοῦ ἀντιπάλου·
    5. (разделять) χωρίζω/ ἀναλύω (расчленять):
    \разбивать на слоги χωρίζω σέ συλλαβές·
    6. (лагерь и т. ἡ.) στήνω:
    \разбивать палатку στήνω σκηνή·
    7. (размечать, распланировывать) χαράζω, σχεδιάζω:
    \разбивать аллею χαράζω δενδροστοιχία[ν]· \разбивать по́ле на участки χωρίζω τό χωράφι σέ τμήματα· ◊ \разбивать в пух и прах κάνω σκόνη· быть разбитым параличом παθαίνω παράλυση.

    Русско-новогреческий словарь > разбивать

  • 6 бросать

    ρ.δ.μ.
    1. ρίπτω, ρίχνω, πετώ•

    гранату ρίχνω χειροβομβίδα•

    бросать якорь ρίχνω άγκυρα.

    2. μετακινώ, στέλλω, κατευθύνω•

    бросать войска в бой ρίχνω στρατεύματα στη μάχη.

    3. διαχέω, σκορπίζω•

    бросать тень ρίχνω σκιά•

    солнце -ет лучи ο ήλιος ρίχνει, τις ακτίνες.

    4. αποβάλλω ως άχρηστο•

    он крох не -ет αυτός δεν πετάει ούτε τα ψίχουλα.

    || τοποθετώ άταχτα•

    бросать одежду как попало αφήνω (πετώ) τα ενδύματα όπως και όπου λάχει.

    5. αφήνω, εγκαταλείπω, παρατώ•

    бросать семью εγκαταλείπω την οικογένεια.

    || μτφ. παύω, σταματώ•

    бросать курить παύω να καπνίζω, κόβω το κάπνισμα•

    -айте работу! σταματήστε τη δουλιά!

    (απρόσ.) με πιάνει, με καταλαμβάνει•

    меня -ает то в жар, то в холод με πιάνει πότε ζέστη, πότε κρύο.

    εκφρ.
    бросать деньги – σπαταλώ (σκορπίζω) τα χρήματα•
    бросать жребий – ρίχνω τον κύβο, το ζάρι (λύνω τι με την τύχη)•
    бросать камень ή камнем ή грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω•
    бросать оружие – πετώ το όπλο (παραδίνομαι, δειλιάζω)•
    бросать перчатку – α) πετώ το γάντι (προκαλώ σε μονομαχία)• β) μπαίνω σε αγώνα εναντίον κάποιου•
    бросать свет – ρίχνω φώς, φωτίζω (διευκρινίζω, διασαφηνίζω)•
    бросать теньμτφ. αμαυρώνω.
    1. αλληλορίχνω•

    -снежками χιονοπολεμώ.

    || μτφ. περιφρονώ, δεν υπολογίζω•

    бросать людьми δεν λογαριάζω τους ανθρώπους (τον κόσμο).

    2. σπεύδω, τρέχω•

    бросать на помощь τρέχω σε βοήθεια.

    || ρίχνομαι, πέφτω•

    бросать на колени πέφτω στα γόνατα•

    бросать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά, -ιές.

    3. επιτίθεμαι, επιπίπτω, ορμώ, χυμώ, χύνομαι•

    собаки –ются на прохожих τα σκυλιά χύνονται στους διαβάτες.

    || τρώγω αχόρταγα•

    бросать на еду ρίχνομαι στο φαΐ.

    4. πηδώ από ψηλά•

    бросать в воду ρίχνομαι στο νερό•

    бросать в пропасть ρίχνομαι στο γκρεμό•

    бросать с моста ρίχνομαι από το γεφύρι.

    5. ρίχνομαι κλπ. ρ.μ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).
    εκφρ.
    бросать деньгами – σπαταλώ τα χρήματα•
    бросать словами, обещаниями – πετώ λόγια, δίνω υποσχέσεις (μιλώ ανεύθυνα)•
    бросать в глаза – χτυπώ στα μάτια (τραβώ την προσοχή, κάνω εντύπωση)•
    вино ή хмель -ется в голову – με χτυπά το κρασί στο κεφάλι (με μεθά)•
    краска ή кровь -ется в лицо – κοκκινίζω (από κάποιο αίσθημα)’ кровь -ется в голову μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > бросать

  • 7 вколотить

    -лочу, -лотишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -лоченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. μπήγω•

    вколотить гвозды χτυπώ καρφιά•

    вколотить кол в землю μπήγω πάσσαλο στη γη.

    2. (απλ.) βάζω, τυπώνω στο μυαλό, στο κεφάλι (με επίμονες επαναλήψεις).
    εκφρ.
    вколотить себе в голову – τυπώνω στο μυαλό μου•
    -ил себе в голову, будто его преследуют – του τυπώθηκε στο μυαλό πως τον καταδιώκουν.

    Большой русско-греческий словарь > вколотить

  • 8 вскружить

    -ужу, -ужи/шь, κ. -у/жишь, ρ.σ.μ.
    στην εκφρ. вскружить голову ξελογιάζω, παραλογιάζω, ξεμυαλίζω, σηκώνω τα μυαλά•
    успех -ил ему голову – η επιτυχία τον ξελόγιασε, του πήρε τα μυαλά.
    вскружить голова ή ум ξελογιάζομαι, ξεμυαλίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > вскружить

  • 9 закинуть

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ•

    закинуть невод ρίχνω το δίχτυ•

    закинуть мячик на крышу πετώ το τόπι στη στέγη.

    2. μτφ. φέρω σε δυσχερή θέρη•

    судьда -ла меня сюда η τύχη μ’ έρριξε εδώ•

    -петлю ρίχνω θηλειά•

    закинуть ногу на ногу ρίχνω το πόδι απανωτό•

    высоко закинуть голову σηκώνω ψηλά το κεφάλι, τινάζω το κεφάλι επάνω•

    закинуть голову назад γέρνω απότομα το κεφάλι πίσω•

    бурей -ло корабль к неизвестным берегам η τρικυμία έρριξε το καράβι σε άγνωστες ακτές. закинуть дело παραμελώ υπόθεση.

    εκφρ.
    закинуть словечко – α) πετώ μια λεξούλα (κάυω υπαινιγμό)• β) λέγω ένα καλό λόγο (συνηγορώ)•
    закинуть удочку – ψαρεύω, προσπαθώ να μάθω.
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, σκαλώνω, αγκιστρώνομαι.
    2. γέρνω πίσω.
    3. τρέχοντας πετάγομαι στην άκρη (για άλογο).

    Большой русско-греческий словарь > закинуть

  • 10 кидать

    ρ.δ. μ.
    1. ρίχνω, ρίπτω, πετώ, βάλλω, εξακοντίζω•

    кидать камнями πετροβολώ, λιθοβολώ•

    кидать невод ρίχνω το δίχτυ•

    кидать тень ρίχνω σκιά•

    кидать свет ρίχνω φως•

    кидать взгляд ρίχνω ματιά.

    || μτφ. εκφέρω (βάζω) απανωτά, βροχηδόν (ερωτήματα, παρατηρήσεις κ.τ.τ.).
    2. απρόσ μου προκαλεί, μου φέρνει, μου έρχεται (για ζέστη, τρόμο, ιδρώτα κ.τ.τ.)• сон меня -ет ύπνος μου έρχεται, νυστάζω•

    меня -ет то в жар, то в холод μου έρχεται μια ζέστη, μια κρύο•

    его -ет в дрожь τον πιάνει τρεμούλα.

    εκφρ.
    кидать грязью – βάζω γάνες, αμαυρώνω (κατηγορώ, κατακρίνω).
    1. ρίχνομαι, πετάγομαι, εξακοντίζομαι.
    2. κατευθύνομαι, τρέχω γρήγορα. || ορμώ•

    кидать в объятия ρίχνομαι στην αγκαλιά•

    собаки -лись на него τα σκυλιά ορμούσαν κατ' επάνω του.

    || αρέσκομαι•

    дети -ются на сласти τα παιδιά ρίχνονται στα γλυκά.

    3. πηδώ•

    кидать в реку ρίχνομαι στο ποτάμι.

    4. στριφογυρίζω, περιφέρομαι, πηγαίνω πέρα-δώθε.
    εκφρ.
    кидать в глазаβλ. бросаться в глазе• вино ή хмель -ется в голову μεθώ, μεπιώνει το κρασί•
    кровь -ется в голову – μον ανεβαίνει•
    то – αίμα. στο κεφάλι..

    Большой русско-греческий словарь > кидать

  • 11 крутить

    кручу, крутишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. крученный
    -чен, -а, -о
    ρ.δ.
    1. μ. περιστρέφω, γυρίζω•

    крутить ручку шарманки φέρνω γύρα τη λαβή της λατέρνας.

    2. μτφ. στρίβω, συστρέφω, κλώθω γνέθω•

    крутить пряжу γνέθω κλωστή•

    крутить папиросу, сигарку στρίβω τσιγάρο•

    крутить ус στρίβω το μουστάκι•

    крутить голову στρέφω (γυρίζω) το κεφάλι.

    3. στροβιλίζω•

    ветер -ил пыль ο άνεμος στροβίλιζε τη σκόνη•

    начинает позёмка αρχίζει να χιονοστροβιλίζει.

    4. διευθύνω, διαχειρίζομαι•

    она им -ит, как хочет αυτή τον κάνει όπως θέλει.

    5. στρεψοδικώ, κάνω υπεκφυγές, στριφογυρίζω.
    6. ερωτεύομαι, γυρίζω•

    он -ит с девушками αυτός γυρίζει με τα κορίτσια.

    εκφρ.
    крутить голову – σκοτίζω το κεφάλι•
    крутить любовь ή романβλ. 6 σημ. крутить руки кому α) στραγγουλίζω τα χέρια κάποιου, β) δένω τα χέρια πίσω•
    крутить носом – εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, κοντραστάρω πεισμώνω•
    как (там) ни -и – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.
    1. περιστρέφομαι, συστρέφομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.
    2. έχω πολλές φροντίδες, σκοτούρες.
    εκφρ.
    как (там) ни -ись – (απλ.) ό,τι και να κάνεις, θέλεις και δε θέλεις.

    Большой русско-греческий словарь > крутить

  • 12 поднять

    -ниму, -нимешь κ. подыму, подымешь, παρλθ. χρ. поднял
    -ла, -ло, παθ.. μτχ. παρλθ. χρ. поднятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σηκώνω, παίρνω από κάτω, αίρω•

    поднять ребёнок с полу σηκώνω το παιδάκι από το πάτωμα•

    поднять упавший платок σηκώνω το μαντήλι που έπεσε•

    опять поднять ξανασηκώνω.

    2. μτφ. είμαι σε θέση, αντέχω•

    я не могу поднять этот труд δεν σηκώνω αυτή τη δουλειά.

    || μτφ. ανασκαλίζω, ερευνώ, ψάχνω•

    поднять архив ανασκαλίζω το αρχείο.

    3. ανεβάζω•

    поднять ящик на чердак ανεβάζω το κΑ-βώτιο στη σοφίτα.

    || υψώνω•

    поднять русу σηκώνω το χέρι•

    поднять голову σηκώνω το κεφάλι.

    || ανυψώνω•

    поднять занавес σηκώνω την αυλαία.

    4. γιατρεύω, θεραπεύω, σηκώνω.
    5. εξεγείρω, ξεσηκώνω•

    народ ξεσηκώνω το λαό.

    || ξυπνώ, σηκώνω από τον ύπνο, από το κρεβάτι.
    (κυνηγ.) διώχνω από την κρύπτη, το λόζιο•

    собака -ла зайца и погнала его το σκυλί σήκωσε το λαγό και τον κυνήγησε.

    || κάνω να ανεβεί, να υψωθεί•

    поднять пыль σηκώνω σκόνη.

    || μτφ. διεγείρω, ερεθίζω, προκαλώ (αισθήματα, σκέψεις κ.τ.τ.).
    6. ξεσηκώνω•

    поднять восстание ξεσηκώνω επανάσταση•

    -шум ξεσηκώνω θόρυβο•

    поднять возню ξεσηκώνω ταραχή•

    поднять крик βγάζω κραυγή•

    поднять хохот ανακαγ-χάζω.

    || ανακινώ•

    поднять дело против кого-л. ανακινώ ζήτημα κατά κάποιου.

    7. υψώνω, ανεβάζω•

    поднять насыппь υψώνω το ανάχωμα.

    || μτφ. εξυψώνω•

    поднять в глазах общества εξυψώνω στα μάτιατης κοινωνίας (του κοινού).

    8. (μουσ.) υψώνω•

    поднять голос αναβάζω τη φωνή•

    поднять скрипку σηκώνω,το βιολί (κουρδίζω ψηλότερα)•

    поднять струну σηκώνω (τεντώνω) τη χορδή.

    9. μεγαλώνω, αυξαίνω•

    поднять давление пара ανεβάζω την πίεση του ατμού•

    поднять цены υψώνω τις τιμές.

    || μτφ. ανεβάζω•

    поднять дух ξεσηκώνω το ηθικό.

    10. ανορθώνω καλυτερεύω•

    поднять хозяйство ανορθώνω το νοικοκυριό.

    11. οργώνω χέρσα γη, ξεχερσώνω.
    12. ξεχωρίζω, κάνω κάτι να διακρίνεται καθαρότερα•

    поднять карту ξεχωρίζω στο χάρτη (με χρώμα).

    εκφρ.
    поднять глаза, взор – σηκώνω τα μάτια, υψώνω το βλέμμα•
    поднять голову – σηκώνω κεφάλι (αυθαδιάζω, παραθαρεύω)•
    поднять голос – υψώνω τη φωνή (-εναντιώνομαι)•
    поднять голос протеста – υψώνω φωνή διαμαρτυρίας•
    поднять меч ή оружие – αρχίζω ή ξεκινώ πρώτος τον πόλεμο, τη διένεξη άρχομαι χειρών αδίκων•
    - пары – σηκώνω ατμούς•
    перчатку – σηκώνω το γάντι (δέχομαι την πρόκληση για μονομαχία)•
    поднять петли – πιάνω τις (βγαλμένες) θηλειές (πλεκτού)•
    поднять шерст – ορθώνω τις τρίχες•
    поднять на воздух – τινάζω στον αέρα•
    поднять на смех кого – γελοιοποιώ κάποιον.
    1. ανεβαίνω, ανέρχομαι υψώνομαι, σηκώνομαι•

    поднять на крышу ανεβαίνω στη στέγη•

    поднять на гору ανεβαίνω στο βουνό•

    флаг -лся η σημαία υψώθηκε•

    рука -ла.сь το χέρι υψώθηκε.

    || αναπλέω.
    2. ανατέλλω, προβάλλω, βγαίνω•

    -лся месяц βγήκε το φεγγάρι.

    3. ανορθώνομαι, σηκώνομαι ορθός. || (για άρρωστο) θεραπεύομαι, σηκώνομαι. || μεγαλώνω, ωριμάζω, γίνομαι ενήλικος. || μτφ. ξανασηκώνομαι, ανορθώνομαι, αναλαβαίνω, ξαναστέκω στα πόδια (οικονομικά κ.τ.τ.).
    4. εγείρομαι•

    поднять с места σηκώνομαι από τη θέση.

    || φεύγω, αναχωρώ, πηγαίνω•

    поднять в сибирь φεύγω για τη Σιβηρία.

    || ξυπνώ σηκώνομαι (από τον ύπνο, το κρεβάτι). || πετώ προς τα πάνω, ανίπταμαι. || ξεσηκώνομαι, εξεγείρομαι•

    народ -лся против тирании ο λαός ξεσηκώθηκε κατά της τυραννίας•

    поднять на защиту родины ξεσηκώνομαι για υπεράσπιση της πατρίδας.

    5. μτφ. αναφύομαι, ξεπροβάλλω, προκύπτω, γεννιέμαι, εμφανίζομαι•

    -лся вопрос προέκυψε ζήτημα.

    6. φουσκώνω (για ζυμάρι κ.τ.τ.).
    7. (μουσ.) υψώνομαι, σηκώνομαι, δυναμώνω.
    8. ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    температура -лась η θερμοκρασία ανέβηκε•

    цены на товары -лись οι τιμές στα εμπορεύματα ανέβηκαν.

    || μτφ. καλυτερεύω, επανέρχομαι, επανακτώμαι•

    настроение -лось η διάθεση επανήλθε.

    || ταχτοποιούμαι κλπ. р; ενεργ, φ.

    Большой русско-греческий словарь > поднять

  • 13 свернуть

    -ну, -нёшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сврнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω•

    свернуть ковр περιτυλίγω το χαλί, συστέλλω, μαζεύω.

    2. στρίβω, συστρέφω•

    свернуть папиросу στρίβω τσιγάρο.

    3. συμπτύσσω, περιστέλλω, συμμαζεύω• μειώνω, ελαττώνω την έκταση ή το μέγεθος•

    свернуть фронт συμπτύσσω την έκταση του μετώπου.

    || καταργώ προσωρινά.
    4. (στρατ.) κλιμακώνω κατά βάθος.
    5. στρίβω, στρέφω, κόβω•

    свернуть налево κόβω αριστερά.

    6. μτφ. αλλάζω•

    свернуть разговор γυρίζω αλλού την κουβέντα.

    7. στρέφω•

    свернуть голову направо στρέφω το κεφάλι δεξιά.

    || εξαρθρώνω, διαστρέφω, στραμπουλίζω•

    свернуть ногу στραμπουλίζω το πόδι.

    8. μετακινώ, σπρώχνω χτυπώντας. || στραβώνω χτυπώντας•

    свернуть ему -ли челюсть в драке του στράβωσαν το σιαγόνι στον καυγά.

    9. (απλ.) με πιάνει καλλάζουσα ασθένεια. || ξεστρίβω, βγάζω. || χαλνώ, φθείρω, καταστρέφω•

    свернуть резьбу гайки χαλνώ την ελικοειδή εγκοπή του περικοχλίου•

    свернуть ключ χαλνώ το κλειδί από το συχνό στρίψιμο.

    εκφρ.
    свернуть голову ή шею – (για πτηνά, ζώα)• θανατώνω με στρίψιμο του κεφαλιού ή του λαιμού.
    1. περιτυλίγομαι. || κουβαριάζομαι, κουλουριάζομαι•

    собака -лась калачиком το σκυλί κουλουριάστηκε.

    2. συμπυκνώνομαι, πήζω• κόβω•

    кровь -лась το αίμα έπηξε•

    молоко -лось το γάλα έκοψε.

    3. μτφ. συμπτύσσομαι, συμμαζεύομαι• σμικρύνομαι.
    4. (στρατ.) κλιμακώνομαι κατά βάθος.
    5. καταργούμαι προσωρινά.
    6. περιστρέφομαι, γυρίζω-αλλάζω (για ομιλία κ.τ.τ.).
    7. στραβώνω από το χτύπημα.
    8. (απλ.) πέφτω χάμω, σωριάζομαι•

    пьяный -лся ο μεθυσμένος σωριάστηκε καταγής.

    9. πεθαίνω (από αρρώστεια).
    10. φθείρομαι (από το συχνό στρίψιμο και ξεστρίψιμο).

    Большой русско-греческий словарь > свернуть

  • 14 склонить

    склоню, склонишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. склоненный, βρ: -нен, -нена, -о ρ.σ.μ.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω•

    склонить голову γέρνω το κεφάλι.

    2. μτφ. διαθέτω, τραβώ με το μέρος μου• προσελκύω.
    3. προδιαθέτω, παροτρύνω• πείθω•
    αποδράσει.
    εκφρ.
    склонить взор (взгляд) – α) χαμηλώνω το βλέμμα, κοιτάζω κάτω. β) ρίχνω ευνοϊκή ματιά, βλέπω με καλό μάτι•
    склонить голову – σκύβω το κεφάλι (υποτάσσομαι)•
    склонить колени перед кем – πέφτω στα γόνατα κάποιου•.- слух ακούω προσεχτικά, δίνω προσοχή στα λόγια κάποιου.
    1. κλίνω, γέρνω, σκύβω. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω.
    2. κατευθύνομαι, πορεύομαι• τραβώ, πηγαίνω•

    солнце -лось к закату ο ήλιος άρχισε να γέρνει.

    || στρέφομαι, γυρίζω•

    разговор -лся на научную тему η συνομιλία στράφηκε σε επιστημονικό θέμα.

    || συμμερίζομαι•

    склонить к какому-л. мнению κλίνω προς κάποια γνώμη.

    3. πείθομαι• συμφωνώ.

    Большой русско-греческий словарь > склонить

  • 15 сломать

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сломанный, βρ: -мал, -а, -о.
    1. βλ. ломать.
    2. συντρίβω, σπάζω•

    сломать сопротивление противника σπάζω την αντίσταση του εχθρού.

    εκφρ.
    голову – σπάζω το κεφάλι (σκέφτομαι πολύ)•
    сломать зубы – τα βρίσκω μπαστούνια ή σκούρα•
    сломать ряды – χαλνώ τη στοίχιση, ζύγιση ή τη σύνταξη (τμήματος)•. сломать себе шею ή голову σπάζω τα μούτρα μου, σακατεύομαι, καταστρέφομαι• απότυχα ίνω παταγωδώς•
    чрт ногу -етβλ. ίδια έκφραση στη λ. сломить: язык -ешь είναι πάρα πολύ δυσκολοπρόφερτη (λέξη, φράση).
    1. βλ. ломаться.
    2. σπάζω, καταβάλλομαι σωματικά ή η θικά.

    Большой русско-греческий словарь > сломать

  • 16 сломить

    сломлю, сломишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сломленный, -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σπάζω, θραύω, τσακίζω•

    сломить ветку σπάζω το κλαδί.

    2. βλ. сломать (2 σημ.).
    3. καταβάλλω σωματικά ή ηθικά.
    εκφρ.
    -я голову (бежать, мчатьсяκ.τ.τ.) τρέχω με ιλιγγιώδη (αστραπιαία) ταχύτητα•
    сломить себе шею ή головуβλ. έκφραση στη λ, сломать• чрт ногу -ит κυκεώνας, πανδαμόνιο, ανάστα.
    σπάζω, τσακίζομαι, θραύομαι. || μτφ. υποτάσσομαι, υποκύπτω• κάμπτομαι. || βλ. сломаться (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > сломить

  • 17 стукнуть

    ρ.σ.
    1. χτυπώ•

    стукнуть кулаком по столу χτυπώ με τη γροθιά στο τραπέζι.

    2. κροτώ•

    -в дверь χτυπώ στην πόρτα.

    || μ. (απλ.) σκοτώνω, φονεύω• τραυματίζω. || μτφ. δέρνω.
    3. (για καιρό, χρόνο, εποχή) πλησιάζω, είμαι στα πρόθυρα, χτυπώ την πόρτα.
    4. τσουγκρίζω τα ποτήρια. || απρόσ. (για ηλικία) συμπληρώνω, κλείνω•

    ему -ло шестьдесять αυτός έ κλείσε τα εξήντα.

    εκφρ.
    в голову -ло кому – του κατέβηκε κάποιου στο κεφάλι (η σκέψη)•
    водка -ла в голову ему – τον χτύπησε η βότκα στο κεφάλι (τον μέθυσε).
    χτυπώ, -ιέμαι•

    стукнуть головами χτυπιόμαστε με τα κεφάλια•

    стукнуть лбом об стену χτυπώ με το μέτωπο στον τοίχο.

    Большой русско-греческий словарь > стукнуть

  • 18 подушка

    1. (набитая чем-л. мягкая подкладка под голову) το προσκέφαλο, разг. το μαξιλάρι 2. тех. η υποδοχή, το υπόστρωμα
    - рессоры η μαξιλάρα, η έδραση
    якорная - ο ονυχοθέτης της άγκυρας, το έμβαθρο
    3. (деталь подшипника) το προσκεφάλαιο του τριβέα (εδράνου), 4. (безопасности) (авто) о αερόσακκος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подушка

  • 19 высунуть

    высунуть βγάζω έξω \высунуть голову в окно βγάζω έξω απ' το παράθυρο το κεφάλι μου
    * * *

    вы́сунуть го́лову в окно́ — βγάζω έξω απ' το παράθυρο το κεφάλι μου

    Русско-греческий словарь > высунуть

  • 20 мыть

    мыть πλύνω, πλένω· \мыть руки πλένω τα χέρια μου" \мыть голову πλένω το κεφάλι μου \мыться πλύνομαι ' λούζομαι· νίβομαι (умываться)
    * * *
    πλύνω, πλένω

    мыть ру́ки — πλένω τα χέρια μου

    мыть го́лову — πλένω το κεφάλι μου

    Русско-греческий словарь > мыть

См. также в других словарях:

  • голову даю на отсечение — нареч, кол во синонимов: 23 • без балды (8) • божусь (4) • век свободы не видать (10) …   Словарь синонимов

  • Голову вымыть — Голову вымыть. Головомойку дать (иноск.) пожурить, нагоняй дать. Ср. Завтра ему надо голову вымыть. Онъ такой непослушный... Гончаровъ. Литературный вечеръ. Ср. Ну, дали мнѣ головомойку, Съ полгода поджималъ я хвостъ. Некрасовъ. Пѣсни о… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Голову на отсечение даю — Голову на отсѣченіе даю (если...) иноск. увѣренье, божба. Хоть голову на плаху! Ср. Чѣмъ онъ домъ этотъ нажилъ? да я голову на отсѣченіе даю, если онъ васъ уже не надулъ и уже не обдумывалъ, какъ бы еще дальше васъ надуть! Достоевскій. Идіотъ. 2 …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • голову прозакладываю — нареч, кол во синонимов: 4 • голову даю на отсечение (23) • голову на отсечение (22) • …   Словарь синонимов

  • Голову сломя — («взявъ ноги въ зубы»). Ср. Спѣшу къ вамъ, голову сломя, И какъ васъ нахожу? Грибоѣдовъ. Горе отъ ума. 1, 7. Чацкій. Ср. Es geht über Hals und Kopf. Ср. To go neck and heels to get her. Ср. Prendre ses jambes à son cou. См. В хвост и гриву гнать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • голову на отсечение — нареч, кол во синонимов: 22 • абсолютно (69) • без балды (8) • божусь (4) • …   Словарь синонимов

  • Голову ломать — ГОЛОВА, Шы, вин. голову, мн. головы, голов, головам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Голову потерять — ГОЛОВА, Шы, вин. голову, мн. головы, голов, головам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Голову снять — ГОЛОВА, Шы, вин. голову, мн. головы, голов, головам, ж. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Голову отрежу, сердце выну, дам пить, будет говорить. — (то же). См. ГРАМОТА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Голову срезали, сердце вынули, дают пить, велят говорить. — (перо). См. ГРАМОТА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»