-
1 умываться
-
2 мыть
мыть πλύνω, πλένω· \мыть руки πλένω τα χέρια μου" \мыть голову πλένω το κεφάλι μου \мыться πλύνομαι ' λούζομαι· νίβομαι (умываться)* * *πλύνω, πλένωмыть ру́ки — πλένω τα χέρια μου
мыть го́лову — πλένω το κεφάλι μου
-
3 мыться
πλύνομαι λούζομαι; νίβομαι ( умываться) -
4 мыться
мыть||сяπλύνομαι, πλένομαι, νίβομαι, νίπτομαι. -
5 умываться
умыва||тьсяπλύνομαι, νίβομαι, νίπτομαι. -
6 обмыть
обмою, обмоешьρ.σ.μ. πλύνω ολόγυρα• (περί)νίπτω•обмыть рану πλύνω την πληγή•
обмыть яблоко πλύνω το μήλο•
обмыть лицо νίβομαι.
|| (απλ.) βλ. обстирать. || βρέχω (για καινούριο αποκτημένο πράγμα), κερνώ•давай, обмоем костюм έλα, θα το βρέξομε το καινούριο κοστούμι.
πλύνομαι ξεπλύνομαι, καθαρίζομαι. -
7 умыть
умою, умоешь ρ.σ.μ.1. νίβω• πλύνω-- лицо νίβω το πρόσωπο•умыть руки πλύνω τα χέρια.
2. μτφ. βρέχω, μουσκεύω• ξεπλένω.1. νίβομαι• πλύνομαι.2. βρέχομαι, μουσκεύω-ξεπλένομαι.
См. также в других словарях:
νίβομαι — νίβομαι, νίφτηκα βλ. πίν. 8 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εναπονίζω — ἐναπονίζω (Α) 1. πλένω, νίβω, ξεπλένω κάτι μέσα σε κάτι 2. μέσ. νίβομαι, πλένομαι, καθαρίζομαι … Dictionary of Greek
εξαπονίπτομαι — ἐξαπονίπτομαι (Μ) νίβομαι καλά, πλένομαι τελείως … Dictionary of Greek