Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

дорога

  • 81 перекрёстный

    επ.
    1. παλ. σταυρωτός, διασταυρωνόμενος•

    -ая дорога οδική διασταύρωση, σταυροδρόμι.

    2. διασταυρωνόμενος•

    перекрёстный огонь διασταυρωνόμενα πυρά.

    εκφρ.
    - ое опылениеβοτ. γονιμοποίηση με διασταύρωση•
    перекрёстный допрос – (νομ.)αντιπαράσταση•
    перекрёстный посев – γραμμική σταυρωτή σπορά.

    Большой русско-греческий словарь > перекрёстный

  • 82 подойти

    -йду, -йдёшь, παρλθ. χρ. подошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. подошедший, επιρ. μτχ. подойдя ρ.σ.
    1. πλησιάζω, σιμώνω, ζυγώνω•

    -дите ко мне ελάτε κοντά, πλησιάστε•

    -шёл поезд πλησίασε το τρένο•

    подойти опять ξαναπλησιάζω.

    2. κοντεύω, φτάνω, προσεγγίζω,κοντοζυγώνω•

    дорога -шла к садам ο δρόμος έφτασε ως τους δεντρόκηπους•

    катер -шёл к острову η άκατος κοντοζύγωσε στο νησί•

    подойти к изучению дробей φτάνω στα κλάσματα•

    моей сестре -шёл двадцатый год η αδερφή μου κοντεύει στα εικοσιένα (χρόνια).

    3. μτφ. φέρνομαι με τρόπο επιλαμβάνομαι, προβαίνω σε εξέταση, εξετάζω•

    подойти объективно к оценке работы προβαίνω σε αντικειμενική εκτίμηση της εργασίας•

    критически подойти к суждениям автора κριτικά να εξετάζομε τις κρίσεις (απόψεις) του συγγραφέα•

    всем он помогает, умей только подойти к нему όλους αυτός τους βοηθά, αρκεί μόνο να ξέρεις πως να του φερθείς.

    4. ταιριαζω, πηγαίνω•

    этот люч не -дёт к замку αυτό το κλειδί δεν ταιριάζει στην κλειδωνιά έτοτ•

    цвет вам не -дёт αυτό το χρώμα δε θα σας πάει.

    5. φουσκώνω•

    тесто -шло το ζυμάρι φούσκωσε.

    6. χωρώ•

    корзина не -дёт под диван το καλάθι δε χωρά κάτω από το ντιβάνι.

    || συμφέρω•

    такая цена не -дёт τέτοια τιμή δε με συμφέρει.

    || εξαντλούμαι, φτάνω στο τέλος, στο αμήν•

    запасы совсем -шли τα αποθέματα εξαντλήθηκαν εντελώς.

    εκφρ.
    подойти к концу – φτάνω στο τέλος.

    Большой русско-греческий словарь > подойти

  • 83 полевой

    επ.
    1. αγροτικός•

    -ая дорога αγροτικός δρόμος.

    2. (στρατ.) πεδινός, της εκστρατείας•

    -ая пушка πεδινό πυροβόλο•

    -ая артиллерия πεδινό πυροβολικό•

    полевой госпиталь ορεινό χειρουργείο•

    -ая почта ταχυδρομείο εκστρατειας•

    -ая кухня μαγειρείο εκστρατείας.

    3. φυσικός• εξοχικός.
    4. κυνηγετικός.
    5. αγροτικός, αυτοφυής, άγριος•

    - ая мята άγρια μίνθη (επιστ.), αγριόδυοσμος (λκ.)

    полевая мышь ο αρουραίος.

    εκφρ.
    полевой шпат – είδος ά-στρίου (ορυκτό).

    Большой русско-греческий словарь > полевой

  • 84 проезжий

    1. επ. κ. ουσ. διερχόμενος (με μεταφ. μέσο).
    2. επ. διαβατός (για οχήματα)•

    -ая дорога διαβατός δρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > проезжий

  • 85 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 86 пролегать

    -ает
    ρ.δ. διέρχομαι, περνώ•

    дорога -ла через лес ο δρόμος περνούσε από το δάσος.

    Большой русско-греческий словарь > пролегать

  • 87 прорезать

    -режу, -режешь
    ρ.σ.μ.
    1. κόβω• κόβω κουμπότρυπες. || τρυπώ κόβοντας•

    прорезать скэ.-терть κόβω το τραπεζομάντηλο.

    2. διασχίζω•

    молния -ла небо η αστραπή διέσχισε τον ουρανό•

    железная дорога -ла лес η σιδηροδρομική γραμμή διέσχισε το δάσος (πέρασε μέσα από το δάσος).

    || αυλακώνω (για ρυτίδες ουλές).
    3. κόβω (για ένα χρον. διάστημα).
    1. φύομαι, βγαίνω, σκάζω (για δόντια).
    2. διεισδύω, διασχίζω•

    прорезать сквозь толпу διασχίζω το πλήθος.

    3. αυλακώνω (για ρυτίδες).
    ρ.δ.
    βλ. прорезать (1, 2 σημ.).
    βλ. прорезаться (1, 2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > прорезать

  • 88 просёлочный

    επ.
    αγροτικός•

    - ая дорога βλ. прослок.

    Большой русско-греческий словарь > просёлочный

  • 89 протянуть

    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω, τείνω• απλώνω•

    протянуть руку τεντώνω το χέρι•

    протянуть руку кому δίνω χέρι βοήθειας σε κάποιον•

    протянуть телефонную линию απλώνω τηλεφωνική γραμμή.

    2. τραβώ, έλκω, σύρω.
    3. παρατραβώ, παρελκύω, παρατείνω (ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    4. καθυστερώ, τρενάρω•

    протянуть дело τρενάρω την υπόθεση.

    5. ζω•

    он долго не -нет αυτός δε θα ζήσει πολύ, δε θα πάειμακριά.

    6. (κυνηγ.) πετώ (για πτηνά).
    7. μτφ. κριτικάρω•

    протянуть в газете κριτικάρω στην εφημερίδα.

    8. (απλ.) μαστιγώνω, φραγγελώνω.
    εκφρ.
    протянуть ноги – τα τεντώνω (τα πόδια), πεθαίνω.
    1. τεντώνομαι• απλώνομαι.
    2. εκτείνομαι, επεκτείνομαι• τραβώ•

    дорога протянутьлась на сотни километров ο δρόμος τράβηξε εκατοντάδες χιλιόμετρα.

    3. ξαπλώνω•

    протянуть на диван ξαπλώνω φαρδιά-πλατιά στο ντιβάνι.

    4. διαρκώ• συνεχίζομαι. || τρενάρω•

    это дело -ется αυτή η υπόθεση θα τρενάρει.

    Большой русско-греческий словарь > протянуть

  • 90 прямоезжий

    επ.
    ευθύς, ίσιος•

    -ая дорога ίσιος δρόμος.

    Большой русско-греческий словарь > прямоезжий

  • 91 разбитый

    επ. από μτχ.
    1. σπασμένος, θραυσμένος, τσακισμένος• τεθλασμένος•

    -ое стекло σπασμένο γυαλί.

    2. φθαρμένος, χαλασμένος•

    -ая дорога χαλασμένος δρόμος.

    || τρέμων, τρεμουλιαστός• συντριμμένος (για ήχο, φωνή κ.τ.τ.).
    3. καταχτυπημένος•

    -ое лицо καταχτυπημένο πρόσωπο.

    || συντριμμένος•

    враг συντριμμένος εχθρός•

    4. εξαντλημένος, εξασθενημένος, τσακισμένος.

    Большой русско-греческий словарь > разбитый

  • 92 разойтись

    разойдусь, разойдёшься, παρλθ. χρ. разошлся
    -шлась, -щлось, μτχ. παρλθ. χρ. разошедшийся,
    επιρ. μτχ. разойдясь κ. παλ. разошедшись ρ.σ.
    1. φεύγω (προς διάφορες κατευθύνσεις)•

    гости -лись οι φιλοξενούμενοι έφυγαν (ο καθένας για τον προορ ισμό του).

    2. σκορπίζω, -ομαι,• διαλύομαι•

    тучи -лись τα σύννεφα σκόρπισαν•

    толпа -лась το πλήθος διαλύθηκε.

    || ρευστοποιούμαι, λιώνω•

    сахар -елся в чае η ζάχαρη έλιωσε στο τσάι.

    || χάνομαι, εξαφανίζομαι•

    морщины -лись οι ρυτίδες χάθηκαν.

    3. (απο) χωρίζομαι. || αναμερώ, κάνω μέρος να περάσει.
    4. χωρίζω•

    он -елся со своим отцом αυτός χώρισε από τον πατέρα του•

    она -лась со своим мужем αυτή χώρησε με τον άντρα της.

    || διαφωνώ, ετερο-γνωμώ, ετεροφρονώ, διίσταμαι.
    5. χωρίζομαι•

    дорога -лась ο δρόμος διχάστηκε.

    || αποκλίνω•

    мнения -лись οι γνώμες διχάστηκαν.

    6. αποσπώμαι, αποσυνδέομαι, ανοίγομαι, παρουσιάζω κενά, χάσματα.
    7. γίνομαι ανάρπαστος, πουλιέμαι τάχιστα. || (για χρήματα) ξοδεύομαι, δαπανώμαι,
    8. διαδίδομαι (για ειδήσεις, φήμες κ.τ.τ.).
    9. αναπτύσσω μεγάλη ταχύτητα. || δυναμώνω•

    дождь -елся η βροχή δυνάμωσε.

    10. μτφ. εξάπτομαι, παραπαίρνομαι, αψώνω, με πιάνουν τα μπουρίνια.

    Большой русско-греческий словарь > разойтись

  • 93 разъехаться

    -едусь, -едешься
    ρ.σ.
    1. (για πολλούς)• φεύγω• αναχωρώ (προς διάφορες κατευθύνσεις). || χωρίζω, παίρνω άλλη κατεύθυνση.
    2. φεύγω, αναχωρώ•

    она -лась с мужем αυτή έφυγε με τον άντρα της.

    3. δε συναντιέμαι (καθ οδό)•

    разъехаться с товарищем δε συναντιέμα ι, στο δρόμο με το σύντροφο.

    4. διαβαίνω, διέρχομαι, περνώ πολύ σιμά•

    дорога такая узкая, что трудно разъехаться ο δρόμος είναι τόσο στενός, που είναι δύσκολο να μην εγγίξεις.

    5. διαχωρίζω, -ομαι, χωρίζω, -ομαι, παίρνω άλλη κατεύθυνση•

    лыжи -лись на льду τα σκι χώρισαν στον πάγο.

    || πέφτω, σκορπώ. || κουρελιάζω, ξεφτίζω• σχίζομαι•

    рубашка -лась το πουκάμισο έγινε κουρέλια.

    6. εκτείνομαι, πιάνω μέρος,. καταλαβαίνω χώρο.

    Большой русско-греческий словарь > разъехаться

  • 94 расширить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расширенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ευρύνω, φαρδύνω, πλατύνω• διευρύνω•

    расширить улицу διευρύνω την οδό•

    расширить проход φαρδύνω τη διάβαση•

    расширить отверстие διευρύνω την οπή•

    расширить платье в талии φαρδύνω το φόρεμα στη μέση.

    2. αυξαίνω, μεγαλώνω, μεγενθύνω• επεκτείνω•

    торговлю αυζαίνω το εμπόριο•

    расширить завод επεκτείνω το εργοστάσιο•

    расширить границы государства μεγαλώνω τα σύνορα του κράτους•

    расширить сферу влияния επεκτείνω τη σφαίρα επιρροής.

    - кругозор ευρύνω τον ορίζοντα (τις γνώσεις).
    1. (δι)ευρύνομαι• πλατύνομαι, φαρδύνομαι•

    дорога -лась ο δρόμος πλάτυνε•

    платье -лось το φόρεμα φάρδυνε.

    2. αυξαίνω, αυξάνομαι, μεγενθύνομαι, επεκτείνομαι, μεγαλώνω•

    курорт значительно -лся η λουτρόπολη μεγάλωσε (επεκτάθηκε) σημαντικά.

    Большой русско-греческий словарь > расширить

  • 95 резать

    режу, режешь, μτχ. ενεστ. режущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. резанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.δ.μ.
    1. κόβω, τέμνω•

    резать хлеб κόβω ψωμί•

    резать мясо κόβω κρέας•

    резать металл κόβω μέταλλο.

    || διαχωρίζω•

    дорога режет поле ο δρόμος κόβει το χωράφι.

    || αυλακώνω•

    лодка режет воду η βάρκα αυλακώνει το νερό.

    2. σχίζω, ανοίγω, εγχειρίζω•

    его сегодня режут в больнице σήμερα θα τον εγχειρήσουν στο νοσοκομείο•

    резать нарыв σχίζω το απόστημα.

    3. αμ. κόβω•

    нож не режет το μαχαίρι δεν κόβει.

    4. σφάζω•

    резать кур σφάζω τις κότες.

    || κατασχίζω, κατασπαράζω•

    резать волк режет скотину ο λύκος κατασπαράζει τα ζώα.

    5. βλ. вырезать (2 σημ.).
    6. βλ. гравировать.
    7. προξενώ οξύ πόνο•

    ветер режет лицо ο αέρας ξυρίζει (το πρόσωπο)•

    вервка режет руку η τριχιά κόβει το χέρι•

    в желудке мне режет με σφάζει στο στομάχι.

    || μτφ. κατατρύχω, βασανίζω•

    резать в сердце βασανίζω την καρδιά, λυπώ κατάκαρδα•

    резать сознание τύπτω τη συνείδηση.

    8. απορρίπτω•

    резать на экзаменах κόβω στις εξετάσεις.

    9. λέγω ορθά-κοφτά, νέτα-σκέτα, απερίφραστα.
    10. Χρησιμοποιείται αντί άλλων ρημάταν με σημ.
    επιτακτική•

    так и режет, так и режет! και λέει και λέει! κόβει η γλώσσα του!•

    режу в середину χτυπώ στη μέση (στο κέντρο)•

    пулемт режет το πολυβόλο θερίζει•

    свет режет в глаза το φως χτυπά κατάματα.

    11. μτφ. δυσχεραίνω άκρως, πνίγω.
    12. (αθλτ.) χτυπώ ξυστά.
    εκφρ.
    резать глаза ή глаз – χτυπώ στα μάτια άσχημα, κάνω κακή εντύπωση.
    1. κόβομαι.
    2. βλ. прорезаться (2 σημ.).
    3. αλλη-λομαχαιρώνομαι.
    4. χαρτοπαίζω, το ρίχνω στα χαρτιά.
    5. βλ. κλπ. ρ. μ. (εκτός 10, 11 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > резать

  • 96 скатерть

    θ.
    τραπεζομάντηλο.
    εκφρ.
    - ью дорога – ο δρόμος είναι ανοιχτός (δε σε κρατά κανένας, δε μας είσαι απαραίτητος).

    Большой русско-греческий словарь > скатерть

  • 97 скверный

    επ.
    1. αχρείος, αισχρός• χυδαίος•

    скверный человек αχρείος άνθρωπος.

    || άσχημος, κακός, αποκρουστικός, δυσάρεστος•

    скверный залах άσχημη μυρουδιά.

    || (για λόγια) άσεμνος, απρεπής.
    2. κακός, άσχημης κατάστασης•

    -ая дорога κακόδρομος, παλιόδρομος•

    -ая погода παλιόκαιρος.

    Большой русско-греческий словарь > скверный

  • 98 снежный

    επ.
    χιονώδης• χιόνινος•

    снежный покров χιονόστρωμα•

    снежный сугроб χιονοστιβάδα•

    -ая погода ο χιονιάς•

    -ые хлопья χιονονιφάδες•

    -ая баба χιονάνθρωπος•

    -ая дорога δρόμος πάνω στον πάγο.

    || χιονοσκεπής• χιονοστεφής. || χιονάτος, χιονόλευκος• χιονοειδής? -ая чистота απαστράπτουσα καθαριότητα, λαμποκοπή•

    -ая белизна ασπράδα χιονιού.

    εκφρ.
    - плугβλ. снегопах• -ая слепота εκτυφλωτικό φως του χιονιού (από την αντανάκλαση).

    Большой русско-греческий словарь > снежный

  • 99 степной

    επ., στεπώδης, της στέπας•

    -ые районы στεπώδεις περιοχές•

    -ая дорога στεπώδης οδός•

    -ая куропатка πέρδικα η πεδινή ή του κάμπου.

    Большой русско-греческий словарь > степной

  • 100 столбовой

    επ.
    του στύλου.
    εκφρ.
    - ая дорога – α) παλ. μεγάλη οδός με στύλους εκατέρωθεν, β) μτφ. κύρια (βασική) κατεύθυνση ή γραμμή.
    επ.
    1. παλ. κληρονομικός (για ευγενείς).
    2. παλαιός, ντόποιος, αυτόχθονας, ιθαγενής, γηγενής.

    Большой русско-греческий словарь > столбовой

См. также в других словарях:

  • ДОРОГА — жен. ездовая полоса; накатанное или нарочно подготовленное различным образом протяженье, для езды, для проезда или прохода; путь, стезя; направленье и расстоянье от места до места: | самая езда или ходьба, путина, путешествие. Дороги бывают:… …   Толковый словарь Даля

  • ДОРОГА — ДОРОГА, дороги, жен. 1. Путь сообщения; полоса земли, предназнанная для передвижения. Шоссейная дорога. Проселочная дорога. Дорога шла лесом. Свернули с дороги и поехали полем. 2. Место, по которому надо пройти или проехать (разг.). Стул стоял на …   Толковый словарь Ушакова

  • дорога — Путь, мостовая, стезя, тропа, тропинка, шоссе; улица, тротуар, просека, аллея, полотно (железнодорожное). (Дорогая большая, военная, горная, железная, окольная, проселочная, санная, столбовая, торная, уезженная, шоссейная). Перекресток, перепутье …   Словарь синонимов

  • дорога — (1) 1. Полоса земли для езды, ходьбы: А Половци неготовами дорогами побѣгоша къ Дону Великому; крычатъ тѣлѣгы полунощы, рци, лебеди роспущени. Игорь къ Дону вои ведетъ! 9. 1245: Данилови же со братомъ Василкомъ заратившимся с Болеславомъ княземъ… …   Словарь-справочник "Слово о полку Игореве"

  • Дорога на — Жанр …   Википедия

  • Дорога — Обустроенная или приспособленная и используемая для движения транспортных средств полоса земли либо поверхность искусственного сооружения. Дорога включает в себя одну или несколько проезжих частей, а также трамвайные пути, тротуары, обочины и… …   Словарь-справочник терминов нормативно-технической документации

  • ДОРОГА — ДОРОГА, и, жен. 1. Полоса земли, предназначенная для передвижения, путь сообщения. Асфальтированная, шоссейная, грунтовая, просёлочная д. Большая д. (грунтовая дорога между крупными или отдалёнными друг от друга населёнными пунктами; устар.).… …   Толковый словарь Ожегова

  • Дорога слёз — (англ. Trail of Tears)  насильственное переселение американских индейцев, основную массу которых составили Пять цивилизованных племён, из их родных земель на юго востоке США на Индейскую территорию (ныне Оклахома) на западе США. Первым… …   Википедия

  • ДОРОГА — Болотов, московский пушкарь. 1555. Доп. I, 131. Дорога Хвицкий, дьяк в Холопьем приказе. 1607. А. И. II, 114. Дорога Сумароков, боярский сын в Воронецком уезде. 1622. А. Ф. II, 420. Аманат Ингакинскаго рода, именем Дорога в Сибири. 1652. Доп. III …   Биографический словарь

  • дорога — безвестная (Надсон); глухая (Никитин); заветная (Фруг); змеящаяся (Шмелев); извилистая (Языков); колеистая (Куприн); проторенная (Ратгауз); прямоезжая (Коринфский); сонная (Случевский); столбовая (Глинка); тернистая (Некрасов); травнистая… …   Словарь эпитетов

  • Дорога — обустроенная или приспособленная и используемая для движения транспортных средств полоса земли либо поверхность искусственного сооружения. Дорога включает в себя одну или несколько проезжих частей, а также трамвайные пути, тротуары, обочины и… …   Официальная терминология

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»