Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

в+которых

  • 1 именовать

    ную, -нуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. именованный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.σ.μ. ονομάζω, αποκαλώ, λέγω, ονοματίζω, βγάζω το όνομα•

    те, которых -нуют философами αυτοί, τους οποίους τους λένε φιλόσοφους.

    ονομάζομαι, αποκαλούμαι, λέγομαι.

    Большой русско-греческий словарь > именовать

  • 2 который

    αντων.
    1. ερωτημ. ποιος;•

    который из этих двух? ποιος απ αυτούς τους δυό;

    2. ερωτημ. τι; πόσος;•

    который час? τι ώρα είναι;•

    -ему год? πόσα χρόνια ει

    αυτός;
    3. αόρ. κάποιος.
    4. αόρ. (με τα ουσ: раз, день, год κ.τ.τ.) όχι μια φορά, μέρα, χρόνο• συχνά•

    -раз я тебе это говори! πόσες φορές σου το έχω πει.

    5. αναφ. οποίος, ποιος, τι•

    с которых από πότε, από ποιόν (τι) καιρό.

    Большой русско-греческий словарь > который

  • 3 пора

    βλ. поры.
    -ы, αιτ. пору θ.
    1. καιρός•

    с той -ы από εκείνο τον καιρό•

    минувшая пора το σύντομο παρελθόν•

    пора лгобви ηλικία της αγάπης•

    в зим-ную -у τον χειμώνα, χειμώνα-καιρό, χειμωνιάτικα•

    пришла пора ήρθε ο καιρός•

    ночною -ой τη νύχτα, νυχτιάτικα, νύκτωρ•

    в дневную -у (κατά) την ημέρα.

    || εποχή•

    осенняя пора ο φθινοπωρινός καιρός, η φθινοπωρινή εποχή•

    пора сева εποχή της σποράς•

    пора жатвы εποχή του θέρου.

    2. ως κατηγ. είναι καιρός (ώρα)•

    пора домой είναι ώρα για το σπίτι (να φύγω)-спать είναι ώρα για ύπνο.

    εκφρ.
    в (самую) -у – ακριβώς στην ώρα, πάνω στην ώρα•
    в ту -у – εκείνο τον καιρό, τότε•
    в эту -у – αυτόν τον καιρό, τώρα•
    в (самой)поре – στον καιρό (του), στην ακμή (του)•
    до каких ή до которых пор – ως πότε•
    до сих пор ή до сих юр – ως τώρα, ως αυτήν την ώρα• ως εδώ, ως αυτό το μέρος•
    до тех пор – οσότου, ώσπου•
    на первых -ах – αρχικά, στην αρχή•
    на ту -у – εκείνο τον καιρό•
    о сю -уπαλ. ως τώρα•
    об эту -у – (απλ.) αυτόν τον καιρό ή την ώρα•
    с давних пор – απ τον παλαιό καιρό•
    с той -ы ή с тех пор – από εκείνο τον καιρό, από τότε•
    пора с этих пор – από τώρα, απ αυτή τη στιγμή•
    с некоторых пор – από κάποιον καιρό, από κάποτε, ποιος ξέρει από πότε.

    Большой русско-греческий словарь > пора

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»