Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

встать

  • 21 дыбки

    στην έκφραση: встать на дыбки σηκώνομαι οτα πόδια (για μικρό παιδάκι).

    Большой русско-греческий словарь > дыбки

  • 22 дыбы

    στην έκφραση: на дыбы (встать, подняться κ.τ.τ.)• α) σηκώνομαι στα πισινά πόδια, β) κάθετα, γ) μτφ. αντιτίθεμοα, ξεσηκώνομαι ενάντια, διαμαρτύρομαι• προβάλλω το εγώ μου.

    Большой русско-греческий словарь > дыбы

  • 23 знамя

    -мени, πλθ. знамна
    -мн ουδ.
    1. σημαία, μπαϊράκι, μπαντιέρα, φλάμπουρο, λάβαρο•

    красное знамя κόκκινη σημαία•

    голубоблое, знамя γαλανόλευκη σημαία•

    переходящее знамя η επαμειβόμενη σημαία•

    боевое знамя το φλάμπουρο•

    с развевающимися -нами με ξεδιπλωμένες τις, σημαίες•

    полковое знамя η σημαία του συντάγματος•

    водрузить знамя στήνω τη σημαία•

    поднять знамя восстания υψώνω τη σημαία της εξέγερσης• σηκώνω μπαϊράκι•

    призывать под -на καλώ κάτω από τις σημαίες.

    2. μτφ. καθοδηγητική ιδέα•

    под -ем κάτω-από τη σημαία (υπο την καθοδήγηση).

    εκφρ.
    высоко держать знамя – (κυρλξ. κ. μτφ.) κρατώ ψηλά τη σημαία•
    стать (или встать) под знамя – μιταίνω κάτω από τη σημαία (μετέχω στον αγώνα).

    Большой русско-греческий словарь > знамя

  • 24 из-за

    πρόθεση.
    1. απο, πίσω από από πέρα•

    смотреть из-за дверь κοιτάζω από την πόρτα•

    встать из-за стола σηκώνομαι από το τραπέζι•

    выскочить из-за угла ξεπετιέμαι από τη γωνία•

    из-за облака выплыла опять луна από πίσω από το σύννεφο ξαναβγήκε το φεγγάρι•

    он приехал из-за моря αυτός ήρθε από υπερπόντια χώρα•

    приехать границы έρχομαι από το εξωτερικό.

    2. λόγω, απο, εξ αιτίας•

    разошлись из-за пустяков χώρεσαν από το τίποτε•

    из-за шума ничего не слышно από το θόρυβο τίποτε δεν ακούεται•

    из-за дождя опоздал λόγω της βροχής άργησα•

    из-за того από αυτό• (ένεκα τούτου)•

    из-за какого-то обстоятельства από κάποιο περιστατικό•

    из-за тебя все неприятности εξ αιτίας σου όλα τα δυσάρεστα•

    из-за мелочей дерутся από μικροπράγματα τσακώνονται•

    жениться из-за денег παντρεύομαι για χρήματα•

    из-за тебя мы мучимся здесь από σένα !εμείς βασανιζόμαστε εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > из-за

  • 25 лицо

    -а, πλθ. лица ουδ.
    1. πρόσωπο•

    черты -а τα χαρακτηριστικά του προσώπου•

    круглое лицо στρογγυλό πρόσωπο•

    угрюмое лицо σκυθρωπό πρόσωπο•

    раскрасневшееся лицо κατακόκκινο πρόσωπο•

    выражение -а έκφραση του προσώπου.

    2. μτφ. μορφή ατομική, ιδιότητα•

    профессиональное лицо работника η επαγγελματική μορφή του εργατούπαλλήλου.

    3. άτομο, άνθρωπος•

    соревнование между -ами άμιλλα μεταξύ ατόμων•

    историческое лицо ιστορικό πρόσωπο•

    официальное лицо επίσημο πρόσωπο.

    || φυσιογνωμία•

    романическое лицо ρωμαντική φυσιογνωμία.

    4. η όρθα (υφάσματος), η καλή μεριά ή όψη•

    гладить материю с -а σιδερώνω το ύφασμα από την όρθα.

    || πρόσοψη κτιρίου.
    5. (γραμμ.) το πρόσωπο•

    глагол в форме третьего -а ρήμα τρίτου προσώπου.

    εκφρ.
    в лицо (говорить, бранить) – κατά πρόσωπο (κατάμουτρα) λέγω, βρίζω•
    в - – στο πρόσωπο•
    от -а – εξ ονόματος, από μέρους•
    перед -ом – μπροστά, ενώπιον•
    - ом к – με το πρόσωπο (εστραμμένο) προς•
    - ом к -у – ο ένας απέναντι στον άλλον (αντίκρυ)•
    юридическое лицо – νομικό πρόσωπο (για ίδρυμα, οργάνωση κλπ.)• на одно лицо το ίδιο, πανομοιότυπο•
    - а (живого) нет – κατάχλωμος, σαν νεκρός•
    повернуться ή встать -ом к – κάνω (δίνω) το παν για τη λύση ενός ζητήματος•
    показать товар с -а – δείχνω το εμπόρευμα από την καλή όψη•
    - ом в грязь не ударить – βγαίνω καθαρός (χωρίς γάνες ή μουτζούρες)•
    знать в лицо кого – γνωρίζω κάποιον εξ όψεως ή από τη φυσιογνωμία•
    смотреть ή глядеть в лицо чему – αντιμετωπίζω τι θαρραλέα, άφοβα•
    к -у – ταιριάζει, πηγαίνει•
    не к -у – δεν ταιριάζει, δεν πηγαίνει•
    с каким -ом явиться ή показаться – με τί πρόσωπο (μούτρα) να βγω, να εμφανιστώ•
    не взирая на -а – αδιακρίτως προσώπων•
    в лицо опасности – μπροστά στον κίνδυνο•
    он показал своё настоящее лицо – αυτός έδειξε το πραγματικό του πρόσωπο•
    главное действующее лицо – ο πρωταγωνιστής•
    важное лицо – σοβαρό πρόσωπο•
    сделать кислое лицо – ξινίζομαΐι, μορφάζω.

    Большой русско-греческий словарь > лицо

  • 26 повставать

    -тает, -таем, -ате
    ρ.σ. (για όλους ή πολλούς)
    βλ. встать.

    Большой русско-греческий словарь > повставать

  • 27 поза

    θ.
    1. πόζα• σοβαροφάνεια.
    2. επιτήδευση, προσποίηση.
    εκφρ.
    встать (стать) в -у ή принять -у – ποζάρω.

    Большой русско-греческий словарь > поза

  • 28 помочь

    θ. (παλ. κ. διαλκ.) βλ. помощь.
    εκφρ.
    Бог помочьπαλ. με τη βοήθεια του Θεού, ο Θεός βοηθός.
    -могу, -можешь, -могут, παρλθ. χρ. помог, -ла, -ло
    ρ.σ. βοηθώ, συνδράμω, έρχομαι αρωγός•

    -гите остащим βοηθείστε τους υστερούντες•

    она -ла ей встать αυτή τη βοήθησε να σηκωθεί•

    помочь деньгами βοηθώ χρηματικά•

    помочь нуждающим βοηθώ τους αναγκεμένους.

    || επιδρώ•

    лекарство -ло το φάρμακο βοήθησε.

    εκφρ.
    помочь горю (беде) – βοηθώ στη δυστυχία.

    Большой русско-греческий словарь > помочь

  • 29 рост

    α.
    1. αύξηση, ανάπτυξη• μεγάλωμα• άνοδος•

    рост населения αύξηση του πληθυσμού•

    -растений το μεγάλωμα των φυτών•

    творческий рост артиста η δημιουργική ανάπτυξη (εξέλιξη) του ηθοποιού•

    рост производства αύξηση της παραγωγής•

    рост благосостояние народа άνοδος της ευημερίας του λαού•

    остановиться в -е παύω να αναπτύσσομαι.

    2. ανάστημα•

    мужчина высокого -а άντρας υψηλού αναστήματος•

    -ом с тебя στο δικό σου ανάστημα•

    какого он роста? τι ανάστημα έχει αυτός;•

    не по -у δεν ταιριάζει στο ανάστημα•

    встать по -у συντάσσομαι κατ ανάστημα.

    3. τόκος• επιτόκιο•

    давать деньги в рост δίνω χρήματα με τόκο.

    εκφρ.
    во весь рост – α) ολόρθος•
    стоять во весь рост – στέκομαι ολόρθος, β) (φωτογρ.) ολόκληρουαναστήματος;•
    на рост (шить, покупать) – με εσωτερικό γύρισμα (ράβω, αγοράζω)•
    пойти (тронуть(ся) в рост – φυτρώνω, φύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > рост

  • 30 с

    κ. со (πρόθεση με γεν., αιτ. κ. οργ.).
    I.
    με γεν.
    1. (για αντικείμενο, πρόσωπο)• με σημ. απομάκρυνσης από επιφάνεια ή σημείο• από, εκ, εξ•

    сбросить ношу с плеч ρίχνω κάτω το φορτίο από τους ώμους•

    вставать со стула σηκώνομαι από το κάθισμα•

    сорвать яблоко с ветки κόβω το μήλο από το κλαδί•

    уволить с работы απολύω (διώχνω) από τη δουλειά•

    сойти с ума τρελλαινομαι, ξεφεύγω, (βγαίνω) από τα λογικά•

    свергнуть с престола εκθρονίζω.

    2. (με τοπική σημ.) αφετηρία κίνησης ή ενέργειας• απο, εκ•

    обстрелять берег с корабля πυροβολώ την ακτή από το καράβι•

    с высоты горы από την κορυφή του βουνού•

    говорить речь с трибуны βγάζω λόγο από το βήμα.

    || επίσης με ουσ. τοπικά•

    вернуться с фронта επιστρέφω από το μέτωπο•

    иду домой с работы πηγαίνω στο σπίτι από τη δουλειά•

    вертеться с боку на бок στριφογυρίζω από το ένα πλευρό στο άλλο•

    вход со двора είσοδος από την αυλή•

    окружить со всех сторон κυκλώνω απ όλα τα μέρη (από παντού).

    || με σημ. ένδειξης, κατεύθυνσης, σχέσεων, δεσμών κ.τ.τ. дядя со стороны матери θείος από τη μάνα.
    3. σημαίνει τόπο, προέλευση•

    цветы с юга λουλούδια από το νότο•

    хлеб с украины σιτάρι από την Ουκρανία•

    копия с документа αντίγραφο εγγράφου (από έγγραφο).

    4. με σημ. λήψης• από εκ•

    собрать налоги с населения συγκεντρώνω φόρους από τον πληθυσμό•

    взимать пошлину с товара παίρνω φόρο από το εμπόρευμα.

    5. σημαίνει έναρξη, ξεκίνημα•

    рыба гнивт с головы το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι•

    с рождения до смерти από τη γέννηση ως το θάνατο.

    || σε συνδυασμό με την πρόθεση «на» σημαίνει: γρήγορα, οσονούπω•

    с минуты на минуту από λεφτό σε λεφτό•

    со дня на день από μέρα σε μέρα.

    6. σημαίνει αιτία ή κατάσταση: απο, εκ•

    вскрикнуть с испуга φωνάζω από φόβο•

    устать с дороги κουράζομαι από το δρόμο (πορεία)•

    умереть с голоду πεθαίνω από την πείνα•

    покатиться со смеху σπαρταρώ από τα γέλια.

    7. σημαίνει τη βάση εκτέλεσης: με•

    с согласия автора με την έγκριση του συγγραφέα, с позволения родителей με την άδεια των γονέων•

    с благословения властей με την ευλογία (επιδοκιμασία) των αρχών.

    8. σημαίνει το όργανο ενέργειας• με•

    кормить ребнка с ложечки ταϊζω το παιδάκι με το κουταλάκι.

    || με λέξεις που σημαίνουν ποσότητα: με, απο, εκ•

    опьянеть с двух рюмок μεθώ με δυό ποτηράκια•

    убить с первого выстрела σκοτώνω με την πρώτη τουφεκιά•

    узнать с первого взгляда γνωρίζω (καταλαβαίνω) με την πρώτη ματιά.

    || σημαίνει τρόπο ενέργειας: στον, στην, στο, στους κ.τ.τ. продавать с аукциона πουλώ στο δημοπρατήριο•

    взять с бою παίρνω στη μάχη•

    торговать с рук πουλώ στα χέρια.

    || σημαίνει τρόπο• με•

    прыгать с разбега πηδώ με φόρα.

    II.
    με αιτ.
    1. περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω, κάπου, καμιά, κοντά•

    отдохнуть с полчаса ξεκουράζομαι περίπου μισή ώρα•

    с месяца ένα περίπου μήνα•

    отъехать с километр απομακρύνθηκα ένα περίπου χιλιόμετρο.

    2. σε σύγκριση: ως, (ω)σάν, ίσαμε•

    мальчик с пальчик παιδάκι μικρούτσικο (τοσούλικο, τοσουλάκι, μια σταλιά-παιδάκι, ίσαμε το δαχτυλάκι)•

    мужичок с ноготок ανθρωπάκι, -άριο, -άκος• νάνος• (ίσαμε το νυχάκι).

    || με κτητική αντων. σημαίνει: όσο, τόσο•

    с моё όσο το δικό μου, όσο εγώ έχω.

    III.
    με οργν.
    1. μαζί, ομού, με• και•

    хочу повидать отца с матерью θέλω να ιδώ τον πατέρα και τη μάνα•

    нарисовать реку с притоками ζωγραφίζω ποτάμι με τους παραπόταμους•

    дождь со снегом χιονόνερο, χιονόβρεχο•

    мы с тобой εγώ και σύ (οι όυό μας)•

    вы с братом εσύ και ο αδερφός•

    наше с вами имущество η περιουσία μας (η δική μου και η δική σου)•

    наша с тобой находка το εύρημα μας (των δυό μας).

    2. με (έχοντας)•

    стоять на посту с автоматом στέκομαι στο πόστο με το αυτόματο•

    остаться с двумя рублями μένω με δυό ρούβλια•

    дово-чка с косичками κορίτσι με πλεξουδίτσες•

    мешок с мукой τσουβάλι με αλεύρι•

    задача с двумя неизвестными πρόβλημα με δυό άγνωστους•

    проснуться с головной болью ξυπνώ με πονοκέφαλο•

    обратиться с просьбой απευθύνομαι με παράκληση•

    сделать с намерением κάνω σκόπιμα•

    читать с выражением διαβάζω με έκφραση.

    || (για χρόνο)• με• κοντά, κατά•

    выехать с рассветом αναχωρώ με το φέξιμο (πολύ πρωί)•

    встать с зари σηκώνομαι(με) την αυγή.

    3. με ή του•

    авария с самолтом βλάβη του αεροπλάνου•

    у ребнка нехорошо со здоровьем το παιδί δεν πάει καλά με την υγεία•

    с больным обморок ο άρρωστος λιποθύμησε.

    4. με, κατά, εναντίον•

    бороться с засухой κάνω αγώνα κατά της ξερασίας•

    справиться с работой τα βγάζω πέρα (τα καταφέρω) με τη δουλειά.

    εκφρ.
    что с вами? – τι πάθατε; τι έχετε; τι σας συνέβηκε;•
    с целью – με σκοπό, σκόπιμα.

    Большой русско-греческий словарь > с

  • 31 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 32 среди

    κ. средь πρόθ. με γεν.
    1. στη μέση, στο μέσον στο κέντρο•

    стоять - комнаты στέκομαι στη μέση του δωματίου•

    среди города στο κέντρο της πόλης•

    встать среди ночи σηκώνομαι τα μεσάνυχτα.

    2. (ανα)μεταξύ, ανάμεσα•

    -нас нет подозрительного лица ανάμεσα μας δεν υπάρχει ύποπτο πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > среди

  • 33 стена

    -ы, αιτ. стену, πλθ. стены, -ам α.
    1. τοίχος•

    каменная стена πέτρινος τοίχος•

    -ы комнаты οι τοίχοι του δωματίου.

    2. το τείχος•

    стена окружить -ой περιβάλλω με τείχος (περιτειχίζω)•

    -ы города τα τείχη της πόλης.

    || μτφ. εμπόδιο, πρόσκομμα, κώλυμα•

    непроницаемая -αδιαπέραστο τείχος, (ανυπέρβλητο εμπόδιο).

    3. πλευρά• κάθετη επιφάνεια•

    стена рва η πλευρά της τάφρου.

    εκφρ.
    стена об -у – α) δίπλα, πλάι. β) στο διπλανό, στο γειτονικό (δωμάτιο, σπίτι)•
    стена в -уβλ. προηγούμενη έκφραση•
    стена на -уβλ. стенка на стенку• встать ή стать -ой ξεσηκώνομαι σύσσωμος•
    в четыре -ах (сидеть,житьκ.τ.τ.) κάθομαι, ζω στους τέσσερ ις τοίχους (ζω απομονωμένος)•
    как за каменной -ой быть, находиться – σαν να προστατεύομαι από πέτρινο τοίχο (πλήρως εξασφαλισμένος• άτρωτος)•
    как на каменную -у положиться ή надеяться – βασίζομαι πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > стена

  • 34 стол

    α.
    1. τραπέζι•

    круглый стол στρογγυλό τραπέζι•

    обеденный стол τραπέζι φαγητού•

    ломберный стол πράσινο τραπέζι•

    письменный стол το γραφείο•

    операционный стол χειρουργικό τραπέζι.

    2. φαγητό, τροφή•

    за -ом στο φαγητό,την ώρα του φαγητού•

    встать из-за -а σηκώνομαι από το τραπέζι (το φαγητό)•

    пригласить к -у προσκαλώ στο τραπέζι (να φάμε)•

    общий стол κοινό φαγητό•

    нанимать квартиру со -ом νοικιάζω διαμέρισμα και με φαγητό μαζί•

    убирать со -а σηκώνω, συμμαζεύω το τραπέζι• απο-σκευάζω το τραπέζι•

    подать на стол σερβίρω το φαγητό•

    обед на - το τραπέζι είναι έτοιμο (τα φαγητά σερβιρισμένα)•

    3. τμήμα ιδρύματος•
    личного состава τμήμα προσωπικού•

    справочный стол γραφείο πληροφοριών.

    α.
    θώκος•

    княжский стол πριγκιπικός θώκος.

    Большой русско-греческий словарь > стол

  • 35 строй

    строя, προθτ. о строе, в строю, πλθ. строи, -ев κ. строй
    -θβ α.
    1. (στρατ.) σύνταξη. || τμήμα συνταγμένο. •
    τμήμα μάχιμο.
    2. σειρά, στοίχος, γραμμή (αντικειμένων).
    3. διάρθρωση, συγκρότηση, σύνθεση•

    метрический -стиха μετρική σύνθεση στίχου.

    || χαρακτήρας, τρόπος•

    строй мышления τρόπος της σκέψης.

    || το καθεστώς, το κοινωνικό σύστημα μιας χώρας•

    самодержавный строй το απολυταρχικό καθεστώς•

    феодальный строй το φεουδαρχικό καθεστώς•

    буржуазный строй αστικό καθεστώς•

    социалистический, строй σοσιαλιστικό καθεστώς•

    5. κούρντισμα, εναρμόνιση.
    εκφρ.
    вести в строй – κρίνω ικανόν για εργασία ή μάχιμο•
    встать (поступить, войти, стать) в строй – είμαι, γίνομαι ικανός για εργασία ή μάχιμος•
    остаться в -ю – μένω στις γραμμές, είμαι ακόμα ικανός για δουλειά ή για στρατό)•
    вывести из строя – α) βγάζω ανίκανο ή άχρηστο, β) χαλνώ, αχρηστεύω•
    выйти (выбить) из строя – αχρηστεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > строй

См. также в других словарях:

  • встать — тану, танешь; встающий; встань; св. 1. Принять стоячее положение, подняться на ноги. В. со стула. В., уступив место инвалиду. В. из за стола (закончив или прервав еду, игру и т.п.). В. навстречу (подняться, приветствуя). В. на стул (подняться на… …   Энциклопедический словарь

  • ВСТАТЬ — ВСТАТЬ, встану, встанешь, повел. встань, совер. (к вставать). 1. Принять стоячее положение, подняться на ноги. Встать с места. Все сидевшие встали. Все трое встали с места и стали рядом. || Проснувшись, подняться с постели. Дети уже встали,. ||… …   Толковый словарь Ушакова

  • встать — в версту встать, волосы встали дыбом.. Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. встать вскочить, воспрянуть, стать, ступить, возничь, поставить ногу, быть на ногах, подняться с… …   Словарь синонимов

  • ВСТАТЬ — ВСТАТЬ, ану, анешь; совер. 1. Принять стоячее положение, подняться на ноги. В. со стула. Рано в. (рано подняться с постели). Больной встал (перестал быть лежачим). 2. Занять место, уместиться стоя. Шкаф встал в простенок. 3. То же, что стать 1 (в …   Толковый словарь Ожегова

  • встать — глаг., св., употр. очень часто Морфология: я встаю, ты встаёшь, он/она/оно встаёт, мы встаём, вы встаёте, они встают, встань, встаньте, встал, встала, встало, встали, встающий, вставший, встав 1. см. нсв. вставать …   Толковый словарь Дмитриева

  • Встать — I сов. неперех. см. вставать I II сов. неперех. разг. см. вставать I III сов. неперех. см. вставать I IV сов. неперех …   Современный толковый словарь русского языка Ефремовой

  • встать — встать, ану, анет …   Русский орфографический словарь

  • встать — та/ну, та/нешь; встаю/щий; встань; св. см. тж. вставать, вставание 1) а) Принять стоячее положение, подняться на ноги. Встать со стула. В., уступив место инвалиду. Встать из за стола …   Словарь многих выражений

  • встать — встану, встанешь; повел. встань; сов. (несов. вставать). 1. Принять стоячее положение, подняться на ноги. Встать с места. □ [Обломов] спустил ноги на пол, потом встал совсем и постоял задумчиво минуты две. И. Гончаров, Обломов. Председатель встал …   Малый академический словарь

  • встать — куда и где. 1. куда (направление действия: ступив на какое л. место, расположиться на нем; уместиться стоя). Встать на ковер. Шкаф встал в простенок. Я подвел доску к берегу и встал на нее (Горький). 2. где (место действия: расположиться где л.;… …   Словарь управления

  • встать —     ВСТАВАТЬ/ВСТАТЬ     ВСТАВАТЬ/ВСТАТЬ, подниматься/подняться, восставать/восстать …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»