-
41 за
πρόθεση με αιτ. ή οργανική.1. πέρα(ν), έξω•жить за городом ζω έξω από την πόλη•
пределами πέραν των ορίων, έξω από τα όρια•
выйти за дверь βγαίνω έξω από την πόρτα•
уехать за границу φεύγω για το εξωτερικό•
за морем, за морями πέραν των θαλασσών.
2. πίσω, όπισθεν, κοντά•запереть дверь за собой κλείνω πίσω μου την πόρτα•
идите за мною ελάτε κοντά μου (ακολουθείστε)•
он уехал вскорь -ним αυτός έφυγε αμέσως κοντά από ‘κείνον•
-садом πίσω από τον κήπο•
заложить руки за спинку βάζω τα χέρια πίσω•
гоняться за почестями επιδιώκω τιμές•
он пишет мне письмо за писмом μου γράφει γράμματα το ένα κοντά τ’ άλλο•
спрятаться за ширмы κρύβομαι πίσω από το παραβάνι•
он оставил его далеко за собой τον άφησε μακριά πίσω του•
у него ни собой ни за женой δεν έχει τίποτε ούτε αυτός ούτε η γυναίκα του.
3. για, διά•он наказан за свою вину αυτός τιμωρήθηκε για το σφάλμα του•
вступиться за кого παίρνω το μέρος κάποιου•
просить за кого παρακαλώ για κάποιον•
работать за двоих δουλεύω για δυό•
за кого вы меня принимаете για ποιόν με περνάτε•
ручаться за кого εγγυώμαι για κάποιον•
я купил это за десять рублей το αγόρασα για δέκα ρούβλια•
благодарить -... ευχαριστώ για...• все за одного, один за всех όλοι για τον ένα, ο ένας για όλους" за наличные деньги σε μετρητά (τοις μετρητοίς)•
платье это прелестно за то же оно и дорого το φόρεμα αυτό είναι θαυμάσιο, γι’ αυτό είναι και ακριβό•
выдаёт за достоверное το παρουσιάζουν για έγκυρο•
я бранил его за леность τον μάλωνα για την τεμπελιά του•
за раз, за один раз για μια φορά•
я зайду за вами в два часа θα σας επισκεφτώ στίς δυο η ώρα•
послать за лекарством στέλλω για φάρμακο•
ходить за детьми πηγαίνω για τα παιδιά•
он смотрит за моим домом αυτός επιβλέπει το σπίτι μου.
|| (σημαίνει σκοπό)•за великое дело για μεγάλο έργο•
бороться за первенство αγωνίζομαι για το πρωτάθλημα.
4. αντί, για•око за όκο οφθαλμόν αντί οφθαλμού•
зуб за зуб οδόντα αντί οδόντος.
5. υπέρ•говорить за и против μιλώ υπέρ και κατά• (στην ψηφοφορία)•
кто за? ποιος είναι υπέρ;•
стоять за правду υπερασπίζω την αλήθεια (το δίκαιο)•
за кем ή за чем дело стило για ποιόν ή για ποιο πράγμα πρόκειται.
6. (για χρόνο) κατά, την ώρα•это случилось за обедом αυτό συνέβηκε την ώρα του φαγητού.
7. από•взять за руку πιάνω από το χέρι•
повесить за ноги κρεμώ από τα πόδια•
водить за нос σέρνω από τη μύτη•
бросить за окно ρίχνω από το παραθύρι•
схватить кого за ворот πιάνω κάποιον από το γιακά•
приниматься за работу αρχίζω (πιάνω) τη δουλειά•
заткнуть что за пояс κρεμώ κάτι από τη ζώνη.
8. στον, στην, στο•сесть за стол, за обед, за ужин κάθομαι (παίρνω θέση) στο τραπέζι, στο γεύμα, στο δείπνο•
сидеть за столом, за обедом, за ужином κάθομαι (παραβρίσκομαι) στο τραπέζι, στο γεύμα στο δείπνο•
он дает за дочерью миллион драхм αυτός δίνει (προίκα) στη θυγατέρα του ένα εκατομύριο δραχμές•
за ваше здоровье στην υγεία σας.
9. (σημαίνει απόσταση)•за версту от сюда ένα βέρατιο από εδώ.
10. προς•нога за ногу, шаг за шагом βήμα προς βήμα.
11. με•она вышла за военного αυτή παντρεύτηκε, (με) στατιωτικό.
12. λόγω, για λόγους, για, ένεκα, εξ αιτίας• σαν, ως•за неспособностью λόγω ανικανότητας•
за старостью лет σαν παρήλικος•
награждать за службу βραβεύω για υπηρεσία•
за недостаток времени λόγω έλλειψης χρόνου.
13. εν, κατά•за отсуствием εν απουσία, απόντος.
14. (για εργασία, ασχολία)•взяться за работу πιάνω τη δουλειά•
взяться за перо πιάνω την πένα, αρχίζω να γράφω.
15. μέσα, εντός, στον, στην, στο•держать, спрятать камень за пазухом κρατώ, κρύβω πέτρα στον κόρφο (έχω ύπουλο σκοπό).
16. αντί, για, στη θέση•расписаться за брата υπογράφω για τον αδερφό.
17. (διάφορες επί μέρους σημασίες)•за вами остается еще два рубля μένετε ακόμα χρέος δυο ρούβλια•
запишите это за мною γράψετε το στο λογαριασμό μου (θα σας το χρωστώ εγώ)•
за мой счет με δικά μου έξοδα•
всеми расходами осталось еще сто рублей αφαιρουμένων όλων των εξόδων, έμειναν ακόμα εκατό ρούβλια•
ему за сорок лет αυτός είναι πάνω από σαράντα χρόνια, πέρασε τα σαράντα•
что за шум? τι θόρυβος είν’ αυτός•
ото было время... αυτό έγινε τον καιρό...
|| (με την ιδιότητα)•за подписью министра με την υπογραφή του υπουργού•
за то (αντιδιαστολή) γι’ αυτό.
|| σαν, ως, για•признать- благо ευδοκώ, συγκατανεύω.
|| (αντικείμενο επιδίωξης) •охотиться за куропатками κυνηγώ πέρδικες.
|| (άλλες σημασίες)•взяться за оружием παίρνω τα όπλα (επαναστατώ)•
за исключением εξαιρέσει, εκτός•
он за все сердится όλα του φταίνε•
заработок за год οι ετήσιες αποδοχές•
за неделю, за месяц σε μια βδομάδα, σ’ ένα μήνα•
ни за что με κανένα τρόπο.
-
42 издержать
-ержу, -ржшь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. издержанный, βρ: -жан, -а, -оρ.σ.μ.ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω•издержать все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα.
ξοδεύομαι., καταναλώνομαι, δαπανώμαι•все деньги -лись όλα τα χρήματα ξοδεύτηκαν•
он совсем -лся αυτός καταξοδεύτηκε (ξεπαραδιάστηκε),
-
43 истратить
-ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истраченный ρ.σ.μ. ξοδεύω, δίαπανώ•все деньги ξοδεύω όλα τα χρήματα•
истратить все силы καταναλώνω όλες τις δυνάμεις•
истратить здоровье καταστρέφω την υγεία.
ξοδεύομαι, δαπανώμαι• καταναλώνομαι. || καταξοδεύομαι•за этот месяц я -лся αυτό το μήνα καταξοδεύτηκα.
-
44 корка
-и θ.1. βλ. кори.2. κόρα (ψωμιού), κρούστα. || φλούδα•апельсиновая корка πορτοκαλόφλουδα.
3. ξερή φλούδα δέντρου• πέτσα.εκφρ.на все -и ругать (разносить – κ.τ.τ.) επιπλήττω δριμύτατα, λούζω πατόκορφα•на все -и – γερά, δυνατά•на обе -и – αλύπητα•от -и до -и – από την αρχή ως το τέλος. -
45 перетопить
ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. топить 1).1. ανάβω, ανάπτω•перетопить все пчи ανάβω όλες τις θερμάστρες ή τους φούρνους.
2. ανάβω ξανά.3. καίω, καταναλώνω•перетопить все дрова καίω ολα τα καυσόξυλα.
ρ.σ.μ.(γραμμ. στοιχεία βλ. топить 2).1. λιώνω, τήκω;•перетопить воск λιώνω το κηρί•
перетопить сало λιώνω το λίπος.
2. λιώνω (όλο, όλα, πολύ, πολλά).τήκομαι, λιώνω.-топлю, -топишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетопленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ.πνίγω (για όλους, πολλούς).πνίγομαι • βουλιάζω. -
46 перетупить
-уплга, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перетупленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.μ. στομώνω (όλα, πολλά)•перетупить все ножи στομώνω όλα τα μαχαίρια.
στομώνω, -ομαι•-лись все ножи στόμωσαν όλα τα μαχαίρια.
-
47 подёргать
ρ.σ.1. τραβώ•подёргать за уши τραβώ α-πο τα αυτιά•
подёргать за рукав τραβώ από το μανίκι.
2. κινώ απότομα, σπασμωδικά• τινάζω.3. βγάζω (για πολλά, όλα)•подёргать все гвозды βγάζω όλα τα καρφιά•
подёргать все морковки βγάζω (ξεριζώνω) όλα τα καρότα.
βλ. дёргаться (1 σημ.). -
48 пробросать
ρ.σ.μ.1. ρίχνω•пробросать все камни в воду ρίχνω όλες τις πέτρες στο νερό.
|| εξαντλώ•пробросать все карты в ходе игры ρίχνω όλα τα χαρτιά (ατού) στο παιγνίδι.
2. ρίχνω (για ένα χρον. διάστημα)•пробросать целый день снег с крыши πετώ όλη τη μέρα το χιόνι από τη στέγη.
1. ρίχνω• αλληλορίχνω.2. μτφ. αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω. -
49 растерять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. растерянный βρ: -рян, -а, -оχάνω (διαδοχικά)•растерять деньги χάνω τα χρήματα•
в дороге -ял все вещи στο δρόμο έχασα όλα τα πράγματα•
за годы разлуки она -ла всех родных στα χρόνια του χωρισμού αυτή έχασε όλους τους συγγενείς.
1. χάνομαι•все вещи -лись в пути όλα τα πράγματα χάθηκαν στο δρόμο.
2. τα χάνω, ταράσσομαι, συγχύζομαι•я -лся перед лицом опасности τά χασα μπροστά στον κίνδυνο.
-
50 убрать
уберу, убершь, παρλθ χρ. убрал-ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. убранный, βρ: убран-а κ. -а, -о ρ.σ.μ.1. παίρνω•убрать со стола παίρνω τα πιατικά κλπ, από το τραπέζι (μετά το φαγητό).
|| βραχύνω, κοντεύω, μαζεύω, στενεύω, αφαιρώ το περίσσιο μέρος•убрать платье в талии μαζεύω το φόρεμα στη μέση•
-подол на два сантиметра κοντεύω τον ποδόγυρο κατά δυο πόντους.
2. αφαιρώ, βγάζω, περικόπτω, απορρίπτω (από κείμενο, έργο κ.τ.τ,).διώχνω, εκδιώκω•-ите его из комнаты πάρτε τον (βγάλτε τον) έξω από το δωμάτιο.
|| παίρνω για εξόντωση, εξοντώνω, φονεύω.3. συγκομίζω, συλλέγω, μαζεύω, σηκώνω•убрать вес хлеб с полей μαζεύω (σηκώνω) όλο το σιτάρι από τα χωράφια.
4. βγάζω, θέτω σε αδράνεια, σταματώ τη λειτουργία•убрать всла βγάζω τα κουπιά-убрать паруса μαζεύω τα πανιά (σκάφους).
5. τοποθετώ, βάζω•убрать бумаги в ящик παίρνω τα χαρτιά και τα βάζω στο συρτάρι.
|| μαζεώ, περιστέλλω•убери тво брюхо, мешает мне пройти μάζεψε την κοιλιά σου, με εμποδίζει να περάσω.
|| συμπερ ιλαβαίνω, κάνω να χωρέσει•все слова в одну строчку συμπερ ιλαβαίνω όλες τις λέξεις σε μια σειρά.
6. (απλ.) τρώγω, κατεβάζω•за троих убрать суп για τρεις θα φάω σούπα.
7. τακτοποιώ, συγυρίζω, διευθετώ, ευτρεπίζω•убрать постель συγυρίζω το κρεβάτι•
убрать комнату συγυρίζω το δωμάτιο.
|| παλ. στολίζω• καλοντύνω• λουσάρω. || καλλωπίζω, κοσμώ.1. φεύγω, αναχωρώ•он -лся от сюда αυτός έφυγε απ εδώ.
2. τελειώνω•вовремя, убрать с сенокосом έγκαιρα τελειώνω τη χορτοκοπή.
3. συγυρίζομαι, τακτοποιούμαι, διευθετούμαι, ευτρεπίζομαι.4. στολίζομαι, καλοντύνομαι, λουσάρομαι• καλλωπίζομαι.5. χωρώ, συμπεριλαβαίνομαι•все слова -лись в одну строчку όλες οι λέξεις συμπερ ιλήφτηκαν σε μια σειρά (γραμμή).
-
51 автомобиль
το αυτοκίνητο-- с приводом на все колёса - με κίνηση σε όλους τους τροχούς, το 4x4Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автомобиль
-
52 волна
το κύμαбортовая - мор. η θάλασσα (κύμα) από την πλευράвзрывная - см. ударная -встречная - мор. αντίθετο/πρυμναίο -- ы де Бройля см. - ы материи детонационная - εκπυρσοκρότησης- ουρανούкилометровые - ы см. длинные -кормовая мор. - πρύμνης- ы материи - τα ύλης, υλικά - ταметровые - ы (диапазон весьма высоких частот 30-300 MHz) λίαν βραχέα - ταмиллиметровые - ы (диапазон чрезвычайно высоких частот 30-300 GHz) χιλιοστομετρικό - (περιοχής φάσματος μεταξύ των συχνοτήτων 30 και 300 GHz)мири-аметровые - см. сверхдлинные -носовая - мор. - πλώρης- ы Рэлея επιφανειακά - τα, μακρά - ταсантиметровые - ы (диапазон сверхвысоких частот 3-30 GHz) υπερβραχέα - τα, τα μικροκύματαсверхзвуковая - υπερακουστικό -, υπερηχητικό -световая - (ядерного взрыва) - φωτός, φωτεινό -сильная - мор. η τρικυμία, η φουρτούναсредние - ы (диапазон средних частот 300 kHz - 3 MHz) μεσαία - τα, μέσα - τα (μεσαίας/μέσης συχνότητας)- κρούσης, κρουστικό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волна
-
53 перегрести
1. (сгребая, переместить куда-л.) μεταφέρω κάτι κάπου με τσου-γκράνα 2. (сгрести все, многое) αναμειγνύω με χτένα/τσουγκράνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегрести
-
54 переклеить
1. (наклеить заново, на другое место) (μετα)κολλώ 2. (заклеить, склеить или наклеить все) κολλώ (όλα, τα πάντα).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > переклеить
-
55 широкий
1. (большой по ширине) φαρδύς, ευρύςπλατύς2. (охватывающий всё/ всех, распространяющийся на все{}всех{}) ευρύς· - круг вопросов - κύκλος των ζητημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > широкий
-
56 всем
-
57 остановка
остановка ж (стоянка) η στάση· το τέρμα (конечная)' \остановка автобуса η στάση λεωφορείου* со всеми \остановкаками με όλες τις στάσεις* * *жостано́вка авто́буса — η στάση λεωφορείου
со все́ми остано́вками — με όλες τις στάσεις
-
58 удобство
удобство с η άνεση, το κομφόρ* это большое \удобство είναι μεγάλη ευκολία* со всеми \удобствоами (о помещении) με ανέσεις* * *сη άνεση, το κομφόρэ́то большо́е удо́бство — είναι μεγάλη ευκολία
со все́ми удо́бствами (о помещении) — με ανέσεις
-
59 ажур
ажурм:все в \ажуре ὀλα εἶναι σέ τάξη, ὅλα εἶναι τακτοποιημένα -
60 без
без(безо) предлог с род. п.1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε.
См. также в других словарях:
все ж — все ж … Орфографический словарь-справочник
все же — все же … Орфографический словарь-справочник
все — См. весь, все таки, постоянно, очень... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред … Словарь синонимов
ВСЕ — ВСЕ, мест., безл. (весь, вся, все, мн. все) или | нареч. количественное, не определяющее, много ль, а то, что есть, что налицо, что было, без остатка, сколько есть, сполна; целое, целиком, гуртом чохом, оптом, огулом (см. весь). | нареч. времени … Толковый словарь Даля
все — (надо устранить все препятствия). все и всяческие. всех и всяких. всем и всяким. всех и каждого (знать #). всем и каждому. касаться всех [всего]. по полному кругу. как один. все до одного [до единого]. все без исключения. все без разбора. в… … Идеографический словарь русского языка
все же — См. все таки, однако... Словарь русских синонимов и сходных по смыслу выражений. под. ред. Н. Абрамова, М.: Русские словари, 1999. все же во всяком случае, все таки, как никак, ведь, тем не менее, однако, вместе с тем, что ни говорите, как бы то… … Словарь синонимов
Все по... — Все по … Википедия
все... — все... всеобщий Примеры использования всевобуч всеобуч В все... Всерос. Всероссийский РФ В Словарь: С. Фадеев. Словарь сокращений современного русского языка. С. Пб.: Политехника, 1997. 527 с. все … Словарь сокращений и аббревиатур
Все — Все, кого ты так сильно любил Все, кого ты так сильно любил Альбом группы Ундервуд Дата выпуска 30 сентября 2008 Записан февраль 2008 июль 2008 Жанр Рок … Википедия
все — 1 прислівник завжди; скрізь; досі незмінювана словникова одиниця розм. все 2 сполучник все таки незмінювана словникова одиниця розм. все 3 частка вказує на поступове збільшення вияву дії, якості незмінювана словникова од … Орфографічний словник української мови
все — ВСЕ, мест. мн. от весь. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 … Толковый словарь Ушакова