Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

во+всё+горло

  • 21 дыхательный

    επ.
    αναπνευστικός•

    -ые органы αναπνευστικά όργανα•

    -ое горло η τραχεία.

    Большой русско-греческий словарь > дыхательный

  • 22 застрять

    -яну, -янишь, προστκ. -янь
    ρ.σ.
    1. βουλιάζω, βυθίζομαι, χώνομαι μέσα, κολλώ•

    колесо -ло в грязи ο τροχός βούλιαξε στη λάσπη•

    пуля -ла в кость η σφαίρα σφηνώθηκε στο κόκκαλο•

    пища -ла в горло η τροφή σκάλωσε στο λαιμό.

    2. μτφ. καθυστερώ•

    где ты -ал? που καθυστερήθηκες;

    εκφρ.
    слово -ло в горле – η λέξη έμεινε απρόφερτη, κόμπιασα.

    Большой русско-греческий словарь > застрять

  • 23 заткнуть

    -ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заткнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    βουλώνω, ταπώνω, επιπωματίζω, κλείνω•

    заткнуть уши витой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι•

    заткнуть бутылку βουλώνω το μποκάλι.

    || χώνω, βάζω•

    заткнуть нож, пистолет за пояс βάζω το μαχαίρι, το πιστόλι στο ζωνάρι.

    εκφρ.
    заткнуть за пояс – βάζω κάτω (ξεπερνώ)•
    заткнуть рот (ή горло, глотку) кому – βουλώνω το στόμα κάποιου (αποστομώνω).
    1. βουλώνομαι, κλείνομαι.
    2. (απλ.) σωπαίνω•

    заткнись βούλωσ’ το (μη μιλάς).

    Большой русско-греческий словарь > заткнуть

  • 24 кувшинный

    επ.
    της στάμνας, του λαγηνιού•

    -ое горло ο λαιμός της στάμνας.

    εκφρ.
    - ое рыло – παρασούσουμο πρόσωπο ή παρασούσουμος άνθρωπος.

    Большой русско-греческий словарь > кувшинный

  • 25 кусок

    -ска α.
    κομμάτι, τεμάχιο. || φέτα, μερίδα•

    кусок хлеба, сыра φέτα ψωμιού, τυριού.

    || μτφ. μέσο συντήρησης, διατροφής, ύπαρξης.
    εκφρ.
    разбить на -и – κατακομματιάζω, κατατεμαχίζω•
    кусок в горло не идёт – δε μπορώ να καταπιώ τίποτε (από κούραση, ταραχή κ.τ.τ.)•
    собирать -и – μαζεύω κομμάτια, διακονεύω, ζητιανεύω•
    урвать кусок – αποσπώ, αρπάζω μέρος (πλούτου, περιουσίας κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > кусок

  • 26 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 27 надрывать

    ρ.δ.
    βλ. надорвать.
    εκφρ.
    глотку (горло) – ξελαρυγγίζομαι φωνάζοντας.
    1. βλ. надорваться.
    2. καταβάλλω τεράστιες προσπάθειες ή όλες τις δυμάμεις.
    3. ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές. || ταλαιπωρούμαι, βασανίζομαι εξαντλούμαι, κόβομαι, τσακίζομαι, λιώνω.
    εκφρ.
    сердце -ется – η καρδιά σπαράζει (ραγίζει), καταθλίβομαι.

    Большой русско-греческий словарь > надрывать

  • 28 надсаживать

    ρ.δ.
    βλ. надсадить.
    εκφρ.
    надсаживать горло ή грудь – ξελαρυγγίζομαι από τις φωνές.
    ρ.δ. (απλ.) καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες ή δυνάμεις, βάζω όλα τα δυνατά. || φωνάζω μ όλη τη δύναμη, ξελαρυγγίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > надсаживать

  • 29 пересохнуть

    -нет, παρλθ. χρ. пересох, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пересохший ρ.σ.
    1. πα-ραξηραινομαι καταξηραίνομαι, καταστεγνώνω•

    почва -ла το έδαφος παραστέγνωσε.

    || στεγνώνω τελείως•

    бель -ло τα ρούχα στέγνωσαν καλά•

    горло -ло ο λάρυγγας στέγνωσε τελείως•

    губы -ли τα χείλη στέγνωσαν.

    || στύβω, στειρεύω•

    колодец -сох το πηγάδι στείρεψε.

    2. ξη ραίνομαι (για πολλά)•

    букеты -ли οι ανθοδέσμες ξηράθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > пересохнуть

  • 30 по

    πρόθ.
    I.
    με δοτ., αιτ. κ. προθτ. πτώση είναι άτονη με εξαίρεση μόνο όταν ο τόνος ανεβαίνει από το ουσιαστικό στην πρόθεση π.χ. по лесу, по носу, по полю, по уши.
    1. (με δοτ.)• σημαίνει κίνηση στην επιφάνεια ή κατά μήκος του αντικειμένου, έκτασης, θέσης• επί, πάνω, στον, στη, στο κ.τ.τ.• гладить по голове χαϊδεύω στο κεφάλι•

    гулять по улицам κάνω περίπατο στους δρόμους•

    ударить по столу кулаком χτυπώ τη γροθιά στο τραπέζι•

    по краям дороги στις άκρες του δρόμου.

    || εναντίον, κατά•

    стрельба гитлеровцев по безоружным людям πυροβολισμοί των χιτλερικών κατά των άοπλων ανθρώπων.

    || μέσα, εντός, στο, στον, στην κ.τ.τ.• ходить по комнате κάνω βόλτες στο δωμάτιο•

    гулять по саду κάνω περίπατο στον κήπο.

    || (επανάλειψη ενέργειας)• στον, στην κ.τ.τ.• бегать по знакомым γυρίζω (συχνάζω) στους γνωστούς•

    ходить по театрам συχνάζω στα θέατρα.

    2. (για διεύθυνση)• κατά•

    идти по ветру πηγαίνω κατά τη φορά του ανέμου (όπως φυσά ο άνεμος)•

    идти по течению πηγαίνω κατά τον ρουν, όπως πάει το ρεύμα.

    || επί, σύμφωνα• με•

    идти по следам зверя πηγαίνω στα ίχνη του άγριου ζώου ή με τον τορό αυτού.

    3. κατά, σύμφωνα με•

    уехать по совету врача φεύγω κατά τη συμβουλή του γιατρού•

    по образцу κατά το παράδειγμα•

    по силам κατά τις δυνάμεις•

    уволиться по собственному желанию απολύομαι κατά θέληση μου ή με αίτηση μου•

    разложить по сортам ταξινομώ κατά είδη•

    по моде κατά τη μόδα•

    по правилу σύμφωνα με τον κανόνα.

    || με, απο, εκ, εξ•

    он женился по любви αυτός παντρεύτηκε με αγάπη.

    || απο, εκ•

    судить по внешности κρίνω από την εξωτερική εμφάνιση•

    знаю по книгам, по газетам γνωρίζω από τα βιβλία, τις εφημερίδες.

    || κατά, ως προς•

    добрый по характеру καλός κατά τον χαρακτήρα•

    учитель по профессию δάσκαλος (κατά) το επάγγελμα.

    || (για σχέσεις) κατά, απο, εκ•

    брат по матери ομομήτριος αδερφός•

    брат по отцу ομοπάτριος αδερφός•

    родственники по матери συγγενείς από τη μητέρα.

    4. με, απο, διά•

    отправить по почте στέλλω με το ταχυδρομείο (ταχυδρομικώς)•

    говорить по телефону μιλώ από το τηλέφωνο•

    передать по радио μεταδίνω από το ράδιο•

    ориентироваться по компасу προσανατολίχομαι με την πυξίδα.

    5. ένεκα, λόγω, εξ αιτίας, απο•

    по недосмотру από απροσεξία•

    отсуствовать по болезни απουσιάζω λόγω ασθένειας•

    ошибаться по рассеянности κάνω λάθος από αφηρεμάδα•

    по привычке από συνήθεια.

    6. για, δια, προς, με σκοπό•

    отряд по борьбе с бандитами απόσπασμα για τον αγώνα κατά των ληστών.

    || επί, στον, στην κ.τ.τ.• чемпион по классической борьбе πρωταθλητής της ελεύθερης (ελληνορωμαϊκής) πάλης. || (για τομέα σφαίρα έκτασης)• στον, στην κλπ., του, της κλπ.• приказ по полку διαταγή του συντάγματος•

    по фабрикам и заводам στις φάμπρικες και στα εργοστάσια.

    7. (με ουσ. στον πλθ.)• κατά• κάθε•

    гулять по утрам κάνω περίπατο κάθε πρωί ή το πρωί•

    по праздникам (κατά) τις γιορτές•

    заниматься по ночам ασχολούμαι τα βράδυα•

    цыплят по осени считают παρμ. τα πουλάκια το Φθινόπωρο τα μετράνε (στο τέλος ξυρίζουν το γαμπρό)•

    приеду по весне θα έρθω κατά την Άνοιξη•

    по десятому году στο δέκατο χρόνο.

    8. από•

    по стаканчику από ένα ποτηράκι•

    по рублю за штуку από ένα ρούβλι το κομμάτι•

    по одному από ένα (στον καθένα)•

    по разу από μια φορά (ο καθένας).

    || για•

    тоска по Родине νοσταλγία για την πατρίδα•

    тосковать по детям νοσταλγώ τα παιδιά.

    II.
    με αιτ.
    1. ως, έως, μέχρι•

    по колено ως το γόνα•

    войти в воду по пояс μπαίνω στο νερό μέχρι τη μέση•

    сыт по горло χορτάτος ως το λαιμό.

    || ως και, μέχρι και•

    прочитать с первой по четвртую главу διαβάζω από το πρώτο μέχρι το πέμπτο κεφάλαιο•

    с детских лет по день его смерти από τα παιδικά χρόνια ως τη μέρα του θανάτου του•

    по сей день μέχρι αυτή τη μέρα•

    по сегодня ως τα σήμερα.

    2. (για τόπο, χώρο, θέση κ.τ.τ.)• απο, στον, στην κ.τ.τ. сидеть по другую сторону стола κάθομαι από το άλλο μέρος του τραπεζιού•

    по левую руку από το αριστερό χέρι.

    3. για•

    ходить по грибы πηγαίνω για μανιτάρια•

    сходить по воду πηγαίνω για νερό.

    III.
    με προθετική•
    1. μετά, ύστερα, έπειτα από•

    с полгода по смерти отца μισό χρόνο μετά το θάνατο του πατέρα.

    2. για•

    скучать по отце νοσταλγώ τον πατέρα.

    3. κατά, σύμφωνα προς• (για επιθυμία, συνήθεια κ.τ.τ.)• по них κατ αυτούς.
    εκφρ.
    по мне – κατ εμένα (κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου)•
    по дороге – στο δρόμο, καθ' οδόν.

    Большой русско-греческий словарь > по

  • 31 подирать

    -ает
    ρ.δ. ερεθίζω, προκαλώ απέχθεια.
    (απρόσ.) με τρώει•

    горло -ает ο λαιμός με τρώει.

    Большой русско-греческий словарь > подирать

  • 32 полоскать

    -лощу, -лощешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. полосканный, βρ: -кан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ξεπλύνω, ξεβγάζω•

    полоскать бель ξεβγάζω τα ρούχα.

    2. κάνω γαργάρα•

    полоскать рот ξεπλύνω το στόμα•

    -горло κάνω γαργάρα.

    3. ταλαντεύω, λικνίζω, κουνώ (για άνεμο).
    1. βλ. плескаться (3 σημ.).
    2. ταλαντεύομαι, λικνίζομαι, κουνιέμαι (από τον άνεμο).

    Большой русско-греческий словарь > полоскать

  • 33 прополоскать

    ρ.σ.μ.
    1. ξεπλύνω, ξεβγάζω-.-бель ξεπλύνω τα ρούχα•

    прополоскать рот, горло ξεπλύνω το στόμα, το λάρυγγα.

    2. ξεπλύνω (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > прополоскать

  • 34 простудить

    -ужу, -удишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. простуженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. κρυολογώ•

    простудить горло κρυολογώ το λαιμό•

    детей κρυολογώ τα παιδιά.

    2. ψύχω λίγο, αφήνω να κρυώσει λίγο, να ξεπέσει•

    -ди чай, а потом и пей άφησε να ξεπέσει το τσάι και μετά πιες.

    κρυολογώ, αρρωσταίνω από κρυολόγημα.

    Большой русско-греческий словарь > простудить

  • 35 распустить

    ρ.σ.μ.
    1. απολύω, αφήνω ελεύθερους (να φύγουν). || διαλύω•

    распустить комиссию δια-λΰω επιτροπή.

    2. ζεσφίγγω, χαλαρώνω, (ξε) λασκάρω, μποσκάρω. || ανοίγω, ξετυλίγω, ξεδιπλώνω•

    распустить паруса ανοίγω τα πανιά.

    || ξεπλέκω• ξηλώνω•

    распустить косы ξεπλέκω τις κοτσίδες•

    распустить чулок ξηλώνω την κάλτσα.

    3. χαλαρώνω (την πειθαρχία, επίβλεψη)• καλομαθαινω• χαλνώ.
    4. διαδίδω (φήμες, κουτσομπολιά κ.τ.τ.).
    5. διαλύω•

    распустить синьку в воде διαλύω λουλάκι στο νερό.

    εκφρ.
    распустить горло (глотку)• – (απλ.) κραυγάζω δυνατά, γκαρίζω•
    распустить язык – γλωσσοκοπανώ, αδολεσχώ• κόβει και ράβει η γλώσσα.
    1. ανοίγω (για μπουμπούκια)• ανθίζω•

    роза -лась το τριαντάφυλλο άνοιξε.

    || (για δέντρα) καλύπτομαι με φύλλωμα.
    2. ξεσφίγγομαι, χαλαρώνομαι, ξελασκάρω. || ξεπλέκομαι• ξηλώνομαι. || ξετυλίγομαι.
    3. ξεπέφτω, αδυνατίζω, εξασθενώ. || μτφ. παρακμάζω.
    4. γίνομαι ανυπάκουος• απειθαρχώ,
    5. (για οδό) λασπώνω.
    6. διαλύομαι•

    соль -лась в воде το αλάτι διαλύθηκε (έλιωσε) στο νερό.

    Большой русско-греческий словарь > распустить

  • 36 рвать

    рву, рвёшь, παρλθ. χρ. рвал
    -ла, рвало
    ρ.δ.μ.
    1. τραβώ δυνατά, απότομα•

    не рви из рук μη τραβάς από τα χέρια.

    || βγάζω, παρασύρω• αποσπώ•

    буря с корнем рвёт деревья η θύελλα ξεριζώνει τα δέντρα•

    рвать гвозди βγάζω τα καρφιά.

    || κόβω• μαζεύω•

    рвать цветы κόβω λουλούδια•

    рвать ветки κόβω κλαδιά.

    2. (ξε)σχιζω, κάνω κομμάτια•

    рвать письмо ξεσχίζω το γράμμα•

    собаки его -ли τα σκυλιά τον ξέσχιζαν.

    3. μτφ. διακόπτω•

    рвать отношения κόβω σχέσεις.

    4. ανατινάζω• σπάζω•

    здесь в прошлом году -ли камни εδώ πέρυσι έσπαζαν πέτρες με φουρνέλα.

    5. πονώ, μου πονά δυνατά, με σφάζει(οπόνος).
    6. (απλ.) βλ. рвануть (4 σημ.).
    εκφρ.
    рвать горло ή глотку – (απλ.) ξελαρυγγίζομαι (φωνάζοντας, τραγουδώντας κ.τ.τ.)• рвать зубы βγάζω τα δόντια (τραβώντας)•
    рвать и метать – είμαι φουρκισμένος, εξαγριωμένος, εξοργιμένος.
    1. με τραβά απότομα.
    2. ξεσχίζομαι, γίνομαι κομμάτια.
    3. κόβομαι•

    телефонная линия ежедневно -лась η τηλεφωνική γραμμή κάθε μέρα κόβονταν.

    4. μτφ. διακόπτομαι•

    отношения -лись οι σχέσεις διακόπτονταν.

    5. σκάζω•

    рядом -лись снаряды δίπλα έσκαζαν οβίδες.

    6. επιζητώ να ορμήσω, να ριχτώπροσπαθώ πολύ, κόβομαι•

    рвать в бой θέλω πολύνα ριχτώ στη μάχη•

    ребёнок -лся к матери το παιδάκι κόβονταν για να πάει στη μάνα.

    || μτφ. τείνω, έχω τάση για κάτι.
    рвёт, παρλθ. χρ. рвало ρ.σ.
    (απρόσ.) κάνω εμετό, (εξ)εμώ.

    Большой русско-греческий словарь > рвать

  • 37 сорвать

    ρ.σ.μ.
    1. κόβω, δρέπω•

    сорвать цветы κόβω λουλούδια•

    сорвать яблоки κόβω μήλα (από τη μηλιά).

    2. αποσπώ• βγάζω με απότομη κίνηση•

    сорвать дверь αποσπώ (σπάζω) την πόρτα•

    сорвать шапку βγάζω απότομα τη σκούφια.

    || παίρνω, παρασύρω. || γρατσουνίζω• ξεγδέρνω. || χαλνώ, βλάπτω. || ματαιώνω, σπαραλιάζω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•

    сорвать урок χαλνώ το μάθημα•

    сорвать дело χαλνώ την υπόθεση•

    сорвать планы поджигателей войны χαλώ τα σχέδια των εμπρηστών τουπολέμου.

    4. μτφ. αποσπώ, παίρνω κατόπιν επιμονής•

    сорвать почелуй αποσπώ φιλί.

    || αρπάζω.
    5. ξεσπώ•

    сорвать зло на детях ξεσπώ το θυμό μου (το κακό μου) στα παιδιά.

    εκφρ.
    сорвать банк – (χαρτπ.) κερδίζω όλη την πόστα (μπάνκα)•
    сорвать голову – (απλ.) τσεκουρώνω, τιμωρώ αυστηρά•
    сорвать голос (горло глотку) – μου κόβεται η φωνή κατά το τραγούδι•
    сорвать аплодисменты – αποσπώ τα χειροκροτήματα•
    сорвать завесу ή покров – ξεσκεπάπάζω, αποκαλύπτω, φανερώνω.
    1. αποσπώμαι• κόβομαι•

    пуговица -лась το κουμπίκόπηκε.

    || αποδεσμεύομαι, λύνομαι•

    собака сорватьлась с цепи το σκυλί λύθηκε από την αλυσίδα.

    2. αποκόπτομαι, πέφτω, γκρεμίζομαι. || (ξε)γλιστρώ, ξεφεύγω. || μτφ. αλλάζω.
    3. δεν κρατιέμαι, χάνω την υπομονή.
    4. ξεπετιέμαιαπό τη θέση μου, φεύγω βιαστικά. || (απλ.) φεύγω• το σκάζω•

    давай -мся отсюда εμπρός να φύγομε απ εδώ.

    5. αντηχώ, αντιλαλώ. || προφέρομαι (λέγομαι) ξαφνικά ή άθελα. || μουξεφεύγει (λόγος, λέξη).
    6. φθείρομαι, χαλνώ•

    резьба -лась η έλικα χάλασε.

    7. ματαιώνομαι, σπαραλιάζω• ανατρέπομαι.
    8. αποτυχαίνω•

    дело -лось η υπόθεση απέτυχε (πάει περίπατο)•

    сорвать на экзамене αποτυχαίνω στις εξετάσεις.

    εκφρ.
    голос -лся – η φωνή κόπηκε (έσπασε)•
    как (будто, словно) с цепи ή с привязи -лся – σαν το σκυλί που έκοψε την αλυσίδα (επέπεσε ορμητικά).

    Большой русско-греческий словарь > сорвать

  • 38 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

См. также в других словарях:

  • ГОРЛО — ср. передняя часть шеи у человека и животного от подбородка до груди или ключиц; | ·собств. узкий проход, трубка, теснина; | заключенный внутри шеи двойной проход: гортань, горло дыхательное, которого головка образует снаружи кадык, и глотка,… …   Толковый словарь Даля

  • ГОРЛО — ГОРЛО, горла, ср. 1. Передняя часть шеи, заключающая в себе начало пищевода и дыхательных путей. Галстук давит хватить за горло. || Полость позади рта (зев, глотка и гортань). Болезни горла. В горле пересохло. 2. Верхняя часть сосуда; то же, что… …   Толковый словарь Ушакова

  • горло — См. гортань взять горлом, во все горло, драть горло, заткнуть горло, налить горло, наступать на горло, по горло, приставать с ножом к горлу, приступать (как) с ножом к горлу, распускать горло, стать поперек горла... Словарь русских синонимов и… …   Словарь синонимов

  • ГОРЛО — ГОРЛО, а, ср. 1. Передняя часть шеи. По г. в воде. Схватить за г. (также перен.: неотступно требовать чего н.; разг. неод.). С ножом к горлу пристать (приступить) (перен.: неотступно просить, требовать; разг. неод.). Взять за г. кого н. (также… …   Толковый словарь Ожегова

  • Горло — Горло  часть шеи впереди позвоночного столба. Верхней границей является подъязычная кость, нижней  рукоятка грудины и …   Википедия

  • Горло Барлога — Страна …   Википедия

  • Горло Белого моря — Координаты: Координаты …   Википедия

  • Горло драть, горланить — (иноск.) громко кричать. Ср. Чуръ меня! чуръ! наше мѣсто свято!.. «Что ты горло то дерешь?» сказалъ Кирша; «отъ этихъ чертей ни пестомъ, ни крестомъ не отдѣлаешься». Загоскинъ. Юрій Милославскій. 3, 2. См. Наше место свято!. См. Ни крестом, ни… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • горло —     ГОРЛО, разг. глотка …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • ГОРЛО — ГОРЛО, см. ГЛОТКА …   Научно-технический энциклопедический словарь

  • Горло поет: либо брагу пить, либо битым быть. — Горло поет (отрыжка): либо брагу пить, либо битым быть. См. ЧЕЛОВЕК ПРИМЕТЫ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»