Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

брать+(взять)+в+-

  • 21 обработка

    θ. (κυρλξ. κ. μτφ.)
    επεξεργασία, κατεργασία, δούλεμα. || προετοιμασία.
    (κυρλξ. κ. μτφ.) καλλιέργεια.
    εκφρ.
    брать (взять) на -уβλ. обработать (3 σημ.)

    Большой русско-греческий словарь > обработка

  • 22 обстрел

    α.
    1. βολή, πυροβολισμός τα πυρά•

    артиллерийский обстрел κανονιοβολισμοί, κανονίδι•

    миномётный обстрел βολή όλμων, ολμοβόλα πυρά.

    2. ζώνη, πεδίο βολής.
    εκφρ.
    брать (взять) под обстрел – κατακρίνω δριμύτατα, καυτηριάζω, μαστιγώνω, ρίχνω καταιγιστικά πυρά.

    Большой русско-греческий словарь > обстрел

  • 23 переплёт

    α.
    1. βιβλιοδέτηση, -σία.
    2. επικάλυμμα•

    кожанный переплёт δερμάτινο επικάλυμμα βιβλίου.

    3. σιδεριά, δικτυωτό περίπλεγμα.
    4. μτφ. μπέρδεμα, περιπλοκή• κατάσταση περίπλοκη.
    εκφρ.
    брать (взять) в переплёт – συμμορφώνω, συνετίζω σφίγγω τα λουριά.

    Большой русско-греческий словарь > переплёт

  • 24 пример

    α.
    1. παράδειγμα• υπόδειγμα•

    мужества παράδειγμα ανδρείας•

    пояснить мысль примером διασαφηνίζω τη σκέψη με παράδειγμα•

    следовать чьему-л. пример ακολουθώ το παράδειγμα κάποιου•

    по -у прошлых лет όπως γινόταν και στο παρελθόν•

    привести -φέρω παράδειγμα•

    пример великодушия παράδειγμα• μεγαλοψυχίας.

    2. (μαθ.) γύμνασμα.
    εκφρ.
    для -а – για παραδειγματισμό•
    к -у ή к -у сказать (ή говоря) – παραδείγματος χάρη•
    не в пример – α) αντίθετα, β) ασύγκριτα•
    брать (взять) пример с кого – παίρνω παράδειγμα από κάποιον, μιμούμαι κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > пример

  • 25 прицел

    α.
    1. σκόπευση.
    2. κλισιοσκόπιο
    оптический прицел διόπτρα όπλου.
    εκφρ.
    брать (взять) на прицел – α) σκοπεύω, παίρνω τη σκοπευτική γραμμή, β) μτφ. συγκεντρώνω την προσοχή μου.

    Большой русско-греческий словарь > прицел

  • 26 работа

    θ.
    1. εργασία, δουλειά.• физическая работа χειρονακτική (σωματική) εργασία•

    умственная работа πνευματική εργασία•

    научная επιστημονική εργασία•

    тяжлая работа βαριά δουλειά.• лгкая работа ελαφριά δουλειά.• чрная χοντροδουλειά•

    женская работа γυναικεία δουλειά.

    2. πλθ. -ы εργασίες, δουλειές, έργα•

    полевые -ы αγροτικές δουλειές•

    принудительные -ы καταναγκαστικά έργα•

    фортификационные -ы οχυρωματικά έργα•

    мелиоративные -ы εγ-γειοβελτικά έργα•

    каторжные -ы τα κάτεργα.

    || υπηρεσία, εργασία, δουλειά•

    поступить на -у πιάνω δουλειά.• снять с -ы απολύω από τη δουλειά•

    сельскохозяйственные -ы γεωργικές εργασίες•

    раздать всем -у δίνω σ' όλους δουλειά.• быть без -ы είμαι χωρίς δουλειά, είμαι άνεργος•

    искать -у ψάχνω (να βρω δουλειά).

    3. έργο•

    печатные -ы δημοσιευμένα έργα•

    дипломная работа πτυχιακή εργασία (μελέτη)•

    выставка работ художника έκθεση έργων ζωγράφου•

    прочная работа στέρεα (γερή) δουλειά.

    εκφρ.
    брать (взять) на -у а) – προσλαμβάνω στη δουλειά, β) δουλεύω κάποιον, κάνω του χεριού μου, υπατακτικό.

    Большой русско-греческий словарь > работа

  • 27 риф

    α.
    ύφαλος ή σκόπελος• ξέρα.
    α. (ναυτ.) σειρές, μούδες (μέρος του ιστίου).
    εκφρ.
    брать (взять) -ы – μουδάρω.

    Большой русско-греческий словарь > риф

  • 28 свой

    своего α., своя, своей θ., своё, своего ουδ., πλθ. свои, своих.
    1. κτητική αντωνυμία• δικός μου, δική μου, δικό μου•

    свой надеть свое пальто ντύνω το πανωφόρι μου•

    любить свою родину αγαπώ την πατρίδα μου•

    он продал свою лошадь αυτός πούλησε το άλογο του•

    встать со своего места σηκώνομαι από τη θέση μου•

    сделать своими руками φτιάχνω με τα χέρια μου•

    я не живу в своём доме δε ζω στο σπίτι μου•

    я не говорю о вашем, а о своём деле δε μιλώ για τη δική σας υπόθεση, αλλά για τη δική μου•

    делайте своё дело κάντε τη δουλειά σας•

    это моя шляпа, поищи свою αυτή είναι η δική μου ρεπούμπλικα, ψάξε τη δική σου..

    2. συγγενής, οικείος•

    приехали свой из села ήρθαν οι δικοί μας από το χωριό•

    он свой человек в этом доме αυτός είναι από τους οικείους•

    я был у своих ήμουν στους δικούς•

    здесь все свой όλοι εδώ είμαστε δικοί (όχι ξένοι).

    || έμπιστος•

    свой человек δικός μας άνθρωπος (μίλα ελεύθερα).

    εκφρ.
    по-своему – α) όπως θέλω, -εις κ.τ.τ. β) κατά το δικό μου (σου, του κ.τ.τ.), γ) στη (μητρική) γλώσσα μου (σου, του κ.τ.τ,)• сам не свой; сама не своя δεν είμαι στα καλά μου•
    брать (взять) свое – πετυχαίνω εκείνο που θέλω (επιδιώκω)•
    сказать своё слово – μου περνάει ο λόγος μου•
    идти своей дорогой ή своим путм – πηγαίνω το δρόμο μου (πράττω, ενεργώ όπως εγώ θέλω)•
    рассказать своими словами – διηγούμαι με δικά μου λόγια•
    умереть своей смертью – πεθαίνω φυσιολογικά•
    остаться в своих – είμαι στα λεφτά μου (ούτε έχασα, ούτε κέρδισα αχσ. τυχερά παιγνίδια)•
    своих не узнаешь – (ως απειλή) δε θα δεις την πόρτα να φύγεις (θα τις μάσεις στα γερά).

    Большой русско-греческий словарь > свой

  • 29 сердце

    -а, πλθ. сердца, -дец, -дцам
    ουδ.
    1. η καρδιά•

    сердце бьтся η καρδιά χτυπά•

    порок –а ελλάττωμα της καρδιάς•

    болезни -а καρδιακές παθήσεις•

    биение -а ο παλμός (χτύπος) της καρδιάς, καρδιοχτύπι.

    2. έδρα συναισθημάτων κ. παθών•

    сердце радуется η καρδιά χαίρεται (αγαλιάζει)•

    я всё сказал, что было на -е όλα τα είπα, ό,τι είχα στην καρδιά (μέσα μου).

    3. θυμός, οργή, εξόργιση.
    4. κέντρο•

    афины сердце - Греции η Αθήνα είναι η καρδιά της Ελλάδας.

    εκφρ.
    в -ах – στο θυμό, στην οργή, όντας θυμωμένος, οργισμένος•
    от всего -а – μ όλη μου την καρδιά (ολόψυχα)•
    по -у ή по -у – κατά το γούστο, όπως αρέσει•
    с открытым -ем – ανοιχτόκαρδα, ειλικρινέστατα•
    с чистым -ем – με καθαρή την καρδιά (ειλικρινέστατα)•
    всем -ем – ολόκαρδα•
    сердце моё! – (επιφώνημα)• καρδούλα μου!•
    сердце болит (щемит, ноет, сжалось) – η καρδιά πονά, πιέζει, σφίγγει (από φόβο, θλίψη)•
    сердце падает (оборвалось или дрогнуло) у меня – μου κόπηκε η καρδιά μου ή το αίμα μου (τρόμαξα, ξαφνιάστηκα)•
    держать или иметь сердце на кого – κρατώ, έχω γινάτι για κάποιον•
    разбить сердце чь – συντρίβω την καρδιά κάποιου (καταθλίβω)•
    сорвать сердце на ком – ξεσπώ σε θυμό κατά κάποιου•
    брать (взять,хватать) за сердце – συναρπάζω, καταγοητεύω, εντυπωσιάζω πολύ, αιχμαλωτίζω, συγκινώ•
    принять (близко) к -у – συμπαθώ, πονώ, ενδιαφέρομαι, (τον, την κλπ.) έχω στην καρόιά μου•
    отлегло от -а – ξαλάφρωσε η καρδιά (από φόβο, ανησυχία, ταραχή).

    Большой русско-греческий словарь > сердце

  • 30 слово

    -а, πλθ. слова, слов, -ам
    κ. παλ. словеса, словес, -ам ουδ.
    1. λέξη•

    значение -а η σημασία της λέξης•

    иностранные -а ξένες λέξεις.

    2. ομιλία, γλώσσα.
    3. φράση• λόγος. || φλυαρία, αμετρολογία, αερολογίες, λόγια του αέρα, ανεμώλια έπη.
    4. υπόσχεση, λόγος•

    держать своё слово κρατώ το λόγο•

    связать себя -ом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο.

    5. αγόρευση•

    просить слово ζητώ το λόγο (να μιλήσω)•

    предоставить слово для доклада δίνω το λόγο για την εισήγηση•

    приветственное -χαιρετιστήρια ομιλία•

    вступительное слово εισαγωγική ομιλία, άνοιγμα (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.)• заключительное слово ομιλία κλεισίματος (συνέλευσης, συνεδρίασης κ.τ.τ.) дар -а χάρισμα λόγου (ευφράδειας).

    6. παλ. έργο λόγου, πνευματικό έργο• πόνημα, σύγγραμμα• βιβλίο.
    7. πλθ. -а στίχοι (μελοποιημένοι).
    εκφρ.
    новое слово – καινούρια επίτευξη (επιστήμης κλπ.)• первое слово: α) το πρώτο, το αρχικό βήμα, το πρώτο ξεκίνημα; β)το πιο βασικό, το κύριο, το ουσιώδες•
    последнее слово – η τελευταία λέξη (η νεότατη επίτευξη)•
    одним -омκ. (απλ.) одно слово βλ. словом• слово в слово расказать διηγούμαι λέξη προς λέξη, κατά γράμμα, με το νι και με το σίγμα•
    слово за слово – απο λίγο-λίγο, βαθμιαία (για εξέλιξη συνομιλίας, λόγου)•
    на -ах – α) προφορικά, β) στα λόγια (όχι στην πράξη)•
    по -ам чьим – α) κατά τα λόγια του..., κατά τα λεγόμενα του... β) όπως λέγει (διδάσκει, γράφει,) ο...• в двух (в кратких коротких) -ах με δυο λόγια, σύντομα, κοντολογής•
    в одно слово – (για φράση, σκέψη) την ίδια, το ίδιο (κι εγώ)•.ταυτόχρονα κι εγώ•
    к -у (прийтись) – θυμούμαι επειδή ειπώθηκε τέτοια λέξη, κάτι μου θυμίζει η λέξη•
    от -а до -а ή до -а – όλα και λεπτομερέστατα•
    от -а к -у – από κουβέντα σε κουβέντα, στην πορεία της συνομιλίας•
    с первого -а – από την πρώτη λέξη (ευθύς εξ αρχής, αμέσως)•
    о чужих слов – από τα λεγόμενα των άλλων•
    слов ή слова нет – καμιά αντίρρηση ή συζήτηση• βέβαια, πραγματικά•
    нет слов как... – δεν μπορώ να εκφραστώ πως...• к -у сказать με την ευκαιρία αυτή θα πω, να προσθέσω•
    брать (взять) свои -а обратно – παίρνω το λόγο μου πίσω•
    знать (такое) слово – ξέρω μαγικήλέξη (επιτυχίας)•
    тратить -а понапрасну (попусту, зря) – χάνω τα λόγια μου μάταια, άδικα•
    быть господином (хозяином) своего -а ή своему -у – εκτελώ την υπόσχεση μου•
    не находить слов – δε βρίσκω λόγια (να ευχαριστήσω κ.τ.τ.)• слов не хватает βλ. προηγούμενη έκφραση.
    ουδ.
    παλαιά ονομασία του γράμματος «С»
    εκφρ.
    слово-ер; слово-ерик; слово-ер-с; слово-ерик-сπαλ. ονομασία του φθόγγου «С» που στον προφορικό λόγο μπαίνει στο τέλος των λέξεων σε ένδειξη εκτίμησης προς τον συνομιλητή: с – слово και του «Ъ» – ер, ерик.

    Большой русско-греческий словарь > слово

  • 31 смелость

    θ.
    1. τολμηρότητα.
    2. γενναιότητα, αντρεία.
    εκφρ.
    брать (взять) на себя смелость – παίρνω θάρρος, γίνομαι τολμηρός.

    Большой русско-греческий словарь > смелость

  • 32 солдат

    α.
    γεν. πλθ. солдат α. στρατιώτης, φαντάρος•

    служить в -ах υπηρετώστρατιώτης•

    брать (взять) в -ы παίρνω στρατιώτη.

    Большой русско-греческий словарь > солдат

  • 33 ссуда

    θ.
    δάνειο•

    денежная ссуда χρηματικό δάνειο•

    беспроцентная ссуда άτοκο δάνειο•

    погашение -ы απόσβεση δανείου•

    долгосрочная ссуда μακροπρόθεσμο δάνειο•

    ссуда под проценты το έντοκο δάνειο•

    брать (взять) -у παίρνω δάνειο•

    выдавать (выдать) -у δίνω δάνειο, δανειοδοτώ.

    Большой русско-греческий словарь > ссуда

  • 34 учёт

    α.
    1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•

    учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•

    учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•

    производить учёт κάνω υπολογισμό•

    не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•

    действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.

    2. εγγραφή•

    брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•

    снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•

    стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•

    состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•

    стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.

    3. (οικον.) η προεξόφληση.

    Большой русско-греческий словарь > учёт

  • 35 рука

    рук||а
    ж
    1. τό χέρι, ἡ χείρ / τό μπράτσο, ὁ βραχίονας [-ων] (от локтя до плеча):
    правая \рука τό δεξιά χέρι· левая \рука τό ἀριστερό χέρι· брать на руки παίρνω στά χέρια· махать \рукаа́ми κουνώ τά χέρια· держать в \рукаа́х прям., перен ἔχω στό χέρι· взять кого-л. под руку πιάνω ἀπ' τό μπράτσο, πιάνω κάποιον ἀγκαζέ· идти под руку с кем-л. πηγαίνω μέ κάποιον ἀγκαζέ· вести кого-л. под руки συνοδεύω κάποιον κρατώντας τον ἀγκαζέ· вести за руку κρατώ ἀπό τό χέρι· здороваться за руку χαιρετώ μέ χειραψία· подавать кому́-л. ру́ку δίνω τό χέρι μου· трогать \рукаами ἀγγίζω μέ τά χέρια· \рукаами не трогать! μήν ἀγγίζετε!· руки вверх! ψηλά τά χέρια!· по правую руку στό δεξί χέρι, στά δεξιά· на левой \рукае στ' ἀριστερό χέρι, στ' ἀριστερά· быть по \рукае (о перчатках) μοῦ ἐρχεται καλά στό χέρι·
    2. (почерк) ὁ γραφικός χαρακτήρας, τό γράψιμο:
    это не его \рука δέν εἶναι ὁ δικός του χαρακτήρας, δέν εἶναι τό γράψιμο του·
    3. перен (протекция) разг τό μέσο[ν], ἡ προστασία· ◊ он его правая \рука εἶναι τό δεξί του χέρι· \рука не дрогнет δέν θά διστάσω· у меня \рука не поднимается δέν μοδ κάνει καρδιά· золотые руки а) ἡ χρυσοχέρα (о женщине), б) ὁ χρυσοχέρης (о мужчине)· сидеть сложа руки κάθομαι μέ σταυρωμένα τά χέρια· руки не доходят до чего-л. δέν Εχω καιρό ν' ἀσχοληθώ μέ κάτι· у него руки опускаются χάνει τό κουράγιο του· ру́кн прочь! κάτω τά χέρια!· играть в четыре \рукай παίζω κατρμαίν связать кого-л. по \рукаам δένω τά χέρια κάποιου· быть связанным по \рукаа́м и ногам εἶμαι δεμένος χεροπόδαρα· уда́рить по \рукаа́м (согласиться) δίνω χέρι, συμφωνώ· дать кому-л. по \рукаам τιμωρώ κάποιον, τσακίζω τά χέρια· ходить по \рукаам περνώ ἀπό χέρι σέ χέρι· прибрать к \рукаам что-л. βάζω κάτι στό χέρι, οἰκειοποιούμαι κάτι· \рукаам воли не давай! μή σηκώνεις χέρι!· в одни руки (продать, отпустить) στό ἀτομο, κατ' ίίτο-μο[ν]· брать что-л. в свой руки παίρνω στά χέρια μου, ἀναλαμβάνω κάτι· взять кого-л. в руки κάνω κάποιον του χεριοο μου· взять себя в руки συνέρχομαι, συγκρατούμαι· попасть кому-л. в руки πέφτω στά χέρια κάποιου· быть в \рукаах у кого-л. μ' ἐχει κάποιος στό χέρι· быть (находиться) в хороших \рукаах βρίσκομαι σέ καλά χέρια· это в наших (их, ваших, его и т. п.) \рукаах εἶναι στό χέρι μας (τους, του, σας)· носить кого-л. на \рукаах ἔχω κάποιον μή στάξει καί μή βρέξει· иметь на \рукаа́х ἔχω· умереть на \рукаах у кого-л. πεθαίνω στά χέρια κάποιου· на все ру́ки мастер πολυτεχνίτης· набить руку παίρνω τόν ἀέρα (τής δουλειάς), συνηθίζω σέ κάτι· марать руки λερώνω τά χέρια μου· умывать руки νίπτω τάς χείρας μου, πλένω τά χέρια μου· \рука руку моет погов. τό ἕνα χέρι νίβει τ' ἀλλο καί τά δυό τό πρόσωπο· \рука об руку χέρι μέ χέρι· на скорую руку разг πρόχειρα, στά πεταχτά· нечист на руку ἀπατεώνας, παλη-άνθρωιτος· под пьяную руку разг στό μεθύσι, μεθυσμένος· подать руку помощи δίνω βοήθεια· поднять ру́ку на кого-л. σηκώνω χέρι (επάνω σέ κάποιον)-наложи́ть ру́ку на что-л. βάζω χέρι σέ κάτι, βάζω στό χέρι κάτι· наложить на себя руки κάνω ἀπόπειρα αὐτοκτονίας, σηκώνω ἐπάνω μου χέρι· приложить ру́ку βάζω τό χεράκι μου, βοηθώ· нагреть себе руки на чем-л. κάνω τή μπάζα μου, βγάζω μίζα· выдать на руки δίνω στά χέρια· это дело его рук εἶναι δική του δουλειά· из рук в ру́ки, с рук на руки ἀπό χέρι σέ χέρι· из первых рук ἀπό πρώτο χέρι· из рук вон плохо κακά καί ψυχρά· все валится из рук δέν μπορώ νά κάνω δουλειά· как без рук без кого-чего-л. εἶμαι ἀνήμπορος, μοῦ κόβονται τά χέρια· не покладая рук ἀσταμάτητα, ἀκούραστα· не хватает рабочих рук δέν φτάνουν τά ἐργατικά χέρια· отбиться от рук γίνομαι ᾶτακτος, δέν πειθαρχώ· с ру́к сбыть ξεφορτώνομαι κάτι· ему́ все сходит с рук βγαίνω πάντα λάδι· это мне не с \рукай разг δέν μοῦ ἐρχεται βολικό· средней \рукай разг μέτριος, κοινός· просить чьей-л, \рукаи ζητώ τό χέρι (или τήν χείρα), ζητώ σέ γάμο· махну́ть \рукао́й на что-л. παρατάω κάτι· \рукаой подать πολύ κοντά, δίπλα· как \рукаой сняло что-либо разг πέρασε ἐντελώς· чужими \рукаами жар загребать погов. βάζω ἄλλον νά βγάλει τό φίδι ἀπό τήν τρύπα, βάζω ἄλλον νά βγάλει τά κάστανα ἀπ' τή φωτιά· ухватиться обеими \рукаами за что-л. ἀρπάζομαι (или πιάνομαι) ἀπό κάτι, δέχομαι μέ εὐχαρίστηση· сон в ру́ку τό ὀνειρο βγήκε· передать кого-л. в ру́ки правосудия παραδίδω κάποιον στά χέρια τής δικαιοσύνης· положа ру́ку на сердце μέ τό χέρι στήν καρδιά.

    Русско-новогреческий словарь > рука

  • 36 борт

    -а, προθτ. о борте, на борту, πλθ. борта α.
    1. η πλευρά•

    правый борт корабля η δεξιά πλευρά του πλοίου.

    2. η σπόντα του μπιλλιάρδου•

    бить от двух -5в χτυπώ από δυό σπόντες.

    3. Ή άκρη της μπροστινής του σακακιού, παλτού κ.τ.τ.
    εκφρ.
    борт о борт – πλευρό με πλευρό, πλάι-πλάι (για πλοία)•
    за борт – πέρα α-πο την πλευρά, στο νερό, στη θάλασσα•
    за -ом остаться – μένω έξω, αποκλείομαι, απορρίπτομαι•
    выкинуть ή выбросить за борт – απορρίπτω σαν άχρηστο, πετώ•
    на -у – (ναυτ.) στο πλοίο•
    на -у самолета – στο αεροπλάνο•
    брать ή взять на борт – παίρνω στο πλοίο.

    Большой русско-греческий словарь > борт

  • 37 буксир

    α.
    ρυμούλκιο (συρματόσχοινο ή καραβόσχοινο). || ρυμουλκό σκάφος.
    брать ή взять на буксир ρυμουλκώ.

    Большой русско-греческий словарь > буксир

  • 38 взятка

    θ.
    1. δωροδόκημα• δωροδοκία, δωροληψία, ρουσφέτι•

    взять (брать) -и παίρνω δωροδοκήματα.

    2. (χαρτπ.)• χαρτωσιά.

    Большой русско-греческий словарь > взятка

  • 39 глотка

    θ.
    1. φάρυγγας.
    2. (απλ.) λάρυγγας.
    εκφρ.
    во всю -у (орать, кричать,петьκ.τ.τ.) μ’ όλη τη δύναμη της φωνής, ξελαρυγγίζομαι•
    взять (брать) за -у – πιάνω από το λαιμό, το λαρύγγι.

    Большой русско-греческий словарь > глотка

  • 40 ею

    οργαν. πτ. της αντων. она.
    εκφρ.
    взять (брать) за -ы – (απλ.) α) πιάνω από το λαιμό, β) καταναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ею

См. также в других словарях:

  • Брать/ взять к жизни — См. Брать/ взять на жизнь …   Большой словарь русских поговорок

  • Брать/ взять за гребень [взять] — кого. 1. Сиб. Брать, хватать кого л. за шиворот. ФСС,16. 2. Кар. Побить, наказать кого л. СРГК 1, 390. 3. Волог. Принуждать, заставлять кого л. поступать определённым образом. СВГ 1, 70. 4. Арх., Пск. Привлечь к ответственности кого л. АОС 10,… …   Большой словарь русских поговорок

  • Брать/ взять за верх — кого. Волг. То же, что брать верх 1. Глухов 1988, 5 …   Большой словарь русских поговорок

  • Брать/ взять верхонку — Кар. (Ленингр.). То же, что брать верх (ВЕРХ). СРГК 1, 108, 181 …   Большой словарь русских поговорок

  • Брать/ взять на горло — кого. Разг. То же, что брать за горло 2. ЗС 1996, 45; Максимов, 43 …   Большой словарь русских поговорок

  • Брать/ взять горлой — Сиб. То же, что брать горлом. ФСС, 89 …   Большой словарь русских поговорок

  • Брать / взять добром — Крив., Приамур. Сватать невесту, брать в жены с согласия родителей. СРГПриам., 30; СРНГ 8, 78 …   Большой словарь русских поговорок

  • Брать/ взять на каралэс — См. Брать на каралык (КАРАЛЫК) …   Большой словарь русских поговорок

  • Брать/ взять на себя нахалку — Жарг. угол. Признаваться в чужом преступлении, брать на себя чужую вину. Бен, 76 …   Большой словарь русских поговорок

  • [Брать/ взять] ноги в зубы — Сиб. Шутл. То же, что брать ноги в руки 1. ФСС, 122 …   Большой словарь русских поговорок

  • [Брать/ взять] ноги на плечи — Волг. Шутл. То же, что брать ноги в руки 1. ФСС, 122 …   Большой словарь русских поговорок

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»