Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

большой+пёс

  • 61 остров

    -а, πλθ.α. νησί• η νήσος•

    родос το νησί Ρόδος•

    большой остров μεγαλόνησος•

    эгиские -а τα νησιά του Αιγαίου•

    ионические -а τα νησιά του Ιονίου•

    необитаемый ακατοίκητο νησί, ερημονήσι.

    (κυνηγ.) ξεχωριστά δάσος, εθνικός δρυμός.

    Большой русско-греческий словарь > остров

  • 62 очень

    επίρ.
    πολύ, λίαν•

    очень рано πολύ πρωί•

    очень хорошо πολύ καλά•

    очень чистый πολύ καθαρός•

    очень большой πολύ μεγάλος•

    очень и очень прошу вас σας παρακαλώ πάρα πολύ, σας θερμοπαρακαλώ•

    очень люблю вас πολύ σας αγαπώ.

    Большой русско-греческий словарь > очень

  • 63 палец

    -льца α.
    δάχτυλο, δάκτυλος•

    большой палец το μεγάλο δάχτυλο (αντίχειρας)•

    указательный палец (δάχτυλο) ο δείχτης•

    средний палец το μεσαίο δάχτυλο, δάκτυλος ο μέσος•

    безымянный палец (δάκτυλος) ο παράμεσος•

    в палец толщиной χοντρός όσο το δάχτυλο•

    пальцы у перчатки τα δάχτυλα του γαντιού•

    считоть по -цам μετρώ στα δάχτυλα•

    тбкать кого -ем κεντώ (σκουντώ) κάποιον με το δάχτυλο•

    показывать на кого -ем δαχτυλοδειχτώ κάποιον.

    εκφρ.
    палец о палец не ударить – δεν κάνω απολύτως τίποτε, αδιαφορώ τελείως, καθόλου δε με νοιάζει•
    - льда в рот не клади кому – μη εκμεταλλεύεσαι τη δυσχερή θέση κάποιου•
    - ем двинуть (шевельнуть) – κουνώ λίγο το δαχτυλάκι (κάνω μικρή προσπάθεια)•
    - ем не двинуть (не шевельнуть) – δεν κουνώ ούτε το δάχτυλο (δεν κά,νω καμιά προσπάθεια)•
    - ем не тронуть кого-что – δεν θίγω (δεν πειράζω) κανέναν, τίποτε•
    смотреть (глядеть) на что сквозь -ы – κάνω πως δε βλέπω (ενώ βλέπω ανάμεσα από τα δάχτυλα)•
    по -ам можно пересчитать (перечесть) – είναι ολιγάριθμοι (μπορούν να μετρηθούν στα δάχτυλα)•
    как по -ам(объяснить, рассказатьκ.τ.τ.) σαφέστατα, ολοκάθαρα,σταράτα, φαρσί•
    как свой пять -ев (знать) – κάλλιστα (γνωρίζω).

    Большой русско-греческий словарь > палец

  • 64 перерасход

    α.
    υπερβολική δαπάνη ή κατανάλωση•

    большой перерасход μεγάλη δαπάνη•

    перерасход электроэнергии υπερβολική κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας.

    Большой русско-греческий словарь > перерасход

  • 65 плут

    -а. α.
    1. απατεώνας, κατεργάρης•

    большой плут μεγάλος απατεώνας.

    2. πονηρός, πανούργος.

    Большой русско-греческий словарь > плут

  • 66 политик

    α.
    1. ο πολιτικός•

    дальновидный политик οξυδερκής πολιτικός•

    разумный политик σώφρονας πολιτικός•

    большой политик μεγάλος πολιτικός.

    2. βλ. политзаключенный.

    Большой русско-греческий словарь > политик

  • 67 практика

    θ.
    1. (φιλοσ.) η πρακτική, η πραγματικότητα η ζωή η ύπαρξη.
    2. εφαρμογή στην πράξη, πρακτική, πράξη.
    3. εξάσκηση•

    частная практика ατομική πρακτική εξάσκηση•

    педагогическая практика παιδαγωγικές πρακτικές ασκήσεις•

    заниматься медицинской практикой εργάζομαι γιατρός•

    сочетать теорию с -ой συνδυάζω τη θεωρία με την πράξη.

    || πελατεία πείρα•

    врач с большой -ой γιατρός με μεγάλη πελατεία•

    врач с многолетней -ой γιατρός με πολυετή πείρα.

    Большой русско-греческий словарь > практика

  • 68 предполагать

    ρ.δ.
    1. βλ. предположить.
    2. σκοπεύω, προτίθεμαι•

    предполагать быть инженером σκοπεύω να γίνω μηχανικός.

    3. προύποθέτω•

    эта работа -ет большой опыт αυτή η εργασία προύποθέτει μεγάλη πείρα.

    προτίθεμαι.
    (απρόσ.) υποτίθεμαι.

    Большой русско-греческий словарь > предполагать

  • 69 предстоять

    ρ.ό.
    1. παλ. στέκομαι μπροστά.
    2. περιμένω βρίσκομαι μπροστά σε-
    επαπειλούμαι.• πρόκειται να επιτελέσω•

    вам -ит большой подвиг πρόκειται να επιτελέσετε μεγάλο κατόρθωμα•

    вам -ит отвечать σύντομα θα δόσετε λόγο•

    ему -ит опасность τοναπειλεί ο κίνδυνος•

    нам -ит трудная работа μας περιμένει δύσκολη δουλειά..

    Большой русско-греческий словарь > предстоять

  • 70 проигрыш

    α.
    χάσιμο απώλεια, ήττα•

    матча χάσιμο της συνάντησης (του ματς)•

    судебного процесса το χάσιμο της δίκης•

    сражения χάσιμο της μάχης•

    проигрыш времени χάσιμο χρόνου•

    большой проигрыш χασούρα (στο χαρτοπαίγνιο)•

    быть в -е χάνω, έχω χασούρα•

    остаться в -θ χάνω το παιγνίδι, νικιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > проигрыш

  • 71 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 72 разбой

    α.
    ληστεία, ληστρική επίθεση•

    -на большой дороге ληστεία καταμεσής στο δρόμο (ολοφάνερη, απροκάλυπτη).

    || μτφ. καταδυνάστευση, βασάνισμα, τυράγνισμα.

    Большой русско-греческий словарь > разбой

  • 73 растительность

    -и в.
    1. βλάστηση, χλωρίδα.
    2. το τρίχωμα•

    человек с очень большой -ью άνθρωπος με πολύ πυκνό τρίχωμα. (δασύτριχος)•

    лицо без всякой -и πρόσωπο τελείως σπανό.

    Большой русско-греческий словарь > растительность

  • 74 рот

    рта, προθ. о рте, во рту α.
    1. στόμα•

    рот большой рот μεγάλο στόμα•

    маленький рот στοματάκι•

    открывать рот ανοίγω το στόμα•

    закрывать рот κλείνω το στόμα•

    во рту у меня горько το στόμα μου είναι πικρό•

    прополоскать рот ξεπλένω το στόμα•

    дышать ртом αναπνέω με το στόμα.

    2. μτφ. (απλ.) άτομο, μέλος οικογένειας•

    мне надо восемь ртов прокормить εγώ πρέπει να θρέψω οχτώ άτομα.

    εκφρ.
    зажать (замазать, заткнутьκ.τ.τ.) рот кому βουλώνω, κλείνω το στόμα κάποιου (υποχρεώνω να σιγήσει)•
    открыть (раскрыть) рот – α) ανοίγω το στόμα (μιλώ, λύνω τη σιωπή), β) θαυμάζω, μένω έκθαμβος, με ανοιχτό το στόμα•
    смотреть (глядеть) в рот кому – α) κοιτάζω στο στόμα κάποιου, β) ακούω προσεχτικά, κρέμομαι από το στόμα ή τα χείλη κάποιου•
    в рот не брать – δε βάζω στο στόμα (φαγητό ή πιοτό)•
    в рот не возьмшь – δεν το βάζεις στο στόμα (ως άνοστο)•
    в рот нейдт – δε μου κατεβαίνει (στο λαιμό),• δε μου τραβάει (να φάγω ή να πιώ)•
    во весь – με όλη τη δύναμη της φωνής, στη διαπασών•
    рот не сметь рта разинуть (открыть, раскрыть) – δεν τολμώ
    ανοίξω το στόμα (να μιλήσω)•
    мимо рта прошло – πέρασε πολύ σιμά, όμως απ έξω (ανεπιτυχώς)•
    разжевать и в рот положить – δίνω μασημένη την τροφή (εξηγώ λεπτομερέστατα)•
    хлопот полон рот – φροντίδες πάρα πολλές, με•
    то – παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > рот

  • 75 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 76 свет

    -а (-у), προθτ. в -, на -у α.
    1. το φως•

    солнечный свет ηλιακό φως, ηλιόφως•

    свет луны το σεληνόφως, το φεγγαρόφωτο•

    луч -а αχτίδα φωτός•

    свет и тьма φως και σκοτάδι•

    дневной свет το φως της μέρας•

    читать при -е лампы διαβάζω με το φως της λάμπας•

    зажечь свет ανάβωτο φως•

    выключить свет σβήνω το φως•

    чуть свет χαράματα, χαραυγή.

    || φέξιμο πρωινό•

    ещё до -а два часа δυο ώρες είναι ακόμα ώσπου να φέξει.

    2. το φωτεινό μέρος (πίνακα, φωτογραφίας κ.τ.τ.).
    3. σαφήνεια, καθαρότητα αντίληψης, νόησης•

    свет истины το φως της αλήθειας•

    свет знания το φως της γνώσης.

    || (χαίδ.) το είναι, η ύπαρξη•

    мой свет! το φως μου!

    εκφρ.
    свет очей; свет жизни – το φως των ματιών• το φως της ζωής (πολυαγάπητος, ακριβός)•
    в два -аπαλ. με δυο σειρές παράθυρα•
    в -е – στο φως (α.πο άποψη)•
    показать в выгодном -е – δείχνω έτσι, όπως με ωφελεί•
    представить в ложном -е – παρουσιάζω απατηλά•
    видеть в розовом -е – τα βλέπω όλα ρόδινα (ωραιοποιώ μια κατάσταση)•
    ни свет ни заря – βαθιά χαράματα, όρθρος βαθύς•
    чем светκ. чуть свет το λυκαυγές, η χαραυγή•
    пролить ή бросить свет – χύνω, ρίχνω φως (ξεδιαλύνω, διαλευκαίνω).
    α.
    1. κόσμος, το σύμπαν, η πλάση, η οικουμένη, η υφήλιος•

    путешествовать вокруг света κάνω το γύρο του κόσμου•

    части -а ο ι ήπειροι•

    страны -а οι χώρες του κόσμου.

    2. η κοινωνία, το ανθρώπινο περιβάλλον•

    всему -у известно όλος ο κόσμος το ξέρει.

    || ανώτερο κοινωνικό στρώμα•

    высший ο αριστοκρατικός κόσμος, η αριστοκρατία•

    большой свет η ανώτερη κοινωνία.

    εκφρ.
    Божий светβλ. 1 σημ. не близкий (близок, близкий) (απλ.) είναι μακριά ακόμα•
    новый свет – ο νέος κόσμος (η Αμερική)•
    старый свет – ο παλαιός κόσμος (Ευρώπη, Ασία, Αφρική)•
    тот свет – ο άλλος κόσμος (μεταθανάτιος)•
    этот свет – ο επίγειος κόσμος•
    - а преставлениеβλ. светопреставление• на этом -е σ αυτόν τον κόσμο (τον επίγειο)•
    всё (никто, ничто) на -е – το παν, κανένας, τίποτε δε μπορεί να ανακαλέσει, την απόφαση (αποφασίστηκε αμετάκλητα)•
    выйти в свет ή увидеть свет – βγαίνω στη δημοσιότητα, βλέπω το φως της δημοσιότητας•
    извлечь на (божий) свет – βγάζω από το σκοτάδι στο φως (για κάτι κρυμμένο, λησμονημένο και αχρησιμοποίητο)•
    сжить ή согнать со света, со свету ή со света, со свету – θανατώνω•
    родиться ή появиться на свет – α) γεννιέμαι, έρχομαι στον κόσμο, β) εμφανίζομαι•
    на чем свет стоит – εμφανίζομαι πολύ γερά, εντονότατα, δριμύτατα.

    Большой русско-греческий словарь > свет

  • 77 сходить

    схожу, сходишь
    ρ.δ.
    1. βλ. сойти.
    2. (με το αρνητικό μόριο не)• δε σηκώνομαι•

    сходить больной не -ил с постели ο άρρωστος δε σηκώνονταν από το κρεβάτι.

    εκφρ.
    не сходить с языка ή с уст – δεν τον βγάζει από το στόμα (τον αναφέρει (λογοπιάνει) συχνότατα.
    βλ. сойтись.
    ρ.σ.
    1. πηγαίνω (με επιστροφή)•

    за покупки πηγαίνω για ψώνια•сходитьи за водой πήγαινε για νερό.

    2. αφοδεύω, αποπατώ, ενεργούμαι, βγαίνω• κάνω•

    сходить за большой κάνω το χοντρό•

    сходить за маленькой κάνω το ψιλό.

    Большой русско-греческий словарь > сходить

  • 78 трудно

    1. επίρ. δύσκολα, δυσχερώς, χαλεπώς, κοπιαστικά, με κόπο.
    2. ως κατηγ. είναι δύσκολα•

    ей трудно с большой семьй της είναι δύσκολο με μεγάλη οικογένεια.

    Большой русско-греческий словарь > трудно

  • 79 тяжело

    1. επίρ. βαριά, δύσκολα.
    2. ως κατηγ. είναι βαρύ, δύσκολο•

    мне тяжело поднимать такой большой чемондан μου είναι δύσκολο να σηκώσω τέτοια μεγάλη βαλίτσα•

    он тяжело болен αυτός είναι βαριά άρρωστος•

    мне тяжело в голове έχω ένα βάρος στο κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > тяжело

  • 80 уверенность

    θ.
    πίση, πεποίθηση, βεβαιότητα, σιγουριά•

    уверенность в победе πίστη στη νίκη•

    уверенность в себе αυτοπεποίθηση•

    в полной -и με πλήρη πεποίθηση•

    с большой -ью με μεγάλη πεποίθηση.

    Большой русско-греческий словарь > уверенность

См. также в других словарях:

  • БОЛЬШОЙ — БОЛЬШОЙ, пск. боляхный, великий, обширный, значительных размеров; пространный, объемистый, длинный, долгий, высокий. Большое дерево, большая глубина колодца, большое расстояние, большой дом, сундук, большой голос, большой срок; большой барыш,… …   Толковый словарь Даля

  • Большой юс — Кириллица А Б В Г Ґ Д …   Википедия

  • Большой Ег — Характеристика Длина 10 км Бассейн Каспийское море Бассейн рек Кама Водоток Устье Усолка  · Местоположение 42 …   Википедия

  • большой — БОЛЬШОЙ, большая, большое. 1. Значительный по величине, по размерам; ант. малый, маленький. Большой дом. Большой пожар. || перен. Значительный по силе. Большое горе. || Обширный, важный по значению. Большое дело. Большие события. Большой день. 2 …   Толковый словарь Ушакова

  • Большой Лёч — (Большой Лэч) Характеристика Длина 29 км Бассейн Белое море Бассейн рек Лёч→Пожёг→Вычегда→Северная Двина Водоток Устье …   Википедия

  • большой — Большущий, великий, внушительный (внушительных размеров), гигантский, громадный, огромный, значительный (значительных размеров), крупный, махина, исполинский, колоссальный, непомерный, объемистый, громоздкий; заметный, изрядный, порядочный,… …   Словарь синонимов

  • Большой Пёс — щёлкните по изображен …   Википедия

  • Большой Аёв — Характеристика Длина 266 км Площадь бассейна 6210 км² Бассейн Карское море Бассейн рек → Большой Аёв → Оша → Иртыш → Обь …   Википедия

  • Большой Ух — Большой Ух …   Википедия

  • Большой Юг — Большой Юг: Большой Юг  река в Вологодской области России Большой Юг  река в России, протекает по Кировской области, Республике Удмуртия, Республике Марий Эл, Республике Татарстан Большой Юг  деревня в Чернушинском районе Пермского …   Википедия

  • БОЛЬШОЙ — БОЛЬШОЙ, ая, ое; больше, больший. 1. Значительный по размерам, по величине, силе. Б. дом. Большая радость. Большая земля (материк). Большая буква (прописная). 2. Значительный, выдающийся; обладающий в высокой степени тем качеством, к рое… …   Толковый словарь Ожегова

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»