Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

болезнь

  • 101 сахарный

    επ.
    της ζάχαρης•

    сахарный завод εργοστάσιο ζάχαρης•

    -ое производство παραγωγή ζάχαρης•

    -ая голова μεγάλο κομμάτι ζάχαρης (σχήματος σφαιρικού ή κωνοειδές)•

    сахарный песок ψιλή ζάχαρη•

    -ая пудра ζαχαρόσκονη άχνη.

    || ζαχαρένιος. || μτφ. γλυκός, ηδονικός. || μτφ. ευχάριστος• ικανοποιητικός.
    εκφρ.
    - ая болезнь – ο ζαχαροδιαβήτης.

    Большой русско-греческий словарь > сахарный

  • 102 свалить

    свалю, свалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сваленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. καταρρίπτω•

    свалить снег с крыши ρίχνω κάτω το χιόνι από τη στέγη•

    ветер -ил дерево ο άνεμος έρριξε κάτω το δέντρο•

    болезнь -ла его на постель η άρρωστεια τον έρριξε στο κρεβάτι,

    2. μτφ. ανατρέπω• γκρεμίζω.
    3. μτφ. ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι, γλυτώνω.
    4. μτφ. το (τα) ρίχνω, το (τα) φορτώνω σε (για ευθύνη, σφάλμα κ.τ.τ.). || αποδίδω, ανάγω.
    5. ρίχνω άτακτα•

    свалить в кучу ρίχνω σωρό, σωριάζω.

    6. κλίνω, γέρνω.
    7. (κυνηγ.) απολύω, αφήνω όλα μαζί•

    свалить гончих αφήνω όλα μαζί τα λαγωνικά.

    1. πέφτω•

    свалить с крыши πέφτω από τη στέγη•

    свалить с лошади πέφτω από το άλογο.

    || καταρρέω, γκρεμίζομαι•

    старый дом -лся το παλαιό σπίτι έπεσε.

    || εμφανίζομαι απροσδόκητα.
    2. πέφτω βαριά άρρωστος. || (για ζώα)• ψοφώ.
    3. γέρνω, κλίνω προς τα κάτω.
    4. (κυνηγ.) μαζεύομαι, συναθροίζομαι, (γ ι, α σκυλιά).
    εκφρ.
    свалить с плеч – (για ενδυμασία) κα-ταφθείρομαι, σώνομαι, λιώνω.
    ρ.σ.
    1. φεύγω, ξεχύνομαι (για πλήθος, μάζες κλπ.),
    μετακινούμαι, μετατοπίζομαι,
    2. λιγοστεύω, ελαττώνομαι(κατά την έκταση)• (ζε)πέφτω•

    жара -ла ο καύσονας ξέπεσε.

    (απλ.) περνώ, φεύγω (για σύννεφο).

    Большой русско-греческий словарь > свалить

  • 103 серьёзный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно..
    1. σοβαρός•

    серьёзный человек σοβαρός άνθρωπος•

    с -ым видом με σοβαρό ύφος.

    2. αξιόλογος, σπουδαίος•

    серьёзный учный σπουδαίος επιστήμονας.

    || σημαντικός, άξιος προσοχής ή μελέτης•

    -ая болезнь σοβαρή ασθένεια•

    -ая ошибка σοβαρό λάθος•

    -противник σοβαρός αντίπαλος•

    -ое дело σοβαρή υπόθεση•

    -ые улики σοβαρές μαρτυρίες.

    || μεγάλος•

    -ые трудности σοβαρές δυσκολίες•

    -ая поддержка σοβαρή υποστήριξη.

    3. βαρύς, σκυθρωπός.

    Большой русско-греческий словарь > серьёзный

  • 104 скрутить

    ρ.σ.μ.
    1. βλ. крутить (2 σημ.).
    2. (περι)τυλίγω.
    3. δένω•

    скрутить руки вора δένω τα χέρια του κλέφτη.

    4. μτφ. υποτάσσω, δαμάζω, κάνω υποχείριο. || καταβάλλω• οδηγώ στο θάνατο•

    болезнь его -ла α) η αρρώστια τον έριξε κάτω. β) η αρρώστια του έφερε το τέλος.

    || εκτελώ στα γρήγορα, β ιαστ ικά•

    скрутить свадьбу κάνω το γάμο στα γρήγορα (κουκουλώνω).

    στρίβομαι, κλώθομαι.

    Большой русско-греческий словарь > скрутить

  • 105 слоновый

    κ. слоновий
    επ.
    ελεφάντινος.
    εκφρ.
    - ая болезньβλ. слоновость. -ая кость ελεφαντοστό, ελεφαντοκόκκαλο, φιλ, ντ ισι.

    Большой русско-греческий словарь > слоновый

  • 106 сообщить

    -щу, -щишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сообщнный, βρ: -щн, -щена, -щено
    ρ.σ.μ.
    1. γνωστοποιώ, κοινοποιώ• πληροφορώ• ειδοποιώ, μεταδίνω• μεταλαμπαδεύω.
    2. προσδίνω•

    сообщить железу магнитные свойства προσδίνω στο σίδερο μαγνητικές ιδιότητες.

    μεταδίνομαι•

    болезнь матери -лась детям η ασθένεια της μάνας μεταδόθηκε στα παιδιά•

    железу -лись магнитные свойства στο σίδερο μεταδόθηκαν μαγνητικές ιδιότητες.

    Большой русско-греческий словарь > сообщить

  • 107 сразишь

    -ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сражённый, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. φονεύω, σκοτώνω, ρίχνω κάτω, κόβω,θερίζω•

    его -ла вражеская пуля τον θέρισε εχθρική σφαίρα•

    болезнь его -ла τον θέρισεη αρρώστεια.

    || μτφ. υπερνικώ.
    2. μτφ. συγκλονώ, συνταράσσω.
    μάχομαι, πολεμώ•

    сразишь за родину πολεμώ για την πατρίδα.

    || παραβγαίνω στο παιγνίδι, αναμετριέμαι•

    сразишь в преферанс, в бильярд παραβγαίνω στην πρέφα, στο μπιλιάρδο.

    Большой русско-греческий словарь > сразишь

  • 108 схватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. схваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, συλλαμβάνω, αρπάζω, τσακώνω•

    схватить за руку πιάνω από το χέρι•

    схватить за ворот ή за шиворот πιάνω από το γιακά•

    схватить за горло πιάνω από το λαιμό•

    схватить нож αρπάζω το μαχαίρι•

    -ли беглого συνέλαβαν το δραπέτη•

    его -ла лихорадка τον έπιασε μεγάλος πυρετός•

    схватить болезнь αρπάζω αρρώστια•

    схватить насморк αρπάζω συνάχι.

    2. περιδένω•

    схватить платье в талии лн-точкой πιάνω το φόρεμα στη μέση με κορδελί-τσα.

    3. συνδέω, ενώνω, στεργιώνω.
    4. αμ. σφίγγω, δένω•

    бетон быстро -ло το μπετό έπιασε (έδεσε) γρήγορα.

    5. μτφ. κυριεύω, παίρνω•

    его -ил крепкий сон τον έπιασε βαθύς ύπνος.

    || μτφ. σημειώνω, παρατηρώ, πιάνω.
    6. καταλαβαίνω, εννοώ, αντιλαμβάνομαι γρήγορα•

    схватить основную мысль πιάνω γρήγορα το βασικό νόημα.

    1. πιάνομαι•

    мы -лись за руки εμείς πιαστήκαμε χέρι με χέρι•

    мы -лись за ружья εμείς αρπάξαμε (πήραμε) τα όπλα.

    || κρατιέμαι•

    чтобы не упасть, он -лся за железо για να μην πέσει, αυτός πιάστηκε από τη σιδεριά.

    || μτφ. προσκολλιέμαι, αγκιστρώνομαι•

    он -лся за слово αυτός πιάστηκε από μια λέξη.

    2. μάχομαι, αγωνίζομαι• τσακώνομαι• αρπάζομαι•

    мы -лись в рукопашную εμείς ήρθαμε (πιαστήκαμε) στα χέρια•

    они -ли.сь драться αυτοί αρπάχτηκαν (τσακώθηκαν).

    3. θυμούμαι ξαφνικά.
    4. σηκώνομαι απότομα, αναπηδώ•

    он -лся с кровати αυτός σηκώθηκε απότομα από το κρεβάτι.

    5. σκληρύνομαι, σφίγγω, δένω (για ουσίες).
    εκφρ.
    схватить за голову – τραβώ τα μαλλιά μου (για λάθος μου, αποτυχία,.κακό).

    Большой русско-греческий словарь > схватить

  • 109 сывороточный

    επ.
    1. του τυρόγαλου, του ορού.
    2. (ιατρ. κ. βιολ.) του ορού• με ορό•

    -ое лечение θεραπεία με ορό•

    -ая болезнь η ασθένεια του ορού.

    Большой русско-греческий словарь > сывороточный

  • 110 так

    1. επίρ. έτσι, κατ αυτόν τον τρόπο•

    так надо делать έτσι πρέπει να το κάνεις•

    не говори έτσι να μη μιλάς•

    именно так έτσι ακριβώς•

    вот так надо работать να έτσι πρέπει να εργάζεσαι.

    2. επίρ. τόσο•

    -я много ходил, что устал τόσο πολύ βάδισα, που κουράστηκα.

    || επίρ. τότε, σε τέτοια περίπτωση•

    я тебя не хочу слушать. так уходи δε θέλω να σε ακούω. так Τότε, φεύγα.

    3. επίρ. χωρίς συνέπειες, ατιμώρητα•

    так это не пройдт έτσι αυτό δε θα περάσει.

    4. επίρ. χωρίς απώτερο σκοπό•

    я сказал просто так εγώ έτσι απλώς το είπα.

    5. χωρίς εφαρμογή μέσων, καταβολή προσπαθειών κλπ. болезнь так не пройдёт η άρρωστεια έτσι (χωρίς θεραπεία) δε θα περάσει.
    6. μόριο• α τίποτε•

    что с тобой? так - τι έχεις; α τίποτε.

    7. μόριο άτονο• συνεπώς, δηλαδή•

    едем? δηλαδή πάμε; αναχωρούμε;•

    так согласен? δηλαδή συμφωνείς;

    8. (μόριο βεβαιωτικό)• ναι, μάλιστα, πραγματικά•

    так это он ναι αυτός είναι.

    9. (μόριο άτονο επιτακτικό•) έτσι (με επίταση της φωνής)•

    а я так думаю όμως εγώ έτσι νομίζω.

    10. μόριο• παραδείγματος χάρη, λόγου χάρη.
    11. όμως, αλλά•

    отец тебе говорил, так слушать ты не хотел ο πατέρας σου έλεγε, αλλά εσύ δεν ήθελες ν' ακούσεις.

    εκφρ.
    за так – έτσι, απλήρωτα, δωρεάν•
    (и) так и так; (и) так и сяк; (и) так и этак; то так, то сяк – α) κι έτσι κι έτσι• κι έτσι κι αλλιώς• παντοιοτρόπως, β) πάτε έτσι, πότε αλλιώς• πότε καλά, πότε άσχημα•
    (и) так и сяк; так-сяк – α) έτσι κι έτσι, ούτε πολύ, ούτε λίγο, ούτε καλά, ούτε άσχημα, μεσαία, β) με δυσκολία•
    не так чтобы – όχι και τόσο•
    тяжело он болен? так да не так чтобы тяжело – είναι βαριά άρρωστος; όχι και τόσο βαριά•
    так его (е, ихκλπ.) καλά να τον κάνουν (για εκδίκηση)•
    так точно – μάλιστα (στρατ. απάντηση)•
    так и так – κι έτσι•
    я и знал – κι έτσι (το) ήξερα•
    снег так и валил – κι έτσι χιόνιζε πολύ•
    я так и думал – έτσι κι εγώ σκεφτόμουν•
    так и она не узнала – κι έτσι αυτή δεν έμαθε (δεν πληροφορήθηκε)•
    так и есть – έτσι και είναι•
    так и знай – έτσι και να ξέρεις•
    так и так (мол) – έτσι κι έτσι (λένε)•
    на так – α) απλ. (για ανταλλαγή) ένα μ ένα. β) ίση αναλογία•
    взять муку и сахар- на- – παίρνω ίση αναλογία αλεύρι και ζάχαρη•
    так нет – δεν έγινε (δε συνέβηκε) έτσι•
    так себе – α) μέτρια, υποφερτά, ανεκτικά, β) έτσι•
    так-то (вот) – να πως•
    так-то, но (а, да)... – αλήθεια, πραγματικά, σωστά•
    так только – απλώς μόνο και μόνο•
    так точно – έτσι ακριβώς.

    Большой русско-греческий словарь > так

  • 111 тропический

    επ.
    τροπικός•

    тропический пояс τροπική ζώνη•

    -ие леса τροπικά δάση•

    -ие страны οι τροπικές χώρες•

    -ая болезнь τροπική νόσος.

    Большой русско-греческий словарь > тропический

  • 112 трудный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая задача δύσκολο πρόβλημα•

    трудный путь δύσκολος δρόμος•

    -ая обстановка δύσκολη κατάσταση (πραγμάτων)•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες•

    -ая жизнь δύσκολη ζωή.

    || σοβαρός, βαρύς•

    -ая болезнь σοβαρή (δυσκολοθεράπευτη) αρρώστια•

    трудный больной βαριά άρρωστος.

    || που πονά, πονεμένος•

    -ая рука το πονεμένο χέρι•

    -ая голова κεφαλαλγία, κεφαλόπονος.

    Большой русско-греческий словарь > трудный

  • 113 через

    (πρόθεση με αιτ.).
    1. (για χώρο, έκταση κ.τ.τ.) δια, δια μέσου, μέσα απο•

    переправиться через реку διέρχομαι τον ποταμό•

    перейти через улицу περνώ την οδό•

    пройти через лес περνώ μέσα από το δάσος•

    переступить через порог περνώ το κατώφλι.

    || (για απόσταση) σε • через 15 километров от дервни σε απόσταση 15 χιλιόμετρα από το χωριό. || επί, επάνω•

    мост - Волгу γέφυρα στο Βόλγα.

    || πέρα απο, στην άλλη (απέναντι) πλευρά•

    деревья зеленели• через реку δέντρα πρασίνιζαν πέρα από το ποτάμι.

    2. μέσα απο•

    пропустить мясо через мясорубку περνώ το κρέας από την κρεατομηχανή.

    || μέσο, δια μέσου•

    ехать в париж через берлин πηγαίνω στο Παρίσι μέσο Βερολίνου.

    || απο•

    проехать - Москву περνώ από τη Μόσχα.

    3. υπέρ, πάνω απο•

    перелезть через забор περνώ πάνω από το φράχτη (τον περίβολο)•

    прыгать через вервку πηδώ πάνω από το σχοινί.

    || υπεράνω•

    через силу υπεράνω των δυνάμεων.

    4. (σημαίνει το μέσο ή το όργανο με το οποίο εκτελείται κάτι)• δια, μέσο, με•

    оповестить через газету γνωστοποιώ με την εφημερίδα•

    сообщить через соседа πληροφορώ με το γείτονα•

    переговаривать через переводчика συνεννοούμαι (συνδιαλέγομαι) με διερμηνέα•

    через расстрел με τουφεκισμό•

    через повешение με απαγχονισμό.

    5. (απλ.) για τον λόγο ότι, εξαιτίας, επειδή, γιατί•
    - болезнь не могу петь λόγω ασθένειας δεν μπορώ να τραγουδήσω.
    6. (για χρόνο) μετά, έπειτα, ύστερα απο•(μέσα) σε•

    через несколько дней отец вернулся μετά από μερικές μέρες ο πατέρας επέστρεψε•

    полчаса уеду μετά μισή ώρα θα φύγω.

    || μεταξύ, ανάμεσα•

    писать через интервал γράφω ενδιάμεσα.

    7. κάθε, ανά•

    курить через час καπνίζω κάθε μια ώρα•

    принимать лекарство через три часа παίρνω φάρμακο κάθε τρεις ώρες•

    работаю через день εργάζομαι μέρα παρά μέρα.

    Большой русско-греческий словарь > через

  • 114 язвенный

    επ.
    του• έλκους• ελκώδης•

    -ая поверхность кожи η ελκώδης επιφάνεια του δέρματος.

    εκφρ.
    - ая болезнь – το έλκος στομάχου ή δωδεκαδάχτυλου.

    Большой русско-греческий словарь > язвенный

См. также в других словарях:

  • Болезнь — Жизнь * Биография * Возраст * Время * Здоровье * Катастрофа * Путь(жизненный) * Рождение * Смерть * Смысл жизни * Судьба * Цель Здоровье (Болезнь) Умеренность союзник природы и страж здоровья. •Абу ль Фарадж Самые худшие болезни не смертельные, а …   Сводная энциклопедия афоризмов

  • болезнь — Боль, страдание, немочь, недуг, недомогание, нездоровье, немощь, расстройство, слабосилие, упадок сил, хворание, хворь; мор, моровая язва, поветрие, эпидемия, эпизоотия. Легкое недомогание. Телесные немощи. Мор ходит. Средство от , против желудка …   Словарь синонимов

  • БОЛЕЗНЬ — БОЛЕЗНЬ, понятие, трудно поддающееся определению. Трудность заключается, главным образом, в том, что невозможно делить людей на абсолютно здоровых и абсолютно больных, т. к., во первых, абсолютно, при всех условиях, здоровых людей не существует… …   Большая медицинская энциклопедия

  • БОЛЕЗНЬ — БОЛЕЗНЬ, нарушение нормальной жизнедеятельности организма, обусловленное функциональными и морфологическими изменениями. Возникновение болезни связано с воздействием на организм вредных факторов внешней среды (физических, химических,… …   Современная энциклопедия

  • БОЛЕЗНЬ — нарушение нормальной жизнедеятельности организма, обусловленное функциональными или (и) морфологическими изменениями. Возникновение болезни связано с воздействием на организм вредных факторов внешней среды (физических, химических, биологических,… …   Большой Энциклопедический словарь

  • БОЛЕЗНЬ — (заболевание), в медицине любое отклонение от нормы здоровья, сопровождающееся ухудшением функций тела в целом либо одной или нескольких его частей. Болезнь может быть острой (резко выраженные симптомы проявляются на короткое время), хронической… …   Научно-технический энциклопедический словарь

  • БОЛЕЗНЬ — БОЛЕЗНЬ, болеть и пр. см. боль. Толковый словарь Даля. В.И. Даль. 1863 1866 …   Толковый словарь Даля

  • болезнь —     БОЛЕЗНЬ, заболевание, недомогание, недуг, нездоровье, разг. немощь, разг. сниж. болячка, разг. сниж. немочь, разг. сниж. хвородьба, разг. сниж. хворость, разг. сниж. хворота, разг. сниж. хворь     БОЛЕТЬ, недомогать, устар., разг. сниж.… …   Словарь-тезаурус синонимов русской речи

  • Болезнь — нарушение нормальной жизнедеятельности организма, вызванное функциональными или морфологическими изменениями. Б. возникает от воздействия на организм вредных факторов внешней среды (физических, химических, биологических, социальных) или из за… …   Словарь бизнес-терминов

  • БОЛЕЗНЬ — БОЛЕЗНЬ, и, жен. Расстройство здоровья, нарушение деятельности организма. Детские болезни. Заразная б. Болезни растений. Болезни роста (перен.: трудности, возникающие при становлении, освоении чего н. нового). Толковый словарь Ожегова. С.И.… …   Толковый словарь Ожегова

  • БОЛЕЗНЬ — англ. illness /disease; нем. Krankheit. Нарушение нормальной жизнедеятельности человеческого организма, обусловленное функциональными и морфологическими изменениями, иногда под воздействием соц. факторов (напр., профессиональные Б.); вызывает,… …   Энциклопедия социологии

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»