-
1 без
без(безо) предлог с род. п.1. (указывает на отсутствие, недостаток) χωρίς, ἄνευ, δίχως:без отца и матери χωρίς πατέρα καί μητέρα; без сознания ἀναίσθητος; все без исключения ὀλοι ἀνεξαιρέτως; комната без окна δωμάτιο δίχως παράθυρο; без тебя справимся θά τά καταφέρουμε καί χωρίς ἐσένα; без сомнения ἀναμφίβολα; без причины χωρίς αἰτία; 2.; (за вычетом) παρά:без четверти десять δέκα παρά τέταρτο; ◊ пропал без вести ἀγνοείται ἡ τύχη του, ἐξαφανίστηκε. -
2 без
без χωρίς, δίχως· \без исключения χωρίς εξαίρεση· \без сомнения χωρίς αμφιβολία· \без пяти минут шесть είναι έξι παρά πέντε* * *χωρίς, δίχωςбез исключе́ния — χωρίς εξαίρεση
без сомне́ния — χωρίς αμφιβο λία
без пяти́ мину́т шесть — είναι έξι παρά πέντε
-
3 без...
без..., безъ..., бес...πρόθεμα που σχηματίζει:1. επίθετα από ουσιαστικά με στερητική σημασία: безногий, безработный.2. ουσιαστικά με κατάληξη «-ие» και «-ье» με σήμ.: α) ανυπαρξίας: «безначалие», «безветрие»; β) με κατάληξη «-ица» και σημ. ανεπάρκειας: «безголосица», «безвкусница». -
4 без
κ. безо πρόθεση με γεν.1. χωρίς, δίχως, άνευ•без денег χωρίς χρήματα•
без работы χωρίς δουλιά (άνεργος)•
без потерь χωρίς απώλειες•
без ответа χωρίς απάντηση (αναπάντητος)•
без исключения χωρίς εξαίρεση (ανεξαίρετα)•
без сомнения χωρίς αμφιβολία (αναμφίβολα)•
без причины χωρίς αιτία (αναίτια)•
вести χωρίς είδηση.
2. παρά•без четверти час η ώρα είναι μια παρά τέταρτο.
|| κοντά, σχεδόν, περίπου•служил в армии без малого четыре года υπηρέτησα στο στρατό περίπου (ούτε πολύ ούτε λίγο) τέσσερα χρόνια•
не без того υπάρχει δόση αλήθειας.
-
5 без
[μπιές] κρόθ. χωρίς -
6 без
[μπιές] κρόθ. χωρίς -
7 бес...
без..., безъ..., бес...πρόθεμα που σχηματίζει:1. επίθετα από ουσιαστικά με στερητική σημασία: безногий, безработный.2. ουσιαστικά με κατάληξη «-ие» και «-ье» με σήμ.: α) ανυπαρξίας: «безначалие», «безветрие»; β) με κατάληξη «-ица» και σημ. ανεπάρκειας: «безголосица», «безвкусница». -
8 груз
1. (товар, кладь) το φορτί/ο, το εμπόρευμαнасыпной - χύδην/σε χύμαнеобъявленный - (не включённый в таможенную декларацию) см. незаявленный -2. (весовой признак) το βάρος 3.(тяжёлый предмет) το φορτίο, το άχθος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > груз
-
9 всякий
αντων. επιμεριστική.1. καθένας, καθείς, κάθε, οιοσδήποτε. || ουσ. ο καθένας.2. οιονδήποτε πράγμα, οτιδήποτε, ότι κι άν.3. (με την πρόθ. без) κανένας, καμιά, κανένα•без -ой жалости χωρίς κανένα οίκτο, ανελέητα•
без -го сомнения χωρίς καμιά αμφιβολία, αναμφίβολα.
εκφρ.- ая всячина – βλ. всячина•во -ом случае – εν πάση περιπτώσει• κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, περιστάσεις, ό,τι και να συμβεί, οπωσδήποτε•на всякий случай – για κάθε ενδεχόμενο, για καλό και για κακό•- го рода – κάθε λογής, λογής-λογής, κάθε είδους, παντοειδής. -
10 дело
-а, πλθ. дела, дел, делам ουδ.1. δουλειά, ασχολία, υπόθεση•дело кипит η δουλειά βράζει (είναι στη φούρια)•
хозяйственные -а οικονομικές υποθέσεις•
домашние -а οι δουλειές του σπιτιού•
какие у вас с ним -а τι σχέσεις (δοσοληψίες, νταραβέρια) έχεις μ’ αυτόν•
государственные -а κρατικές υποθέσεις•
сидеть без -а κάθομαι αργός (χασομέρης)•
за -! στη δουλειά!• επί το έργον!•
странное дело! περίεργο πράγμα!•
быть занятым -ом είμαι απασχολημένος, έχω δουλειά•
приняться за -ом καταπιάνομαι με τη δουλειά (ή την υπόθεση)•
ни до кого -а нет δε μ’ ενδιαφέρει για τίποτε•
я занят важным -ом είμαι απασχολημένος μέ σοβαρή υπόθεση•
мне до ваших нужд мало -а για τις ανάγκες σας λίγο μ’ ενδιαφέρει’по -ам службы για υπηρεσιακές δουλειές (υποθέσεις)•
текущие -а καθημερινές υποθέσεις•
министерство внутренних дел υπουργείο των εσωτερικών (υποθέσεων)•
курение дело привычки το κάπνισμα ει.ναι, συνήθεια•
мое -! δική μου δου λεία!•
какое мне до этого -а? τι δουλειά έχω εγώ μ’ αυτό;•
без -а не входить χωρίς να έχεις δουλειά (υπόθεση) μη μπαίνεις ή απαγορεύεται η είσοδος•
я к вам по -у έρχομαι σε σας για μια υπόθεση•
у меня к нему по -у έχω κάποια υπόθεση σ’ αυτόν.
2. πράξη•доброе дело καλή πράξη.
3. τέχνη•военное дело στρατιωτική τέχνη, τα πολεμικά•
столярное дело η ξυλουργική•
горное дело μεταλλευτική (τέχνη) ή ορυκτολογία•
газетное дело η εφημεριδογραφία•
в совершенстве знать свое дело στην εντέλεια πρέπει να κατέχεις την τέχνη σου.
|| έργο, υποχρέωση, καθήκον.4. επιχείρηση, οίκος•он закрыл свое дело αυτός έκλεισε την επιχείρηση του•
он ворочает -ами αυτός είναι επιχειρηματίας•
5. υπόθεση διοικητική, δικαστική• δίκη, διαδικασία•дело дрейфуса υπόθεση Ντρέιφους•
уголовное дело ποινική υπόθεση.
6. φάκελλος (τα έγγραφα μιας υπόθεσης)•личное дело ατομικός φάκελλος.
7. μάχη•дело под бородиным η μάχη στο:Μποροντινό•
он участвовал в -ах против неприятеля αυτός πήρε μέρος στις μάχες κατά του εχθρού.
8. συμβάν, γεγονός•это дело случилось давно αυτό το γεγονός συνέβηκε πριν πολύ καιρό.
|| πράγμα, υπόθεση•это совсем другое (ή иное) дело αυτό είναι τελείως διαφορετικό πράγμα•
дело идет к осени το πράγμα τραβάει γιά το Φθινόπωρο•
в чем -? τι συμβαίνει;•
в том, что... η υπόθεση είναι ότι...• главное дело в том, что...το βασικό πράγμα είναι ότι...• не в том дело δεν πρόκειται γι αυτό (το πράγμα)•
дело прошлое παλιά υπόθεση•
вот какое дело να τι υπόθεση•
все дело сводится к следующему όλη η υπόθεση συνίσταται στο εξής.
9. κατάσταση πραγμάτων, τα πράγματα, οι δουλιές•-а на фронте поправляются η κατάσταση πραγμάτων στο μέτωπο διορθώνεται•
положение дел κατάσταση πραγμάτων•
как обстоит -с вашим другом? πως τα πάτε με το φίλο σας;
10. αρμοδιότητα, δικαιοδοσία•это дело милиции αυτό είναι υπόθεση της αστυνομίας•
не наше -говорить об этом δε μας πέφτει λόγος να μιλούμε εμείς γι αυτό.
11. έργο•это-всей его, жизнь αυτό είναι έργο όλης του της ζωής.
εκφρ.первым -ом – πριν απ’ όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτιστο, στην πρώτη γραμμή ή πρώτη σειρά•за дело – δίκαια, όπως αξίζει, σωστά (για τιμωρία ή βράβευση)•к -у! ή ближе к -у! – στην ουσία! στο θέμα!•между -ом – ανάμεσα στις άλλες δουλιές•на -е – στην πράξη•на самом -е – στην πραγματικότητα•не у дел – απολυμένος α-πο την υπηρεσία•дело в шляпе – (απλ.) τελειώνω με επιτυχία, με το καλό, καπάκι η δουλειά•дело с концом ή -у конец – τέλειωσε η υπόθεση, τέλος στην υπόθεση•дело доходит (дошло) до... – η υπόθεση φτάνει (έφτασε) ως... дело идет -касается πρόκειται, γίνεται λόγος• дело; за...η υπόθεση εξαρτιέται από•дело стало за – η δουλειά σταμάτησε (καθυστέρησε, κόλλησε) λόγω, εξ αιτίας•дело не станет за... – η καθυστέρηση δέν προέρχεται από το(ν)..,за малым -ом стало η καθυστέρηση προήρθε από ένα μικροπράγ-μα•дело делать – δουλεύω, ασχολούμαι στα σοβαρά•иметь дело с... – σχετίζομαι με...• пустить в дело βάζω σε εφαρμογή, εφαρμόζω, χρησιμοποιώ στην πράξη•идти (пойти) в дело – χρησιμοποιώ, με ταχειρίζομαι•в -е быть – χρησιμοποιούμαι, εργάζομαι• μπαίνω σε κίνηση•в самом -е – στην πραγματικότητα•в чем -? – τι συμβαίνει; Τι τρέχει;•мое дело маленькое – ποιος με ρωτάει εμένα, ποιος ρωτάει το χασάνη πότε κάνουν ραμαζάνι, δε με ενδιαφέρει• δεν είμαι υποχρεωμένος•дело сторона – κάθομαι στην άκρη, είμαι αμέτοχος, τραβώ χέρι•то и дело – συνέχεια, ακατάπαυστα, κάθε στιγμή, επαναλειπτικά•то ли дело – τελείως διαφορετικά, πολύ καλύτερα, δέμπορεί κανένας να πει τίποτε (για σύγκριση)•вот какие -а! – να τι δουλειές!•дело его рук – είναι έργο του•дело случая – γεγονός τυχαίο, τυχαία σύμπτωση•дело не терять мужества – προ παντός να μη αποθαρρυνόμαστε•- а давно минувших дней – αυτό είναι παλιά ιστορία•это особое дело – αυτό είναι μια ιδιάζουσα περίπτωση•наделал он мне дел – μου δημιούργησε αυτός ιστορίες•это последнее дело – αυτό είναι το χειρότερο απ’ όλα•по личному -у – για ατομική υπόθεση•что ему за дело до меня? – τι τον ενδιαφέρει για μένα;•дело идет на лад – η υπόθεση πάει καλά (ρέγουλα)•богоугодное дело – θεάρεστο έργο•порядок -а – ημερήσια διάταξη•по своим -ам – για καθαρά δικές του υποθέσεις•заведывать -ами – διαχειρίζομαι τις υποθέσεις•вера без дел дело мертва – παρμ. η πίστη χωρίς έργα είναι νεκρή•поймать кого на -е – πιάνω κάποιον επ’ αυτοφόρω•приступить прямо к –у – μπαίνω κατ’ ευθεία στην ουσία (στο ψητό)•дело милосердия’ – πράξη ευσπλαχνίας•у меня много -а – έχω πολλές φροντίδες•нужны -а, а не слова, – χρειάζονται έργα κι όχι λόγια•ему ни до чего, ни до кого нет -а – αυτός είναι αναρμόδιος, δεν έχει καμιά δουλειά ν’ ανακατευτεί στην υπόθεση•не беритесь не за свое дело – μην ανακατεύεσαι σε ξένες υποθέσεις, μη φυτρώνεις εκεί που δε σε σπέρουν•говорить дело – μιλώ δίκαια, λογικά•слыханное ли это дело – ακούστηκε ποτέ τέτοιο πράγμα•виданное ли это дело – είδε ποτέ κανένας τέτοιο πράγμα•это проигранное дело – αυτό είναι χαμένη υπόθεση•он наказан, и за дело – αυτός τιμωρήθηκε και με το παραπάνω•в том то и дело – ακριβώς γι αυτό είναι, περί αυτού ακριβώς πρόκειται. -
11 задоринка
-и θ.μικρή αμυχή, γρατσουνίτοα.εκφρ.без -и; без сучка, без -и; ни сучка, ни -и – ομαλά, απρόσκοπτα, ανεμπόδιστα. -
12 насидеть
-ижу, -идишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. насиженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. κλωσσώ•курица -ла на все яйца η κλώσσα κλώσσισε όλα τ αυγά.
2. μτφ. παθαίνω από το πολύ καθησιό•насидеть геморрой παθαίνω αιμορροΐδες από το πολύ καθησιό.
1. κάθομαι πολύ, χορταίνω καθησιό.2. (με την πρόθ. без κ. ουσ.) στερούμαι κάθομαι, μένω χωρίς•без дела κάθομαι χωρίς δουλιά (ασχολία)•
насидеть без денег μένω χωρίς χρήματα.
-
13 обойти
обойду, обойдёшь, παρλθ. χρ. обошёл, -шла, -шло, προστκ. обойди, μτχ. παρλθ. χρ. обошедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обойдённый, βρ: -дён, -дена, -дено, επιρ. μτχ. обошедши κ. обойдяρ.σ.μ.1. γυρίζω, κάνω γύρο, φέρνω γύρω. || (περι)κυκλώνω, πολιορκώ•обойти зверя περικυκλώνω το θηρίο.
|| (στρατ.) υπερφαλαγγίζω.2. παρακάμπτω, περνώ δίπλα. || μτφ. αποφεύγω, δε θίγω. || μτφ. αφήνω στάσιμο, δεν προβιβάζω.3. περιέρχομαι, γυρίζω παντού, τα φέρω όλα γύρω. || περιέρχομαι έναν-έναν, περνώ με τη. σειρά όλους. || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι, κυκλοφορώ•новость обошла весь город η είδηση διαδόθηκε σ όλη την πόλη.
4. (κυρλξ. κ. μτφ.) ξεπερνώ, προσπερνώ, προηγούμαι•он обошл эту трудность αυτός την ξεπέρασε αυτή τη δυσκολία.
5. (εξ)απατώ•его обошли τον αξαπάτησαν.
1. φέρνομαι, συμπεριφέρνομαι•обойти грубо συμπεριφέρνομαι απότομα.
2. κοστίζω, στοιχίζω•обед мне обошлся дорого το γεύμα μου κόστισε ακριβά.
3. τα βολεύω, τα βγάζω πέρα•трудно, но как-нибудь обойдусь είναι δύσκολα, όμως κάπως θα τα βγάλω πέρα.
|| τα καταφέρνω•без него обойдёмся χωρίς αυτόν θα τα καταφέρομε.
|| αρκούμαι, περνώ, πορεύω.4. (με την πρόθεση «без») δεν περνώ, δεν κάνω, δε γίνομαι•без пищи нельзя обойти χωρίς τροφή δεν κάνεις.
5. περνώ καλά, αίσια, τελειώνω με το καλό•всё обошлось благополучно όλα πήγαν καλά.
6. συνηθίζω, εξο ικειώνομαι.7. διαλκ. (για αγελάδες, φοράδες) γκαστρώνομαι. -
14 род
-а, προθτ. о роде, в роде, в роду, на роду, πλθ. роды а.1. γένος• φυλή•член -а μέλος του γένους•
патриархальный род πατριαρχικό γένος•
старейшина -а αρχηγός του γένους, της φυλής.
2. γενεαλογική προέλευση, γενολόγι, σόι•знатный род επιφανές γένος ή μεγάλο σόι.
|| γενεά, γενιά•из -а в род από γενεά σε γενεά.
|| ως επίρ. -ом την καταγωγή, το γένος, την προέλευση.3. (στην ταξινόμηση ζώων, φυτών)• γένος. || είδος• τύπος•всякого -а λογής-λογής, παντοειδής.
4. λογοτεχνικό γένος• ύφος, στυλ.5. τρόπος, μορφή, χαρακτήρας•избрать новый род деятельности εκλέγω νέα μορφή δράσης,
6. (γραμμ.)το γένος•мужской, женский, средний род αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο γένος.
εκφρ.род людской (человеческий) – το ανθρώπινο γένος•женский род – το γυναικείο φύλλο (οι γυναίκες)•мужской род – το αντρικό φύλλο (οι άντρες)•род оружия (войск) – είδος όπλου (πεζικού, πυροβολικού κ.τ.τ,)• в некотором -е ως ένα βαθμό•в своём -е – στο είδος του•в этом (таком) -е – περίπου, σχεδόν, πάνω-κάτω• έτσι•от -у – από τη γέννηση, από τότε που γεννήθηκα•своего -а – ως ένα βαθμό ή σημείο•такого -а – τέτοιου είδους•без -у и племени ή без -у, без племени – αγνώστου καταγωγής ή προέλευσης•ни -у ни племени – ολομόναχος, παντέρημος, έρημος και μόνος• σαν την καλαμιά στον κάμπο. -
15 сидеть
сижу, сидишь.επιρ. μτχ. сидя ρ.δ.1. κάθομαι•сидеть на стул κάθομαι στο κάθισμα•
сидеть за столом κάθομαι γύρω στο τραπέζι•
сидеть в седле κάθομαι στη σέλα•
сидеть снова ξανακάθομαι•
сидеть боком κάθομαι στο πλευρό.
|| είμαι, υπάρχω•над правым глазом -ла родинка πάνω από το δεξιό μάτι ήταν ελιά.
2. κάνω, εκτελώ, ασχολούμαι με κάτι•сидеть за работой εργάζομαι, στρώνομαι στη δουλειά•
сидеть за абдом κάθομαι να γευματίσω•
сидеть на вслах κάθομαι στο κουπί (κωπηλατώ)•
сидеть за чертежами ασχολούμαι με τα σχέδια•
я не могу сидеть без дела δε μπορώ να καθίσω χωρίς να κάνω κάτι.
|| βρίσκομαι, (παρά)μένω•я -ел месяц в дерв-не κάθισα ένα μήνα στο χωριό•
я -л весь день дома όλη τη μέρα ήμουν στο σπίτι•
сидеть в гостях, μένω φιλοξενούμενος,
3. είμαι, διατελώ•сидеть в тюрьме κάθομαι φυλακή•
сидеть под арестом κάθομαι κρατούμενος•
сидеть на диете κάνω δίαιτα.
|| καταλήγω•сидеть без денег μένω χωρίς λεφτά•
сидеть без хлеба μένω χωρίς ψωνί.
4. τοποθετούμαι, είμαι, βρίσκομαι. || μτφ. ριζώνω, φωλιάζω (στην ψυχή, μυαλό κ.τ.τ.). || εμβαπτίζομαι• βυθίζομαι, παραμένω στο νερό (για σκάφη).5. (για ενδυμασία) ταιριάζω στο σώμα• έρχομαι, πέφτω, κάθομαι.εκφρ.сидеть на царстве ή на престоле – βασιλεύω, κάθομαι στο θρόνο•сидеть на яйцах – κλωσσώ (τ αυγά)•сидеть сиднем – βλ. στη λ. сидень.θέλω ή μπορώ να κάθομαι•ему не -лось и вышел на улицу αυτός δε μπορούσε να κάθεται μέσα και βγήκε έξω.
-
16 испытание
1. (проверка) η δοκιμ/ή, η δοκιμασία, η εξέταση, το πείραμα· *вы-держать - περνώ από εξετάσεις/δοκιμές- может иметь один (и только один) исход - μπορεί να έχει ένα (και μόνο ένα) αποτέλεσμαбуксировочное - (в опытовом бассейне) мор. - ρυμούλκησης (σε δεξαμενή προτύπων)гидравлическое - υδραυλική -, υδροστατική -государственные - я κρατι-κές/επίσιμες - έςдиагностическое (вчт.элн.) - διαγνωστικές -динамометрическое - маш. δυ-ναμομετρική -наземное - (ав.косм.) επίγεια -- на лабораторном макете (элн.) - πάνω στο εργαστηριακό ομοίωμα- на плотность (соединений швов и т.п.) - στεγανότητας (των ενώσεων, ραφών κ.λπ.)- на свариваемость (мет.кож.) - (συγκόλλησης- на стойкость к микроорганизмам текст. - αντοχής στους μικροοργανισμούς- на электрическую прочность под напряжением - της ηλεκτρικής αντοχής υπό φορτίοпредварительное - προκαταρκτική/δοκιμαστική -предпусковое - οι δοκιμές (πριν από την επίσημη εκκίνηση/έναρξη λειτουργίας)пропульсивное мор. - της πρόωσηςскоростное мор. - της ταχύτητας2. (авто) η δοκιμήπορείας 3. мор. η δοκιμ/ήманёвренное мор. - ελιγμώνшвартовные и ходовые-я ο δοκιμαστικός πλους, οι δοκιμές θαλάσσης (του σκάφους), разг. τα δοκιμαστικάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > испытание
-
17 право
1. (государственные нормы и правила, законы и постановления государства) το δικαίωμαбез - а передачи χωρίς δικαίωμα μεταβίβασης/μεταφοράςконосамент без - а передачи φορτωτική χωρίς το - μετάδο-σης/μεταφοράς2. юр. το δίκαιο 3. (возможность действовать, поступать каким-л. образом) το δικαίωμα, η απαίτησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > право
-
18 прямой
1. (ровно вытянутый в каком-л. направлении, без изгибов) ίσιος, ευθύς 2. (обеспечивающий непосредственную связь с кем-, чем-л.) άμεσος 3. (непосредственный, без промежуточных ступеней) άμεσος, ευθύς 4. (откровенный, правдивый) ειλικρινής, ευθύς 5. (явный, открытый) φανερός, πασίδηλος, πασιφανής, ολοφάνερος 6. (несомненный, безусловный, очевидный) πραγματικός, γνήσιος, άμεσος, αληθινός 7. мат. ορθ/ός 8. грам. άμεσ/ος 9. (мед., анат.) ορθ/ός- ая кишка - ό έντερο, το ορθόν.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прямой
-
19 разрешение
1. (официальный документ) η (έγγραφος) άδει/αсрок действия - я διορία/ισχύς - ας2.(способность различать объекты расположенные близко друг от друга) η διακριτική/διαχωριστική ικανότηταидеальное - άπειρος -., ιδανική -3. (задачи, проблемы и т.п.) η λύση, η επίλυση, ο διακανονισμός, η διευθέτηση 4. (позволение) η άδεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрешение
-
20 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
См. также в других словарях:
БЕЗ — (без удар., кроме тех случаев, когда ударение переносится с сущ. на предлог, напр. без толку, без соли) и безо (см.), предлог с род. 1. Указывает на отсутствие кого нибудь, ненахождение чего нибудь в наличности; ант. с . без денег. Пить чай без… … Толковый словарь Ушакова
без — (без удар., кроме тех случаев, когда ударение переносится с сущ. на предлог, напр. без толку, без соли) и безо (см.), предлог с род. 1. Указывает на отсутствие кого нибудь, ненахождение чего нибудь в наличности; ант. с . без денег. Пить чай без… … Толковый словарь Ушакова
БЕЗ — (без удар., кроме тех случаев, когда ударение переносится с сущ. на предлог, напр. без толку, без соли) и безо (см.), предлог с род. 1. Указывает на отсутствие кого нибудь, ненахождение чего нибудь в наличности; ант. с . без денег. Пить чай без… … Толковый словарь Ушакова
без — (перед словами: всего, всяких) БЕЗО, предлог. кого чего. 1. Указывает на отсутствие кого , чего л. Расти без отца. Сидеть без огня. Ходить без пальто. Чашка без ручки. Человек без родины. Любовь без взаимности. / В составе наречных словосочетаний … Энциклопедический словарь
БЕЗ — БЕЗ, безо предл., управляющий род. и означающий: отсутствие, недостаток; слитно не изменяется в окончании, не требует падежа и выражает то же, что союз не: он один только слитно с глаголами; не обращает их в окончательные: прославлю, расславлю,… … Толковый словарь Даля
без- — ех (лат.) Приставка, которая используется для того, чтобы показать, что при котировке ценных бумаг исключаются те или иные выгоды. Акция может быть бездивидендной (xd или ex div), если ее потенциальный покупатель не будет иметь права на получение … Справочник технического переводчика
без… — БЕЗ…, см. тж безъ… и бес…. Приставка, служащая для образования: 1) прил. от сущ., в знач. лишенный чего нибудь, не имеющий чего нибудь, напр. безротый (не имеющий рта), безгорбый (без горба), безоконный (без окон), бескормный (без корма) и т.п.;… … Толковый словарь Ушакова
без — Лишенный чего либо. Прот. лишать … Словарь синонимов
БЕЗ — кого (чего), предл. с род. 1. Указывает на неимение, недостаток, отсутствие кого чего н. Б. денег. Б. друзей. Оставить письмо б. ответа. Б. четверти час. Б. сомнения (несомненно). Б. сердца (очень жестоко). Б. сознания (в беспамятстве). 2. В… … Толковый словарь Ожегова
без счёта — нареч. качеств. количеств. разг.; = без счёту В бесчисленном множестве, в большом количестве. Толковый словарь Ефремовой. Т. Ф. Ефремова. 2000 … Современный толковый словарь русского языка Ефремовой
без... — без... БЕЗ..., прист. Образует: 1) прилагательные со знач. не имеющий чего н., напр. безаварийный, беззвёздный, безлошадный, бездымный, безрогий, безотвальный; 2) существительные со знач. отсутствия чего н., напр. безлесье, безветрие, безлуние,… … Толковый словарь Ожегова