Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

автобуса

  • 1 салон

    1. (гостиная, зал) το σαλόνι 2. (напр. самолёта, автобуса) о χώρος των επιβατών 3. (напр. литературный) η λέσχη 4. (зал для демонстрации и продажи предметов торговли) το εκθετήριο, η εκθεσιακή αίθουσα
    художественный - έργων τέχνης, η πινακοθήκη
    η γκαλερί (ξεν.)

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > салон

  • 2 остановка

    остановка ж (стоянка) η στάση· το τέρμα (конечная)' \остановка автобуса η στάση λεωφορείου* со всеми \остановкаками με όλες τις στάσεις
    * * *
    ж
    ( стоянка) η στάση; το τέρμα ( конечная)

    остано́вка авто́буса — η στάση λεωφορείου

    со все́ми остано́вками — με όλες τις στάσεις

    Русско-греческий словарь > остановка

  • 3 вылезти

    κ. вылезть, -езу, -езешь, παρλθ. χρ. вылез, -ла, -ло, προστκ. вылези, κ. вылезь, ρ.σ.
    1. βγαίνω με δυσκολία ή έρποντας, σκαρφαλώνοντας•

    вылезти из ямы σκαρφαλώνοντας βγαίνω από το λάκκο•

    вылезти из автобуса με δυσκολία βγαίνω από το λεωφορείο (λόγω συνωστισμού).

    || μτφ. απαλλάσομαι, γλυτώνω, λυτρώνομαι•

    из нуады βγαίνω από τη φτώχεια (ένδεια).

    2. εξέχω, προεξέχω, φαίνομαι, προβάλλω.
    3. μαδώ, μαδίζομαι, πέφτω•

    после тифа -ли волосы μετά από τον τύφο έπεσαν τα μαλλιά.

    Большой русско-греческий словарь > вылезти

  • 4 обкаточный

    επ.
    δοκιμαστικός•

    обкаточный пробег автобуса δοκιμαστική διαδρομή λεωφορείου.

    Большой русско-греческий словарь > обкаточный

  • 5 помёрзнуть

    ρ.σ.
    1. παγώνω, καταστρέφομαια-πο τον πάγο.
    2. κρυώνω πολύ•

    помёрз в ожидании автобуса κρύωσα πολύ περιμένοντας το λεωφορείο.

    Большой русско-греческий словарь > помёрзнуть

  • 6 слезть

    слезу, слезешь, παρλθ. χρ. слез, -ла, -ло, προστκ. слезь
    ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    слезть с дерева κατεβαίνω από το δέντρο•

    слезть с лошади ξεπεζεύω από το άλογο.

    2. βγαίνω•

    слезть с автобуса κατεβαίνω από το λεωφορείο.

    3. αποσπώμαι, πέφτω•

    ноготь слез το νύχι βγήκε•

    краска -ла η μπογιά βγήκε.

    Большой русско-греческий словарь > слезть

  • 7 сойти

    сойду, сойдшь, παρλθ. χρ. сошёл, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. сошедший κ. παλ. сшедший, επιρ. μτχ. сойдя ρ.σ.
    1. κατεβαίνω, κατέρχομαι•

    сойти с лестницы κατεβαίνω από τη σκάλα•

    сойти с горы κατεβαίνω από το βουνό•

    сойти с лошади κατεβαίνω από το άλογο, αφ ιππεύω, ξεκαβαλικεύω, ξεπεζεύω.

    2. (για νύχτα, σκοτάδι κ.τ.τ.) επέρχομαι, επιπίπτω, πέφτω. || (για αισθήματα, κατάσταση) κυριεύω, πιάνω, καταλαμβάνω.
    3. βγαίνω, εξέρχομαι•

    сойти с автобуса κατεβαίνω (βγαίνω) από το λεωφορείο.

    4. μετέρχομαι, βγαίνω, περνώ•

    сойти с тротуара на мостовую περνώ από το πεζοδρόμιο στο λιθόστρωτο•

    сойти с дороги βγαίνω από το δρόμο•

    поезд -шёл с рельсов το τρένο εκτροχιάστηκε•

    шина -шла с колеса το λάστιχο βγήκε από τον τροχό.

    5. λιώνω•

    снег -шёл с полей το χιόνισηκώθηκε από τα χωράφια, πέφτω•

    краска сойтишла η μπογιά βγήκε•

    ноготь -шёл το νύχιβγήκε (έπεσε).

    || (για χαμόγελο, κοκκινάδα κ.τ.τ.) χάνομαι, εξαφανίζομαι, εξαλείφομαι, σβήνω, φεύγω.
    6. διεξάγομαι, γίνομαι, εξελίσσομαι• πηγαίνω•

    всё -шло как нельзя лучше όλα πήγαν καλά όσο δεν παίρνει άλλο.

    || περνώ, γίνομαι δεκτός•

    надо ещё поправить, хотя и так -дёт πρέπει ακόμα να κάνω διορθώσεις, αν κι έτσι μπορεί να περάσει.

    || απρόσ. сойдёш πηγαίνει, είναι δεκτό, υποφερτό.
    7. μοιάζω, ταιριάζω, περνώ για, εκλαμβάνω.
    εκφρ.
    сойти с пуши – βγαίνω από το δρόμο (αλλάζω πορεία, σκοπό).
    1. συναντιέμαι, ανταμώνομαι. || ενώνομαι, πλησιάζω, εγγίζω• συγκλίνω.
    2. συνέρχομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι,συνάζομαι.
    3. συνδέομαι με φιλία, γίνομαι φίλος. || τα φτιάχνω, συνάπτω ερωτικές σχέσεις.
    4. ταιριάζω• συμπίπτω•

    сойти во вкусах ταιριάζομε στα γούστα•

    не сойти характерами δεν ταιριάζομε στο χαρακτήρα•

    показания свидетелей -лись οι καταθέσεις των μαρτύρων συνέπεσαν•

    наши мысли -лись οι σκέψεις μας συνέπεσαν.

    5. συμφωνώ•

    сойти в цене συμφωνούμε στη τιμή.

    6. πηγαίνω καλά, εξελίσσομαι ευνοϊκά•

    дело -лось η υπόθεση πήγε καλά.

    Большой русско-греческий словарь > сойти

См. также в других словарях:

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»