Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

а!+была+не+была

  • 1 быть

    ρ.δ. (στον ενστ. απαντά μόνο στο γ' ενκ. προσ. «есть» και παλ. στο γ' πλθ. προσ. «суть»; μελ. «буду», «будешь»; παρλθ. χρ. «был», «была», «было»; με άρνηση: «не был», «не была», «не было»; προστ. «будь»; μτχ. παρλθ. χρ. «бывший»; επιρ. μτχ. будучи)
    1. υπάρχω, είμαι• υφίσταμαι•

    его еще не было, когда произошло это αυτός ακόμα δεν υπήρχε (δεν είχε γεννηθεί), όταν συνέβηκε αυτό.

    2. εχω•

    у него был внук αυτός είχε εγγόνι.

    || βρίσκομαι•
    3. παραβρίσκομαι, είμαι παρών•

    я был на приеме ήμουν σε ακρόαση•

    был в отсуствии ήμουν απών (απουσίαζα).

    4. γίνομαι•

    заседание будет завтра η συνεδρίαση θα γίνει αύριο.

    5. (συνδετικό ρ. στο περιφραστικό κατηγόρημα) είμαι•

    я был болен ήμουν άρρωστος.

    || γίνομαι, καθίσταμαι•

    кем хочешь -? τι θέλεις να γίνεις;(για επάγγελμα, ειδικότητα).

    6. (βοηθτ. ρ.) είμαι•

    город был взят η πόλη καταλήφθηκε.

    7. (μόριο μέλλοντα) θα•

    он будет читать αυτός θά διαβάζει,

    εκφρ.
    быть можетκ. может быть βλ. στη λ. мочь 1
    быть так – ας είναι (ας γίνει) έτσι•
    быть (чему) – απαραίτητα, οπωσδήποτε θα συμβεί•
    быть беде – οπωσδήποτε θα έρθει συμφορά•
    так и быть – ας γίνει (ας είναι) κι έτσι•
    быть за кого – είμαι με το μέρος κάποιου•
    быть за одно с кем – έχω τις ίδιες ιδέες με κάποιον, είμαι το ι’διο με κάποιον•
    как -? – τι να γίνει;•
    будь что будет – ας γίνει ό,τι θέλει•
    была не была – πρέπει να ριψοκινδυνέψω, ό,τι βγει, ό,τι γίνει•
    что будет, то будет – ό,τι γίνει ας γίνει, ό,τι έβρεξε, κατέβασε.

    Большой русско-греческий словарь > быть

  • 2 выбыть

    -буду, -будешь
    ρ.σ.
    απέρχομαι, αναχωρώ, φεύγω•

    он -был из города αυτός έφυγε από την πόλη•

    она -была из школы αυτή έφυγε (διαγράφηκε) από το σχολείο•

    выбыть из списков διαγράφομαι (σβήνομαι) από τους καταλόγους•

    команда -была из игры η ομάδα βγήκε από το παιγνίδι.

    Большой русско-греческий словарь > выбыть

  • 3 нрав

    нрав
    м τό ήθος, ὁ χαρακτήρ:
    крутой \нрав ὁ ἀπότομος χαρακτήρας· она была веселого \нрава είχε εὐθυμο χαρακτήρα· прийтись по \нраву βρίσκω τοῦ γούστου μου· это ему́ не по \нраву разг δέν εἶναι τοῦ γούστου του. \нравы мн. τά ήθη:
    \нрав и обычаи τά ήθη καί εθιμα.

    Русско-новогреческий словарь > нрав

  • 4 потеха

    потеха
    ж ἡ ψυχαγωγία, τό ἀστείο:
    вот была \потеха! σπάσαμε πλάκα!

    Русско-новогреческий словарь > потеха

  • 5 тем

    тем I
    твор. п. ед. от тот, то III; дат. п. мн. от тот, та, то III.
    тем II
    1. нареч δσο[ν], τόσο[ν], μ' αὐτό:
    \тем лучше τόσο τό καλλίτερο·
    2. союз:
    чем...., тем... οσο... τόσο· чем труднее была работа, \тем упорнее он был οσο ἡ δουλειά ήταν δυσκολωτερη, τόσο αὐτός ήταν πιό ἐπίμονος· ◊ \тем самым μ' αὐτό, ἐτσι· \тем более πολύ περισσότερο· \тем более, что... πολύ περισσότερο πού· \тем не менее καί δμως, παρ' ὅλα αὐτά.

    Русско-новогреческий словарь > тем

  • 6 видимый

    επ., βρ: -дим, -а, -о
    ορατός•

    лодка уж не была -а η βάρκα πια δε φαινόταν.

    || φαινομενικός, προσποιητός, επιτηδευμένος•

    -ая веселость προσποιητή ευθυμία•

    εκφρ.
    - ое дело – α) φανερή (σαφής) υπόθεση, β) κατά πάσαν πιθανότητα, πιθανότατα.

    Большой русско-греческий словарь > видимый

  • 7 забытый

    επ. από μτχ.
    λησμονημένος, ξεχασμένος•

    вражда была -а η έχθρα ξεχάστηκε•

    -ые вещи в вагоне οι ξεχασμένες αποσκευές στο βαγόνι•

    забытый писатель λησμονημένος συγγραφέας.

    Большой русско-греческий словарь > забытый

  • 8 известно

    1. επίρ. βέβαια, φυσικά εννοείται.
    2. (απρόσ. με σημ. κατηγ.) είναι γνωστό, что δτο•

    была клевета είναι γνωστό ότι αυτό ήταν συκοφαντία•

    всякому известно ο καθένας το ξέρει•

    известно ли вам бто событие σας είναι γνωστό αυτό το γεγονός;•

    на сколько мне известно απ ότι εγώ ξέρω•

    как известно όπως είναι γνωστό•

    хорошо, что... είναι πολύ γνωστό ότι...

    Большой русско-греческий словарь > известно

  • 9 инициатива

    θ.
    πρωτοβουλία•

    по собственной -е με δική του πρωτοβουλία•

    это была его инициатива αυτό ήταν δική του πρωτοβουλία•

    человек без всякой -ы άνθρωπος χωρίς καμιά πρωτοβουλία•

    проявлять -у δείχνω πρωτοβουλία•

    взять -у παίρνω πρωτοβουλία•

    творческая инициатива δημιουργική πρωτοβουλία.

    Большой русско-греческий словарь > инициатива

  • 10 куча

    θ.
    1. σωρός, σωρεία, στοίβα•

    куча хвороста σωρός από φρύγανα•

    куча снегу χιονοστιβάδα•

    куча песку σωρός άμμου.

    2. πλήθος•

    там была куча народу εκεί ήταν πλήθος λαού•

    куча ребят τσούρμο παιδιών•

    муравьиная куча μυρμηγκιά•

    у меня куча дел έχω ένα σωρό υποθέσεις.

    εκφρ.
    куча мала – (επιφ.) σωριαστά (σε παιδ. παιγνίδι.)•

    Большой русско-греческий словарь > куча

  • 11 неутешный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно
    απαρηγόρητος•

    мать была -а η μάνα ήταν απαρηγόρητη.

    Большой русско-греческий словарь > неутешный

  • 12 прибыть

    ρ.σ.
    1. φτάνω, καταφτάνω, έρχομαι, αφικνούμαι•

    поезд -был το τρένο ήρθε•

    пароход -был το ατμόπλοιο κατέπλευσε•

    на праздник -были много делегаций στη γιορτή ήρθαν πολλές αντιπροσωπείες•

    -были грузы ήρθαν φορτία.

    2. αυξαίνω, μεγαλώνω, ανεβαίνω, ανέρχομαι•

    прибыть в весе αυξαίνω στο βάρος•

    вода -была το νερό (η στάθμη του νερού) ανέβηκε.

    Большой русско-греческий словарь > прибыть

  • 13 причина

    θ.
    αιτία αίτιο λόγος• το γιατί•

    простуда была -ой его болезни το κρυολόγημα ήταν αιτία της αρρώστειας του•

    причина войны αιτία πολέμου•

    расследовать -у пожара ερευνώ την αιτία της τίυρκαγιάς•

    смеяться без -ы γελώ χωρίς να υπάρχει λόγος•

    причина всех -ин η αρχική αιτία, γενεσιουργή αιτία, το αρχικό αίτιο•

    по какой -е вы это сделали για ποιο λόγο το κάνατε αυτό•

    по той -е, что... για το λόγο ότι•

    скажи мне по какой -е πες μου το γιατί•

    неосновательная причина αβάσιμη αιτία•

    по той или иной -е για τον άλφα ή βήτα λόγο•

    уважительная причина σοβαρός λόγος•

    без -ы αναίτια•

    по -е παλ. ένεκα τούτου.

    Большой русско-греческий словарь > причина

  • 14 пропасть

    θ.
    1. βάραθρο• άβυσσος• χάσμα•

    бездонная пропасть απύθμενο χάσμα άβυσσος.

    || γκρεμός, κρημνός•

    быть на краю -и είμαι στην άκρη (στο χείλος) του γκρεμού.

    2. μτφ. αγεφύρωτο χάσμα (το ασυμβίβαστο απόψεων, διαφορών κ.τ.τ.).
    3. πλήθος μεγάλο• μελίσσι, εσμός• τεράστια ποσότητα.• σωρός•

    пропасть народа μεγάλη πολυκοσμία, κοσμοπλημμύρα, ανθρωποθάλασσα.• у него пропасть врагов αυτός έχει ένα σωρό εχθρούς•

    в комнате была пропасть муссору στο δωμάτιο ήταν σωρός τα σκουπίδια.

    4. επιφ. να παρ η οργή! αθεόφοβε! χαμένο κορμί.
    εκφρ.
    пропасть и нет – δε θα χαθείς, δε θα σκοτωθείς ή δε θα πέσεις από το γκρεμό.
    -паду, -падшь, παρλθ. χρ. пропал
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пропавший ρ. σ.
    1. χάνομαι, εξαφανίζομαι, γίνομαι άφαντος, εκλείπω•

    -ло письмо χάθηκε το γράμμα•

    у меня -ла собака έχασα το σκυλί•

    всё -ло όλα χάθηκαν, το παν χάθηκε.

    2. κρύβομαι• δε φαίνομαι ή δεν ακούομαι•

    -ли горы χάθηκαν τα βουνά•

    голоса -ли вдали οι φωνές χάθηκαν(έσβησαν) μακριά.

    || αργώ να επιστρέψω•

    он ушл и -ал на неделю αυτός έφυγε και χάθηκε για μια βδομάδα•

    где ты -ал? που χάθηκες; τι έγινες; που ήσουν;

    3. καταστρέφομαι•

    цветы -ли от мороза τα λουλούδια καταστράφηκαν από τον πάγο.

    || φονεύομαι, σκοτώνομαι, χάνομαι•

    сын его -ал в войне το παιδί του χάθηκε στον πόλεμο.

    4. παραμένω ανώφελος, άκαρπος•

    -дут мой труды θα πάνε χαμένες οι εργασίες μου (οι κόποι μου).

    εκφρ.
    пропасть даром (попусту) – χάνομαι άδικα.• пиши -ло πες πως χάθηκε.

    Большой русско-греческий словарь > пропасть

  • 15 радость

    θ.
    χαρά• χαρμόσυνη• ευφροσύνη•

    большая радость μεγάλη χαρά• αγαλλίαση•

    он вне себя от радости είναι έξαλλος από χαρά•

    прыгать от -и πηδώ από χαρά•

    какая -! τι χαρά!•

    шы радость моя радость είσαι η χαρά μου.

    εκφρ.
    на -ях – στις χαρές (για χαρμόσυνο γεγονός, είδηση κ.τ.τ.)• с какой -и? (απλ.) γιατί; για ποια αιτία;•
    не в радость – είμαι άχαρος•
    жизнь была не в радость – η ζωή ήταν άχαρη.

    Большой русско-греческий словарь > радость

  • 16 ресурс

    α.
    1. μέσο, διέξοδος•

    ложь была последним -ом обвиняемого το ψέμα ήταν το τελευταίο μέσο του κατηγορούμενου.

    2. πλθ. -ы πηγές• εφεδρείες•

    неисчерпаемые -ы ανεξάντλητες πηγές•

    природные -ы φυσικές πηγές•

    производственные -ы παραγωγικές εφεδρείες.

    || τα χρήματα• τα προς του ζειν•

    -ы истощились τα μέσα συντήρησης εξαντλήθηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > ресурс

  • 17 свежий

    επ., βρ: свеж, -а, -о.
    1. φρέσκος, νωπός•

    -ее мясо φρέσκο κρέας•

    -ее масло το φρέσκο βούτυρο•

    -ие яйца φρέσκα αυγά.• -ая рыба φρέσκο ψάρι•

    -ие огурцы φρέσκα αγγουράκια.

    || αχρησιμοποίητος•

    -ие простыни φρεσκοπλυμένα σεντόνια•

    запрягать -их лошадей ζεύω ξεκούραστα άλογα.

    || καθαρός•

    выходить на свежий воздух βγαίνω στον καθαρό (φρέσκο) αέρα.

    || μτφ. αναζωογονεμένος, φρεσκάτος•

    я проснулся совсем свежий ξύπνησα εντελώς φρεσκάτος.

    2. κρυαδεράς, κρυούτσικος, ψυχρουτσι-κος•

    ночь была -а η νύχτα ήταν κρυαδερή.

    || νεαρός, τρυφερός•

    -ая листва φρέσκο φύλλωμα.

    || μτφ. με ζωντάνια• ζωηρός.
    3. γερός, με ευεξία.
    4. πρόσφατος (όχι παλαιός)•

    след φρέσκο ίχνος•

    -ая могила φρέσκος τάφος•

    свежий номер журнала τελευταίο νούμερο του περιοδικού•

    -ие новости οι τελευταίες ειδήσεις.

    || καινούριος, νέος, άγνωστος, πρω-τοείδωτος, πρωτοφανέρωτος.

    Большой русско-греческий словарь > свежий

  • 18 свидетель

    α. -ница, -ы θ.
    μάρτυρας•

    быть -ем чего-л. είμαι μάρτυρας για κάτι•

    брать кого в -и παίρνω κάποιον για μάρτυρα•

    очевидный свидетель αυτόπτης μάρτυρας•

    свидетель со стороны обвинения ή свидетель обвинения μάρτυρας κατηγορίας•

    свидетель в пользу обвиняемого ή свидетель защиты μάρτυρας υπεράσπισης•

    он приводит в -ли такого-то историка αυτός επικαλείται τη μαρτυρία (τα λεγόμενα) κάποιου ιστορικού•

    вскрыть завещание при -ях ανοίγω τη διαθήκη μπροστά σε μάρτυρες•

    призвать ή пригласить в -и καλώ για μάρτυρα, επικαλούμαι τη μαρτυρία.

    || μτφ. θεατής•

    эта равнина была -цей многих битв αυτή η πεδιάδα ήταν μάρτυρας πολλών μαχών.

    Большой русско-греческий словарь > свидетель

  • 19 сплыть

    ρ.σ.
    1. πλέω (προς τον κάτω ρουν).
    2. χύνομαι από τις άκρες•

    весь навар сплыл όλο το ζουμί (ή το λίπος) χύθηκε (από το βράσιμο).

    εκφρ.
    был (была, было) да сплыл, (-ла -ло) – ήταν και πέρασε (χάθηκε), ανήκει στα περασμένα.
    1. πλέω.
    2. μτφ. συγχωνεύομαι, αναμειγνύομαι, ανακατώνομαι, γίνομαι δυσδιάκριτος•

    буквы -лись τα γράμματα έγιναν μουντά•

    краски -лись τα χρώματα ανακατεύτηκαν.

    Большой русско-греческий словарь > сплыть

  • 20 тюрьма

    -ы, πλθ. тюрьмы, -рем, -рьмам
    θ.
    1. φυλακή, ειρκτή κ. ειρν. το φρέσκο•

    заключить в -у κλείνω στη φυλακή•

    каторжная тюрьма τα κάτεργα, κάτεργα δεσμά•

    бросить в -ρίχνω στη φυλακή•

    сгноить в -έ σαπίζω στη φυλακή.

    2. μτφ. κόλαση•

    царская россия была -ой народов ητσαρική Ρωσία ήταν φυλακή των λαών.

    Большой русско-греческий словарь > тюрьма

См. также в других словарях:

  • Была не была — (качай съ плеча, куда ни шла) пусть будетъ, что будетъ (ходу! валяй!). Ср. Господинъ Голядкинъ (вскочившій на чужой балъ непрошенный) мысленно сказалъ себѣ «была не была» и къ собственному своему величайшему изумленію ... началъ вдругъ говорить …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Была не была. — (наудачу). Куда ни шла. См. СМЕЛОСТЬ ОТВАГА ТРУСОСТЬ Была не была. Была не была катай сплеча! См. СЧАСТЬЕ УДАЧА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • была не была — См …   Словарь синонимов

  • Была не была! — БЫТЬ, наст. нет (кроме 3 л. ед. ч. есть и устар. и книжн. 3 л. мн. ч. суть); был, была, б?ыло (не был, не была, не было, не были); буду, будешь; будь; б?ывший; будучи; несов. Толковый словарь Ожегова. С.И. Ожегов, Н.Ю. Шведова. 1949 1992 …   Толковый словарь Ожегова

  • Была не была - катай сплеча! — Была не была. Была не была катай сплеча! См. СЧАСТЬЕ УДАЧА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Была не была (Переиздание) — Альбом Джанго Дата выпуска 2007 Информация об альбоме МУЗ …   Википедия

  • была не была — была/ не была/ Была не была, пойду вперед …   Слитно. Раздельно. Через дефис.

  • Была игра! — Из комедии «Свадьба Кречинского» (1855) драматурга Александра Васильевича Сухово Кобылина (1817 1903) (действ. 2, явл. 1). Камердинер Кречинского спрашивает мелкого шулера Расплюева, который пришел после карточной игры: «Что ж, Иван Антоныч, была …   Словарь крылатых слов и выражений

  • Была игра! — (иноск.) скандалъ свалка, драка (какъ между спорящими и расходившимися игроками). Ср. Ну, милѣйшій мой была игра! и былъ скандалъ, достойный твоего сатирическаго ума и твоей неподражаемой кисти!... Участвовалъ я на юбилеѣ эконома... дѣло… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Была б мука да сито, и сама б я была сыта. — Была б мука да сито, и сама б я была сыта. См. ДВОР ДОМ ХОЗЯЙСТВО …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Была кабы матка, была б и увятка. — (т. е. пища). См. ДЕТИ РОДИНЫ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»