-
1 κοέω
κοέω, ion. = νοέω (vgl. κοάω), hören, merken; seltenes Wort; Schol. Ar. Equ. 198 u. VLL.; τὰ πρῶτ' οὐ κοῶ Epicharm. bei Ath. VI, 236 b; ἐκόησε Call. fr. 53. – Scholl. Od. 21, 145 leiten davon ϑυοσκόος ab; vgl. ἀμνοκῶν u. die Eigennamen auf - κόων. Auch κοάλεμος wird hierauf zurückgeführt. S. auch Buttm. Lexil. II p. 265.
См. также в других словарях:
θυοσκόος — θυοσκόος, ον (Α) 1. το αρσ. ως ουσ. ὁ θυοσκόος α) ο ιερέας που τελεί τη θυσία, ο θύτης β) στον πληθ. οἱ θυοσκόοι οι ιεροσκόποι, οι θυοσκόποι 2. φρ. α) «Μαινάδες θυοσκόοι» οι θεόπνευστες Μαινάδες β) «θυοσκόα ἱρά» θυτικά εργαλεία, σκεύη θυσίας.… … Dictionary of Greek
θυοσκόος — sacrificing priest masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυοσκόοι — θυοσκόος sacrificing priest masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυοσκόον — θυοσκόος sacrificing priest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυοσκόου — θυοσκόος sacrificing priest masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυοσκόους — θυοσκόος sacrificing priest masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυοσκόων — θυοσκόος sacrificing priest masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυηκόος — θυηκόος, ὁ (Α) θυοσκόος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θυοσκόος] … Dictionary of Greek
чую — чуть, чуять, сюда же чуть, нареч., учувать учуять, заметить , чувство, чу! (см.), укр. чую, чути чувствовать , чувати, итер., слыхать, чуять , блр. чуць, чую, чуваць слышать , др. русск. чую, чути чувствовать, слышать, понимать , чувати слышать … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
θυηχούς — θυηχοῡς, όος, ὁ (Α) επιγρ. θυηκόος*, θυοσκόος* … Dictionary of Greek
θυοσκώ — θυοσκῶ, έω (Α) [θυοσκόος] θυσιάζω, προσφέρω ολοκαυτώματα με το πυρ τής θυσίας … Dictionary of Greek