-
1 εκλειπω
(aor. 2 ἐξέλιπον)1) оставлять, уходить, покидать(τέν Βοιωτίαν Thuc.)
τέν πόλιν ἐξέλιπον εἰς χωρίον ὀχυρόν Xen. — они переселились из города в укрепленное место;ἐ. τὸν βίον Soph., Arst., Plut., φάος Eur. и τὸ ζῆν Polyb., Plut. — покидать жизнь, умирать;ἐκλιπεῖν τὸν ἀριθμόν Her. — выбыть из числа, не хватать2) покидать, бросать(τινά Soph.)
ἐ. στρατείαν Xen. — уклоняться от участия в походе3) дезертировать4) лишаться, утрачивать(τέν τυραννίδα Her.)
5) не исполнять, нарушать(ὃρκον Eur.; ξυνώμοτον Thuc.)
ὅσα ἐξελελοίπεσαν τῆς ξυνθήκης Thuc. — невыполненные пункты договора6) проходить мимо, миновать(Ἄνδρον Her.)
7) оставлять в стороне, обходить, пренебрегатьὄχλον τὸν πλεῖστον ἐκλείψω λόγων Aesch. — я умолчу о множестве обстоятельств;
εἴ τι ἐξέλιπον, σὸν ἔργον ἀναπληρῶσαι Plat. — если я что-л. упустил, твое дело дополнишь (меня);θεραπείας σώματος ἐκλιπεῖν Plut. — пренебречь заботами о теле;τὸ βοηθεῖν ἐκλιπεῖν Plut. — не оказать поддержки8) оставлять, прекращать(θρήνους Eur.; γραφάς Dem.)
θήρας μόχθον ἐκλελοιπώς Eur. — прервав утомительную охоту;ὄνειδος οὐκ ἐκλείπεται Aesch. — упрекам нет конца9) прекращаться, кончатьсяἐκλέλοιπεν εὐφρόνη (= νύξ) Soph. — ночь прошла;
διὰ τὸ ἐκλελοιπέναι τέν χιόνα Xen. — так как снег сошел;ἥ φωνέ ἐξέλιπε (v. l. ἐξέλειπε) Luc. — голос пропал;ἐπειδέ ἐκλελοίπασιν ὑμᾶς αἱ προφάσεις Lys. — после того, как предлоги у вас истощились:ἄνειμι ἐκεῖσε τοῦ λόγου, τῇ μοι τὸ πρότερον ἐξέλιπε Her. — я возвращусь к той части рассказа, которая раньше прервалась;τοὔνομα τῆς Ταρπηΐας ἐξέλιπε Plut. — имя Тарпеи было забыто10) умиратьοἱ ἐκλιπόντες или ἐκλελοιπότες Plat. — умершие
11) подвергаться затмению(ὅ ἥλιος ἐξέλιπε Thuc., Plut.; ἥ σελήνη ἐκλείπει Arst.)
-
2 συνεγειρω
1) досл. пробуждать, перен. вызывать(τὰς λύπας καὴ τοὺς θρήνους Plut.)
См. также в других словарях:
θρήνους — θρή̱νους , θρῆνος dirge masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αθρηνί — ἀθρηνί (επίρρ) (Α) [θρῆνος] χωρίς θρήνους, αμοιρολόγητα … Dictionary of Greek
ακλαυστεί — ἀκλαυστεὶ ή –τί, και ακλαυτεί ή τί (επίρρημα) (Α) [ἄκλαυστος και ἄκλαυτος] χωρίς κλάματα, χωρίς θρήνους … Dictionary of Greek
ανοιμωκτί — ἀνοιμωκτί επίρρ. (Α) [ανοίμωκτος] 1. δίχως θρήνους 2. χωρίς τιμωρία … Dictionary of Greek
ανοτοτύζω — ἀνοτοτύζω (Α) θρηνολογώντας φωνάζω «ὀτοτοῑ», ξεσπώ σε θρήνους, θρηνολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οτοτύζω «φωνάζω ὀτοτοῑ, θρηνολογώ»] … Dictionary of Greek
δακρύρροος — δακρύρροος, ον (AM) όποιος συνοδεύεται με δάκρυα ή προκαλεί δάκρυα («Αδου μολπὰς δακρυρρόους», «δακρυρρόους θρήνους»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + ρoFoς ρους < ρέω] … Dictionary of Greek
δεκατετρασύλλαβος — Στίχος που χρησιμοποιείται στη νεοελληνική ποίηση. Έχει ιαμβικό ή τροχαϊκό ρυθμό και είναι οξύτονος, παροξύτονος ή προπαροξύτονος. Πρόκειται ουσιαστικά για δύο ενωμένους επτασύλλαβους στίχους, γι’ αυτό και ορισμένοι τον χαρακτηρίζουν νόθο.… … Dictionary of Greek
δυσφόρμιγξ — ( ιγγος), ο, η (Α) φρ. «δυσφόρμιγξ ἄτη» συμφορά που δεν ταιριάζει με τη χαρούμενη μουσική τής φόρμιγγος, άξια για θρήνους, Ευρ.) … Dictionary of Greek
θρηνώδης — ες (ΑΜ θρηνώδης, ες) [θρήνος] αυτός που μοιάζει με θρήνο ή που γίνεται με θρήνο, θρηνητικός («θρηνώδη άσματα») αρχ. 1. (για πρόσ.) επιρρεπής σε θρήνο 2. φρ. «τὸ θρηνῶδες τῆς ψυχῆς» ψυχική διάθεση για θρήνο. επίρρ... θρηνωδώς (ΑΜ θρηνωδῶς) με… … Dictionary of Greek