Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ϑολερός

См. также в других словарях:

  • θολερός — muddy masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολερός — ή, ό (ΑΜ θολερός, ά, όν) [θολός] νεοελλ. 1. θολός, ημιδιαφανής, θαμπός 2. σκιερός 3. (εντομ.) το θηλ. ως ουσ. η θολερά γένος λεπιδόπτερων εντόμων αρχ. 1. (για υγρά και για ταραγμένο νερό) α) λασπώδης, βορβορώδης, ταραγμένος β) σκοτεινός,… …   Dictionary of Greek

  • θολερός — ή, ό κάπως θολός, θαμπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θολερά — θολερός muddy neut nom/voc/acc pl θολερά̱ , θολερός muddy fem nom/voc/acc dual θολερά̱ , θολερός muddy fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολερώτερον — θολερός muddy adverbial comp θολερός muddy masc acc comp sg θολερός muddy neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολερωτάτων — θολερός muddy fem gen superl pl θολερός muddy masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολερωτέρων — θολερός muddy fem gen comp pl θολερός muddy masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολερῶν — θολερός muddy fem gen pl θολερός muddy masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολερόν — θολερός muddy masc acc sg θολερός muddy neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολερώτατον — θολερός muddy masc acc superl sg θολερός muddy neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θολεραῖς — θολερός muddy fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»