-
1 ρεύμα
-
2 ῥεῦμα
-
3 ῥεῦμα
A that which flows, current, stream, A.Pr. 139 (anap.), X.HG4.2.11; μειλιχίων ποτῶν ῥ. S.OC 160 (lyr.);ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Pl.Tht. 144b
;ῥεῦμα μελισσῶν AP9.404
(Antiphil.): metaph., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως, Pl.Ti. 44b, 45c;τὸ ἀκούειν γίνεται ῥεύματός τινος φερομένου ἀπὸ τοῦ φωνοῦντος Epicur.Ep. 1p.13U.
2 stream of a river, Hdt.2.20, 24;ῥ. Διρκαῖον E.Supp. 637
, cf. IT 401 (lyr.); τὸ τοῦ Νείλου ῥ. Pl. Ti. 21e; also, eruption of lava, Th.3.116, Carc.5.7: metaph., stream or flood of men,μεγάλῳ ῥ. φωτῶν A.Pers. 88
(anap.); ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ib. 412, cf. E.IT 1437; πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι S.Ant. 129(anap.); soῥεύματα ἐπῶν Cratin.186
;κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Plu.2.609b
.3 flood, κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Th. 4.75, cf. Hdt.8.12; φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Demad.15.II that which is always flowing or changing, τὸ τῆς τύχης.. ῥ. μεταπίπτει ταχύ the ebb and flow of fortune, Men.Georg.Fr.2.III Medic., humour or discharge from the body, flux, rheum,διὰ τῶν ῥινῶν Hp. VM18
;ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατεληλύθει Luc.Philops.6
;ῥ. νοσηματικά Arist.Sens. 444a13
; στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Dsc.1.83;κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ νεῦρα Paus.6.3.10
: abs.,POxy.1088.1(i A.D.), Plu.Mar.34, etc. -
4 ῥεῦμα
ῥεῦμα, τό, das Fließende, die Fluth, der Fluß, Strom; Tragg., wie Aesch. Prom. 300; Soph. O. C. 158; Her. 8, 12 u. sonst, immer im plur., auch das Flußbett, 2, 20. 24, u. A.; Thuc. 4, 75; ἐλαίου, Plat. Theaet. 144 b; φλεβῶν, Tim. 29 a; Pol. vrbdt ποταμὸς ἄβατος διὰ τὸ πλῆϑος τοῠ ῥεύματος, 1, 75, 5. – Uebertr. von jeder großen Menge, μεγάλῳ ῥεύματι φωτῶν, Aesch. Pers. 88; στρατοῦ, 404; ἐςιδὼν πολλῷ ῥεύματι προςνισσομένους, Soph. Ant. 129; Eur. στρατοῦ, I. T. 1437; μελισσῶν, Antiphil. 29 (IX, 404); auch κλαυϑμῶν καὶ ὀδυρμῶν, Plut. cons. ad ux. 4; auch Heftigkeit, μετὰ πολλοῦ ῥεύματος εἰς τὴν Στοὰν φερόμενος, de garrul. 23. – Bei den Aerzten der im Körper herumziehende Krankheitsstoff, Fluß, Rheuma, Plut. Mar. 34 u. sonst, auch Bauchfluß. – Uebertr. drückt es auch das Wechseln, das Veränderliche aus, τύχης, Glückswechsel, Menand.
-
5 ρευμα
- ατος τό1) поток, струя(μειλιχίων ποτῶν Soph.; ἐλαίου Plat.; перен. κλαυθμῶν καὴ ὀδυρμῶν Plut.)
τὸ τῆς αὔξης καὴ τροφῆς ῥ. Plat. — приток питательных веществ и непрерывный рост;τὸ τῆς ὄψεως ῥ. Plat. — непрерывный зрительный акт2) тж. pl. течение(ῥεύματα ἰσχυρά Her.; ῥ. Νείλου Plat.)
3) текучесть, непостоянство(τὸ τῆς τύχης ῥ. Men.)
4) извержение (sc. τῆς Αἴτνης Thuc.)5) наплыв, множество, масса(στρατοῦ Aesch., Eur.; μελισσῶν Anth.)
6) разлив, наводнение7) напор, стремительность(ῥ. πολέμου Plut.)
8) мед. истечение или слизь(ῥεύματα νοσηματικά Arst.)
9) ревматическое страдание -
6 ῥεῦμα
-
7 ρεύμα
-
8 ρεύμα
[рэвма] ουσ. о. течение, струя, ток.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρεύμα
-
9 ῥεῦμα
-ατος τό N 3 0-0-0-0-1=1 Sir 39,13 -
10 ρεύμα
[рэвма] ουσ ο течение, струя, ток. -
11 ρεύμα
akım, çereyan, akış -
12 ρεύμα
courant -
13 ρεύμα
1) nurt (m) rzecz.2) obiegowy przym.3) prąd (m) rzecz. -
14 ρεύμα
1) obvyklý2) proud -
15 ρεύμα
1) creek2) currentΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ρεύμα
-
16 courant
ρεύμα -
17 obvyklý
ρεύμα -
18 nurt
ρεύμα -
19 obiegowy
ρεύμα -
20 prąd
ρεύμα
См. также в других словарях:
ῥεῦμα — that which flows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρεύμα — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 140 μ.), στην πρώην επαρχία Λαρίσης του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Νέων Καρυών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης του νομού Λέσβου.… … Dictionary of Greek
ρεύμα ηλεκτρικό — Η τακτική κίνηση των ηλεκτρικών φορτίων, τόσο στα υλικά μέσα όσο και στο κενό, η οποία παράγεται όταν μεταξύ δύο σημείων του υλικού μέσου ή του χώρου μέσα στον οποίο εμφανίζεται το φαινόμενο, έχει εφαρμοστεί ένα ηλεκτρικό πεδίο. Τα φορτία που… … Dictionary of Greek
ρεύμα — το βλ. ρέμα, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δακτυλιοειδές ρεύμα — Ηλεκτρικό ρεύμα που ρέει προς τα δυτικά γύρω από τη Γη. Το ρεύμα αυτό οφείλεται σε μια ροή ηλεκτρονίων προς τα ανατολικά και μια ροή πρωτονίων προς τα δυτικά που έχουν παγιδευτεί στις ζώνες ακτινοβολίας Βαν Άλεν. Εξαιτίας της ροής αυτής του… … Dictionary of Greek
εναλλασσόμενο ρεύμα — Χρονικά μεταβαλλόμενο ηλεκτρικό ρεύμα που, στη διάρκεια μίας περιόδου, διαρρέει το κύκλωμα πότε κατά τη μία φορά και πότε κατά την αντίθετη, με μια συχνότητα ν ανεξάρτητη από τις σταθερές του κυκλώματος. Στην πιο απλή της μορφή η στιγμιαία τιμή… … Dictionary of Greek
τριφασικό ρεύμα — Το ρεύμα που παράγεται από τριφασική τάση. Για να κατανοήσουμε την παραγωγή τριφασικής τάσης χρησιμοποιούμε την εξής διάταξη: Παίρνουμε 3 πηνία και τα τοποθετούμε έτσι ώστε οι 3 άξονές τους να σχηματίζουν ανά 2 (γειτονικοί) γωνία 120°. Αν στον… … Dictionary of Greek
Μέγα Ρεύμα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.160 μ., 22 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νεβρόπολης Αγράφων … Dictionary of Greek
αγνοητές — Ρεύμα μονοφυσιτών του 4ου αι. Ονομάζονταν και θεμιστιανοί,από κάποιον Θεμίστιο, διάκονο. Υποστήριζαν ότι o Χριστός δεν είναι παντογνώστης και ότι αποκτά, με την πάροδο του χρόνου, νέες γνώσεις. Η διδασκαλία αυτή καταδικάστηκε πολλές φορές από την … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek