Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑηρία

См. также в других словарях:

  • θηρία — θηρίον wild animal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρί' — θηρία , θηρίον wild animal neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή …   Dictionary of Greek

  • Xylina Spathia — Infobox musical artist | Name = Xylina Spathia Landscape = no Img capt = Giati o dromos einai alithia, hilia ki ena paramythia, einai to spiti mas, den ehei telos ... Background = group or band Origin = flagicon|Greece Thessaloniki, Greece Genre …   Wikipedia

  • SAMOS — I. SAMOS oppid. Magnae Graeciae, apud oram Calabriae ulterioris Lycophr. Steph. nunc Crepacuore Barrio, apud Locros, seu Hieracium Urbem, inde 6. mill. pass. in Boream, ubi Pythagoras habitâsse dicitur. II. SAMOS vulgo SAMO hodieque a fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ζωοθηρία — ζωοθηρία, ἡ (Α) το κυνήγι που γίνεται με σκοπό τη σύλληψη ζωντανών ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + θηρία (< θηρος < θηρ), πρβλ. ανθρωπο θηρία, φιλο θηρία] …   Dictionary of Greek

  • ζώο — Έμψυχο που διακρίνεται από το φυτό συνήθως με τους εξής χαρακτήρες: παρουσιάζει ερεθιστικότητα, που του επιτρέπει να αντιδρά με ταχύτητα στα διάφορα ερεθίσματα, και κινητικότητα, λειτουργίες που οφείλονται στην παρουσία ενός εκτεταμένου νευρικού… …   Dictionary of Greek

  • θηριομαχία — Δημόσιο θέαμα στην αρχαία Ρώμη. Καθιερώθηκε από το έτος 186 π.Χ., για να γιορταστεί η νίκη εναντίον των Αιτωλών. Αρχικά, περιοριζόταν σε αγώνες μεταξύ θηρίων, αργότερα όμως εμφανίστηκαν οι πρώτοι θηριομάχοι, που ήταν οπλισμένοι και μάχονταν με τα …   Dictionary of Greek

  • θηριοτρόφος — ὁ (Α και ως επίθ. θηριοτρόφος, ον) το αρσ. ως ουσ. αυτός που διατηρεί θηριοτροφείο, που συντηρεί θηρία και τά εκγυμνάζει για θεαματικές επιδείξεις αρχ. ως επίθ. η χώρα ή ο τόπος όπου ζουν πολλά θηρία, θηριοβριθής, γεμάτος θηρία («[ἡ χώρα] εστίν… …   Dictionary of Greek

  • ιδιοθηρία — ἰδιοθηρία, ἡ (Α) το να κυνηγά κάποιος στα κτήματά του και για δικό του όφελος («τέχνης οἰκειωτικῆς, θηρευτικῆς... ἰδιοθηρίας», Πλάτ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + θηρία ( θηρας < θήρα «κυνήγι»), πρβλ. ανθρωπο θηρία, ιχθυο θηρία] …   Dictionary of Greek

  • κρανιοθηρία — Κυνήγι των ανθρώπινων κεφαλών από τις πρωτόγονες και άγριες φυλές. Βλ. λ. κυνηγοί κεφαλών. * * * η (σε πρωτόγονους λαούς) το έθιμο τής θήρας ανθρώπινων κεφαλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + θηρία (< θηρῶ < θήρας < θήρα), πρβλ. λαθρο θηρία,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»