-
1 δυς-θηρία
-
2 δυς-εξ-ημέρωτος
δυς-εξ-ημέρωτος, schwer ganz zu zähmen, ϑηρία Plut. Artax. 25.
-
3 δυςθηρία
δυς-θηρία, ἡ, unglückliche Jagd
1 δυς-θηρία
2 δυς-εξ-ημέρωτος
δυς-εξ-ημέρωτος, schwer ganz zu zähmen, ϑηρία Plut. Artax. 25.
3 δυςθηρία