Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑερμαστρίς

См. также в других словарях:

  • θερμαστρίδα — η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα] λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά αρχ. 1. κάθε είδος λαβίδας 2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια… …   Dictionary of Greek

  • θέρμαστις — και θερμαστίς, ίδος, ἡ (Α) η θερμαστρίδα, η τσιμπίδα για τα κάρβουνα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί θέρμαστρις (βλ. θερμαστρίδα)] …   Dictionary of Greek

  • θερμαυστρίζω — ή θερμαστρίζω (Α) χορεύω τον χορό θερμαστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαυστρίς ή θερμαστρίς «είδος χορού»] …   Dictionary of Greek

  • ՋԵՌՈՒՑԻՉ — (ցչի, չաց.) NBH 2 0671 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. θερμαίνων calefaciens. Որ ջեռուցանէ. ջեռուցանօղ. ջերմացուցիչ. *Կիզիչս կամ ջեռուցիչս. ջեռուցիչք անուանին (սերովբէք): Ջեռուցիչ եւ սուրբ եւ գերագոյն եռանդն. Դիոն. երկն.: գ. Կամ գ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»