-
1 θερμαυστρίζω
θερμαυστρίζω, od. ϑερμαστρίζω, den Tanz ϑερμαστρίς tanzen, Luc. salt. 34; Eust.
-
2 θερμαυστρίζω
θερμαυστρίζω, od. ϑερμαστρίζω, den Tanz ϑερμαστρίς tanzen
См. также в других словарях:
θερμαυστρίζω — ή θερμαστρίζω (Α) χορεύω τον χορό θερμαστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαυστρίς ή θερμαστρίς «είδος χορού»] … Dictionary of Greek
θερμαυστρίζειν — θερμαυστρίζω dance the pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)