Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ϑερμαντική

См. также в других словарях:

  • θερμαντικῇ — θερμαντικός capable of heating fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θερμαντική — θερμαντικός capable of heating fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • θερμαντικός — ή, ό (ΑΜ θερμαντικός, ή, όν) [θερμαντός] ο ικανός να θερμαίνει, αυτός που παράγει θερμότητα, ο θερμογόνος («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῡ σώματος θερμαντικὸν οἶνος», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το θερμαντικό κάθε θερμό υγρό που λαμβάνεται για… …   Dictionary of Greek

  • θερμαντικότητα — η θερμαντική δύναμη, θερμαντική ικανότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαντικός. Η λ. στον λόγιο τ. θερμαντικότης μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντόπουλου] …   Dictionary of Greek

  • καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… …   Dictionary of Greek

  • αιθάνιο — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η6, το δεύτερο μέλος της σειράς των άκυκλων κεκορεσμένων υδρογονανθράκων. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο με σημείο βρασμού στους 84°C, κρίσιμη θερμοκρασία στους +34°C και κρίσιμη πίεση 50,2 ατμόσφαιρες.… …   Dictionary of Greek

  • αλεαντικός — ἀλεαντικός, ή, όν (Α) [ἀλεαίνω] προικισμένος με θερμαντική δύναμη, θερμαντικός …   Dictionary of Greek

  • ελαιοαέριο — Καύσιμο αέριο που λαμβάνεται με πυρόλυση του πετρελαίου στους 700° 900°C (σε ατμοσφαιρική πίεση). Αποτελείται κυρίως από μεθάνιο, αιθυλένιο, ακετυλένιο, βενζόλιο και άλλα ανώτερα ομόλογα και έχει μεγάλη θερμαντική και φωτιστική δύναμη (9.000… …   Dictionary of Greek

  • ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής …   Dictionary of Greek

  • θερμοπομπός — ο ειδική θερμαντική συσκευή για τη θέρμανση κλειστών χώρων …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»