-
1 θερμαντική
-
2 θερμαντικῇ
-
3 θερμαντική
θερμαντικόςcapable of heating: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
4 нагревательный
επ.θερμαντικός•нагревательный прибор θερμαντική συσκευή•
-ая поверхность θερμαντική επιφάνεια.
-
5 ψυκτικός
ψυκτικός, = Vorigem, kühlend, abkühlend, δύναμις, Ggstz der ϑερμαντική, Plut. adv. Col. 6.
-
6 пластина
η πλάκα, το έλασμαтехнологическая - вконце{}начале{} шва (св.) τεχνολογική - στοτέλος/στην αρχή της ραφήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > пластина
-
7 прогрев
η προθέρμανση, η θέρμανσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > прогрев
-
8 способность
η ικανότηταизлучатель-ная - της εκπομπής/ακτινοβολίαςокислительная - οξειδωτική -, το οξειδωτικό δυναμικόпокупательная - эк. αγοραστική -проникающая - διαπεραστική -, διεισδυτική -теплотворная - θερμαντική -, θερμογόνος -умственная - мед. (δια)νοητική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > способность
-
9 теплотворность
физ. η θερμαντική ικανότηταο βαθμός θερμότηταςη θερμική αξίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теплотворность
-
10 нагрев
-а α.θέρμανση, ζέσταμα. || θερμαντική επιφάνεια. -
11 подогревательный
επ.θερμαντικός•подогревательный аппарат θερμαντική συσκευή.
-
12 прогреваемость
-и θ.θερμαντική ιδιότητα ή ικανότητα (ενός σώματος) ή ο βαθμός θέρμανσης. -
13 согревательный
επ.1. θερμαντικός•согревательный прибор θερμαντική συσκευή, θερμαντήρας.
2. ουσ. το θερμαντικό (οινοπν. ποτό). -
14 δύναμις
A power, might, in Hom., esp. of bodily strength,εἴ μοι δ. γε παρείη Od. 2.62
, cf. Il.8.294;οἵη ἐμὴ δ. καὶ χεῖρες Od.20.237
;ἡ δ. τῶν νέων Antipho 4.3.2
, etc.: generally, strength, power, ability to do anything, πὰρ δύναμιν beyond one's strength, Il.13.787; in Prose,παρὰ δ. τολμηταί Th.1.70
, etc.;ὑπὲρ δ. D.18.193
; opp. κατὰ δ. as far as lies in one, Hdt.3.142, etc. (κὰδ δ. Hes.Op. 336
);εἰς δύναμιν Cratin. 172
, Pl.R. 458e, etc.;πρὸς τὴν δ. Id.Phdr. 231a
.2 outward power, influence, authority, A.Pers. 174 (anap.), Ag. 779 (lyr.);καταπαύσαντα τὴν Κύρου δ. Hdt.1.90
;δυνάμει προὔχοντες Th.7.21
, etc.; ἐν δ. εἶναι, γενέσθαι, X.HG4.4.5, D.13.29.3 force for war, forces,δ. ἀνδρῶν Hdt.5.100
, cf. Pl.Mx. 240d, Plb.1.41.2, LXX Ge.21.22, OGI139.8 (ii B. C.); μετὰ δυνάμεων ἱκανῶν Wilcken Chr.10 (ii B. C.), etc.;δ. καὶ πεζὴ καὶ ἱππικὴ καὶ ναυτική X.An.1.3.12
; πέντε δυνάμεσι πεφρουρημένον, of the five projecting rows of sarissae in the phalanx, Ascl.Tact.5.2,al.4 a power, quantity,χρημάτων δ. Hdt.7.9
.ά.5 means,κατὰ δύναμιν Arist.EE 1243b12
; opp. παρὰ δ., 2 Ep.Cor.8.3;κατὰ δ. τῶν ὑπαρχόντων BGU1051.17
(Aug.).II power, faculty, capacity,αἱ ἀμφὶ τὸ σῶμα δ. Hp.VM14
;αἱ τοῦ σώματος δυνάμεις Pl.Tht. 185e
;ἡ τῆς ὄψεως δ. Id.R. 532a
;ἡ τῶν λεγόντων δ. D.22.11
: c. gen. rei, capacity for, ;τοῦ λέγειν Id.Rh. 1362b22
; τοῦ λόγου, τῶν λόγων, Men.578, Alex.94;δ. στρατηγική Plb.1.84.6
;δ. ἐν πραγματείᾳ Id.2.56.5
;δ. συνθετική D.H.Comp.2
: abs., any natural capacity or faculty, that may be improved and may be used for good or ill, Arist.Top. 126a37, cf. MM 1183b28.2 elementary force, such as heat, cold, etc., Hp.VM16, Arist.PA 646a14; ἡ τοῦ θερμοῦ δ.ib. 650a5;θερμαντικὴ δ. Epicur.Fr.60
, cf. Polystr.p.23 W.b property, quality,ἰδίην δύναμιν καὶ φύσιν ἔχειν Hp.VM13
, cf. Nat.Hom.5, Vict.1.10; esp. of the natural properties of plants, etc., αἱ δ. τῶν φυομένων, τῶν σπερμάτων, X.Cyr.8.8.14, Thphr.HP8.11.1; productive power,τῆς γῆς Id.Oec.16.4
;μετάλλων Id.Vect.4.1
: generally, function, faculty, δύναμις φυσική, ζωική, ψυχική, Gal.10.635; περὶ φυσικῶν δ., title of work by Galen.c in pl., agencies, ὑπάρχειν ἐν τῇ φύσει τὰς τοιαύτας δυνάμεις (sc. the gods) Polystr.p.10 W.d function, meaning, of part in whole, Id.p.17 W.e in Music, function, value, of a note in the scale,δ. ἐστι τάξις φθόγγου ἐν συστήματι Cleonid.Harm.14
, cf. Aristox.Harm.p.69M.; μέση κατὰ δύναμιν, opp. κατὰ θέσιν, Ptol. Harm.2.5.3 faculty, art, or craft, Pl.R. 532d, Arist.Metaph. 1018a30, EN 1094a10, Arr.Epict.1.1.1; δ. σκεπτική the doctrine of the Sceptics, S.E.M.7.1.4 a medicine, Timostr.7, etc.;δ. ἁπλαῖ Hp.Decent.9
, Aret.CD1.4, etc.;δ. πολυφάρμακοι Plu.2.403c
, Gal.13.365: in pl., collection of formulae or prescriptions, Orib.10.33.b action of medicines, περὶ τῆς ἁπλῶν φαρμάκων δ., title of work by Galen; also, potency, δυνάμει θερμά, ψυχρά, Id.1.672, al.IV capability of existing or acting, potentiality, opp. actuality ([etym.] ἐνέργεια), Arist.Metaph. 1047b31, 1051a5, etc.: hence δυνάμει as Adv., virtually,ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει.. ἐστί D.3.15
; opp. ἐνεργείᾳ, Arist.APo. 86a28, al.; opp. ἐντελεχείᾳ, Id.Ph. 193b8, al.V Math., power,κατὰ μεταφορὰν ἡ ἐν γεωμετρίᾳ λέγεται δ. Id.Metaph. 1019b33
; usu. second power, square, κατὰ δύναμιν in square, Pl.Ti. 54b, cf. Theol.Ar.11, etc.: chiefly in dat., [εὐθεῖα] δυνάμει ἴση a line the square on which is equal to an area, ἡ BA ἐλάσσων ἐστὶν ἢ διπλασίων δυνάμει τῆς AK the square on BA is less than double of the square on AK, Archim.Sph.Cyl.2.9: εὐθεῖαι δ. σύμμετροι commensurable in square, Euc.10Def.2; ἡ δυνάμει δεκάς the series 12 + 22... + 102, Theol.Ar.64.3 product of two numbers, ἡ ἀμφοῖν (sc. τριάδος καὶ δυάδος)δ. ἑξάς Ph.1.3
, cf. Iamb.in Nic.p.108 P.; δυνάμει in product, Hero Metr.1.15, Theol.Ar.33.VI concrete, powers, esp. of divine beings,αἱ δ. τῶν οὐρανῶν LXX Is.34.4
, cf. 1 Ep.Pet.3.22, al., Ph.1.587, Corp.Herm.1.26, Porph.Abst.2.34: sg., Act.Ap.8.10, PMag.Par.1.1275; πολυώνυμος δ., of God, Secund.Sent.3.VII manifestation of divine power, miracle, Ev.Matt.11.21, al., Buresch Aus Lydien 113, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δύναμις
-
15 ψυκτικός
A = ψυκτήριος, cooling,τὰ ψ.
refrigerants,Hp.
Aph.7.37; ψ. δύναμις, opp. θερμαντική, Epicur.Fr.60; ψ. φασὶν εἶναι τὸν οἶνον ib.59, cf. Plu. 2.652f, 691b ([comp] Sup.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψυκτικός
См. также в других словарях:
θερμαντικῇ — θερμαντικός capable of heating fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμαντική — θερμαντικός capable of heating fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
θερμαντικός — ή, ό (ΑΜ θερμαντικός, ή, όν) [θερμαντός] ο ικανός να θερμαίνει, αυτός που παράγει θερμότητα, ο θερμογόνος («τὸ μὲν τῆς ψυχῆς μετὰ τοῡ σώματος θερμαντικὸν οἶνος», Πλάτ.) νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το θερμαντικό κάθε θερμό υγρό που λαμβάνεται για… … Dictionary of Greek
θερμαντικότητα — η θερμαντική δύναμη, θερμαντική ικανότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαντικός. Η λ. στον λόγιο τ. θερμαντικότης μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Ν. Κοντόπουλου] … Dictionary of Greek
καύσιμο — Υλικό που χρησιμοποιείται στους κινητήρες έκρηξης και στους κινητήρες ντίζελ. Τα κ. έχουν διαφορετικές ιδιότητες, ανάλογα με τον τύπο του κινητήρα για τον οποίο προορίζονται. Για τους κινητήρες έκρηξης έχει υιοθετηθεί ως υγρό κ. η βενζίνη. Τα κ.… … Dictionary of Greek
αιθάνιο — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η6, το δεύτερο μέλος της σειράς των άκυκλων κεκορεσμένων υδρογονανθράκων. Είναι αέριο άχρωμο και άοσμο με σημείο βρασμού στους 84°C, κρίσιμη θερμοκρασία στους +34°C και κρίσιμη πίεση 50,2 ατμόσφαιρες.… … Dictionary of Greek
αλεαντικός — ἀλεαντικός, ή, όν (Α) [ἀλεαίνω] προικισμένος με θερμαντική δύναμη, θερμαντικός … Dictionary of Greek
ελαιοαέριο — Καύσιμο αέριο που λαμβάνεται με πυρόλυση του πετρελαίου στους 700° 900°C (σε ατμοσφαιρική πίεση). Αποτελείται κυρίως από μεθάνιο, αιθυλένιο, ακετυλένιο, βενζόλιο και άλλα ανώτερα ομόλογα και έχει μεγάλη θερμαντική και φωτιστική δύναμη (9.000… … Dictionary of Greek
ηλιογράφος — Όργανο για τη μέτρηση της πραγματικής ηλιοφάνειας. Οι η. διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: α) αυτούς που χρησιμοποιούν τη θερμαντική ισχύ της ηλιακής ακτινοβολίας και β) αυτούς που χρησιμοποιούν τη χημική δράση της ορατής και της υπεριώδους ηλιακής … Dictionary of Greek
θερμοπομπός — ο ειδική θερμαντική συσκευή για τη θέρμανση κλειστών χώρων … Dictionary of Greek